Chapter 9 - Σ αγαπώ

174 29 25
                                    

Ανοίγω λοιπόν το μήνυμα:

<Γρρρ.... πείνασα. Θα περάσεις από εδώ;>

Γέλασα δυνατά. Σκέφτηκα όντως να ταΐζω έναν μεγάλο και άγριο λύκο. Πήρα την ζακέτα μου και κατέβηκα κάτω.

-Μπαμπά με χρειάζεσαι κάτι; Θέλω να βγω γι'αυτό. ρωτάω τον Ράιαν που έπινε νερό.

-Όχι παιδί μου, πήγαινε. Με τους γνωστούς..., πρώτη φορά με ρώτησε.

-Ναι, με ένα αγόρι. είπα και άρχισε να πνίγεται. Γέλασα λίγο και έκλεισα την πόρτα γρήγορα.

Έφτασα στο σπίτι του Τζον και χτύπησα την πόρτα. Μου άνοιξε και με υποδέχτηκε με ένα χαμόγελο.

-Γειά. μου λέει

-Δε μου λες, σου 'χουν κλέψει τα μπλουζάκια εσένα;

-Γιατί Έμμα, μήπως σε αποσυντονίζω;

Κοίταξα το ειρωνικό γελάκι του και αυτά τα μελί μάτια που με τρελαίνουν.

Τον πλησίασα και άρχισα να τον φιλάω. Αυτός με απότομα και τύλιξα τα πόδια μου γύρω του.

Πήγε και με έριξε στο κρεβάτι, έπειτα ήρθε πάνω μου και ο ρυθμός της ανάσας του γινόταν όλο και πιο γρήγορος. Η καρδιά χτύπησε κόκκινο από τους χτύπους της.

Ξαφνικά απομακρύνθηκε λίγο και μου είπε:

-Δεν σου έχω μιλήσει ακόμα για τον θυμό μου Έμμα, και γενικά για τις συναισθηματικές αντιδράσεις μου ιδικά μετά την πανσέληνο. Μπορεί να κάνω πιο δυνατές και άγριες κινήσεις, χωρίς να το ξέρω.

-Σ' αγαπώ Τζον και σε εμπιστεύομαι.
-Εγώ όμως δεν εμπιστεύομαι το το τέρας που είμαι. απάντησέ.

Φαίνεται πως μισεί πολύ τον άλλο του εαυτό. Τον πλησίασα, καθώς καθόταν στο κρεβάτι και τον φίλησα.

-Ξερεις κάτι Τζον; Είμαι τρέλα ερωτευμένη μαζί σου. του ψιθύρισα στο αυτί.

-Και εγώ είμαι μωρό μου. μου είπε.
Ύστερα μας πήρε ο ύπνος.

Ξημέρωσε και έπρεπε να πάω στο κολλέγιο, άλλα πίστευα πως άξιζε να αργήσω λίγο.

Είμασταν ξαπλωμένοι και συζητούσαμε για διάφορα.

-Όχι γονείς σου, ξέρεις, το γνωρίζουν αυτό;

-Μόνο ο Φίλ, άλλωστε γι'αυτό μου δίνει χρήματα. Η Τζέσικα (η μητέρα του Τζον) νομίζει πως έχω κατάθλιψη.

-Και πότε μεταμορφονεσαι με την θέληση σου, είπαμε;

-Όποτε θέλω να κυνηγήσω συνήθως.

-Αχάμ. και τι τρώς;

-Σαν άνθρωπος τρέφομαι κανονικά. Σαν λύκος ελαφριά.

-Ανθρώπους;
Γιατί είπα δυνατά την σκέψη μου! Άργησε να μου απαντήσει λίγο.

-Όχι. Στην πανσέληνο μόνο που δεν με ελέγχω, κινδυνεύει ότι με πλησιάζει. Αλλά το πολύ να τους τραυτισω.

Τον αγκάλιασα πιο σφιχτά λες και φοβόμουν, μόνο που αυτός ήταν ο ίδιος ο φόβος.

-Λοιπον θα αργήσεις στο κολλέγιο.
μου υπενθύμισε.

Παραλίγο να το ξεχάσω με την κουβέντα και ετοιμάστηκα γρήγορα.

-Ναι πρέπει να πηγαίνω...
είπα και τον φίλησα μια ακόμη φορά καθώς άνοιγα την πόρτα.

▪️▫️▪️▫️
Σχετικά γρήγορα πέρασε η ώρα στο μάθημα, είναι που άργησα κι όλας.

Καθώς έφευγα απ' το κολλέγιο μου ήρθε ένα μήνυμα από τον Ντάνιελ, αυτός ο μαλάκας. Σήμερα ξέφυγε.

<Τώρα που έχεις σχέση με τον άλλον δεν θα κάνουμε τα δικά μας εε;>

Αναστέναξα και έβαλα το κινητό μου στο ντουλαπάκι του συνοδηγού.

Βράδιασε και ο Ράιαν είχε πάει για ψάρεμα με τους φίλους του και είπα να κάνω μια βόλτα στην γειτονιά, καιρό είχα να το κάνω.

Περνω μια ζακέτα και βγαίνω έξω και εκείνη την στιγμή με πέρνει η μαμά:

-Κοριτσάκι μου τι κάνεις, πως είσαι;

-Καλά είμαι εγώ μαμά εσύ πες μου πως τα περνάτε;

-Κανουμε βραδινό μπάνιο στην πισίνα του Νάιτζελ (ναι, αυτός ο πλούσιος, ο καινούργιος της μαμάς).

-Παιζει κάνα αγόρι; Πως το λένε;

Είπα και 'γω, η μητέρα μου για να πάρει τηλέφωνο κάτι θέλει να μάθει. Θα της το είπε ο μπαμπάς.

-Ο Τζον είναι, από παλιά.

-Τιιι; είπε με μια τσιριχτή φωνή.
Τι κάνει; Δηλαδή πως τον...; Έχει ομορφινει; Περνετε προφυλάξεις;

Με ρωτάει ένα σωρό πράγματα που δεν έδινα σημασία. Κάποια στιγμή πέρασα έξω από το σπίτι του κ. Φίλ. Ακούστηκαν φωνές και κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο γιατί νομίζω άκουσα και τον Τζον.

-Μαμα πρέπει να κλείσω.

-Εντάξει Έμμα μου αλλά περνε και ξανά τηλέφωνο. της το 'κλεισα.

Πήγα κοντά στο παράθυρο και τους άκουσα να μαλώνουν. Έπειτα άκουσα τον Τζον να ανοίγει την πόρτα.

-Δεν θα μου λες τι να κάνω Φίλ!!
είπε και άνοιξε το αμάξι του.

-Δεν καταλαβενεις Τζον; Θα την σκοτώσεις!!! φώναξε ο κ. Φίλ.

Ο Τζον μπήκε μέσα και έφυγε γρήγορα. Το ίδιο έκανα και εγώ.

My WolfWhere stories live. Discover now