Chapter 4 - Επανασύνδεση? Νο θενκς

240 36 12
                                    

Οδηγώ προς το κολλέγιο. Έχω καθυστερήσει την εργασία που έπρεπε να κάνω δύο μέρες, ελπίζω να μην μου πει τίποτα ο καθηγητής. Φτάνω επιτέλους, πάρκαρω και βγαίνω έξω. Βλέπω την Άννα και την Βίκυ με την γνωστή μας παρέα των 7-8 ατόμων.

-Γειά σου μωρό μου! μου λέει ο Ντάνιελ.

Όχι δεν τα έχουμε απλά κάτι είχε παιχτεί σε ένα πάρτι. Του έχω πει πως δεν θα γίνει τίποτα παραπάνω αλλά αυτός συνεχίζει να μου σπάει τα νεύρα.

Ο καθηγητής φαίνεται ευχαριστημένος για την εργασία που έκανα, ευτυχώς. Θέλω να γίνω Δημοσιογράφος και δίνω πολλή έμφαση στην εκπαίδευση του κολλεγίου. Αν και μου τη σπάει που το πληρώνει ο καινούργιος της μαμάς μου, δεν λέω είναι πλούσιος και είναι πολλά τα χρήματα.

Η ώρα στο μάθημα δεν περνά. Ο Ντάνιελ με κοίτα συνέχεια. Δεν λέω όμορφος είναι και ψηλός, ξανθός γαλανομάτης αλλά μου τη σπάει.

Το μάθημα τελείωσε. Μπήκα στην μπορντό Mercedes μου και ξεκίνησα για το σπίτι του Τζον. Είχα το παντελόνι που μου είχε δώσει.

Φτάνω απ'έξω, κατεβαίνω και χτυπάω την πόρτα. Το σκέφτομαι και μετανιώνω. Μακάρι να μην είναι μέσα θεέ μου, μακάρι....

Με το που το σκέφτηκα μου ανοίγει.

-Γειά, είπα για να το παίξω κουλ.

-Γειά σου Έμμα, περνά μέσα.

Νομίζω πως μόλις βγήκε απ'το μπάνιο γιατί να κάστανα μαλλιά του είναι βρεγμένα και μπερδεμένα. Μόνο που δεν φορά και ποτέ καμιά μπλούζα, εγκεφαλικό θέλει να πάθω; Μα τι σκέφτομαι...

Σου 'φερα την φόρμα σου, του είπα βάζοντας μια τούφα απ'τα μαλλιά μου πίσω απ' το αυτί μου.

-Εσένα σου πάει καλύτερα, χαχαχα. Κράτα την για να θυμάσαι την επανασύνδεση μας.

Επανασύνδεση; Πρέπει να χαρώ τώρα; τέλος πάντων.

-Δεν θα με ρώτησες τι έκανα στο δάσος;

-Ξερω τι κάνατε, σας είδα.

-Εσύ τι έκανες στο δάσος;

-Εεεμ...εγώ απλά...άκουσα τα περιπολικά και βγήκα να δω τι έγινε, δίπλα μένω.

Και που ήξερε τι έκανα με τα κορίτσια πριν την αστυνομία; Τεσπα δεν συνέχισα.

Μας έφτιαξε καφέδες και κάτσαμε στην βεράντα του στην μπροστινή πλευρά του σπιτιού.
Συζητούσαμε όλη την ώρα. Του είπα για τους γονείς μου και το διαζύγιο τους και τις σπουδές μου.

-Εσύ πως και μένεις μόνος σου;

-Δεν μ' αρέσει ο πολύς κόσμος.

Η αλήθεια είναι ότι από μικρός δεν του άρεσε η πολυκοσμία, όταν πρωτοήρθε τρομοκρατούνταν.

-Δουλεύεις;

-Οχι αλλά μου δίνει χρήματα ο Φίλ.

Ο Φίλ είναι ο πατέρας του Τζον, όχι ο βιολογικός.

-Δεν έχεις όνειρα; Τι περιμένεις για το μέλλον σου;

-Είχα όνειρα Έμμα και το ξέρεις. Αλλά....

-Αλλά τι έγινε;

-Πες πως βαριέμαι και είμαι μεγάλος τεμπέλης, εντάξει; είπε με τόνο και σηκώθηκε.

-Καλά να πηγένω, άργησα! ανακοίνωσα θυμωμένη.

-Συγνώμη! Θες να βγούμε για φαγητό αργότερα;

Έπρεπε να πω όχι αλλά θυμήθηκα το μικρό Τζον απο παλιά.

-Έγινε. είπα μαζί με ένα χαμόγελο.

-Θα σε πάρω στις 21:00. Τα λέμε.

Περνούσα ωραία μαζί του. Ακόμα και μετά απ' αυτά τα χρόνια που έφυγε και δεν βρισκόμασταν, είχε κάτι το οικείο. Με ήξερε καλύτερα από όλους όπως και εγώ τον ήξερα καλύτερα.

Πήγα σπίτι και ο μπαμπάς μου βλέπει τηλεόραση.
Πρέπει να μαγειρέψω και μετά να ετοιμαστώ. Η ώρα είναι 16:05 και δεν θα προλάβω μέχρι το βράδυ.

-Συγνώμη που άργησα λίγο.

-Δεν πειράζει. Θα φας εσύ; ρώτησε ο πατέρας μου με περιέργεια.

-Όχι θα βγω μ' ένα φίλο μου για φαγητό αργότερα.

-Ααα.

Σίγουρα θέλει να ρωτήσει αλλά δεν θέλει να φανεί αδιάκριτος. Ο Ράιαν δεν ήταν ποτέ αδιάκριτος και από τότε που έφυγε και η μαμά ζει την ζωή του εργένη. Ψάρεμα, μπύρες με φίλους και αγώνες μπέιζμπολ στην τηλεόραση.

Τελείωσα τις δουλειές και ανεβαίνω στο δωμάτιο μου για να ετοιμαστώ. Ανυπομονώ για απόψε.

My WolfWaar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu