Chapter 17 - Βαρύ τρίχωμα

140 28 12
                                    

Η νύχτα για το κυνήγι του Τζον έφτασε. Όλα ήταν εντάξει. Για κάποιο λόγο, δεν φοβόμουν τίποτα. Εμπιστεύομαι τον Τζον και ας είναι ένας τεράστιος λύκος που δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του.

Εγώ καθόμουν στον καναπέ. Ο Τζον φαινόταν και ήταν, πιο φοβισμένος από εμένα. Ήρθε και έκατσε δίπλα μου.

-Να 'σαι σίγουρη πως δεν θα συγχωρήσω ποτέ μα ποτέ τον εαυτό μου αν σου κάνω την παραμικρή γρατζουνιά...ξανά...
μου λέει κατσουφιασμένος και μου κρατάει το χέρι.

-Όλα θα πάνε καλά... του λέω και τον πέρνω μια αγκαλιά.

Με αγκαλιάζει και αυτός, και ύστερα πάει στην πόρτα. Την ανοίγει και βγαίνει έξω, αλλά λίγο πριν βγει γυρνάει και με κοιτάει. Του χαμογελώ και κλείνει την πόρτα. Η αλήθεια είναι πως τώρα άρχισα να φοβάμαι λίγο. Όμως όχι για μένα άλλα για τον Τζον, που είναι τώρα κάπου στο δάσος μες την βροχή...

Κοιτάω στο ρολόι του σαλονιού την ώρα. Έχουν περάσει σχεδόν 3 ώρες και τίποτα. Τελικά δεν ήταν τόσο τρομερό. Σε αυτόν τον χρόνο που είχα, διάβασα για το κολλέγιο, συμμάζεψα το δωμάτιο του Τζον γιατί ήταν ακατάστατο (αγόρια....), έκανα και ένα γρήγορο μπάνιο, αλλά αυτός ακόμα να εμφανιστεί.

Τώρα δεν ξέρω τι να κάνω. Να ανυσιχύσω ή όχι; Μήπως τον έπιασαν και τον σκότωσαν; Ή μπορεί απλά να κρατήθηκε μακριά...μην κάνω πάντα αρνητικές σκέψεις.

Άρχισα να διαβάζω ένα βιβλίο του Τζον, μέχρι που ένας δυνατός ήχος με απόσπασε. Σηκώνομαι κατεύθυναν και αφήνω το βιβλίο στον καναπέ. Μέχρι να πάω στην πόρτα, ακούω τον λύκο. Όμως δεν γρυλιζε, νομίζω ότι έκλαιγε ή επικαλούσε βοήθεια.Ανοίγω την πόρτα και τον βλέπω δίπλα στην πόρτα. Φαίνεται να έχει μία πληγή, κάποιο ή μάλλον οι κυνηγοί θα ευθύνονται για αυτό.

Ο Τζον γυρνάει το βλέμμα του προς εμένα. Τότε καταλαβένω ότι δεν ήταν ο Τζον, αλλά ένας τεράστιος μαύρος λύκος. Εκείνη την στιγμή, εκεί που είμαι καθήμενη, αρχίζω να σέρνομαι προς τα πίσω αλλά με πέρνει χαμπάρι, και με ένα αδύναμο άλμα εμφανίζεται μπροστά μου. Εάν οι λύκοι αισθάνονται τον φόβο τότε την έχει βάψει. Νοιώθω την καυτή ανάσα του στο πρόσωπο μου, και το βαρύ τρίχωμα του να με πιέζει στο σώμα μου.

Τότε τον κοίταξα στα μελί του χαρακτηριστικά μάτια.

-Τζον, εγώ είμαι....η Έμμα. του ψιθύρισα με όλη την δύναμη που μου είχε μείνει.

Μετά από λίγο, γύρισε και με κοίταξε, εκεί ήταν που φοβόμουν. Άρχισε να κάνει αργά βήματα προς τα πίσω μέχρι που έφτασε στην πόρτα και μπήκε στο σπίτι. Εγώ είμουν ακόμα στο πάτωμα, μέχρι τουλάχιστον να συνηδιτοποιήσω τι έγινε μόλις. Όταν σηκώνομαι, πηγαίνω κατευθείαν στο μπάνιο και πέρνω τα απαραίτητα, ξέροντας πως ο Τζον είναι πληγωμένος.

Μπαίνω μέσα στο δωμάτιο του και με κοιτάει με ένα βλέμμα λύπης αλλά και πόνου.

-Έμμα; μου λέει και με παρακολουθεί που του καθαρίζω την πληγή.
Μου την είχαν στημένη..

-...Τι έγινε; τον ρωτάω σοκαρισμένη ήδη από πρίν.

-Εμ...ο πατέρας σου, λέει με το ζόρι εξαντλημένος και συνεχίζει.
Είχαν αυτά...τα εξελιγμένα όπλα για λυκάνθρωπους που θα με σκότωναν επιτόπου, και αυτοί οι κυνηγοί με περίμεναν στο δάσος... όταν τα είδα και άρχισα να τρέχω αλλά με είδαν και έπρεπε να ξεφύγω.

-Αν γινόταν το οτιδήποτε Τζον, δεν θα το άντεχα...κλαψούρισα και ξαπλώσαμε στο κρεβάτι.

-Ξέρεις... ,μου λέει και συμπληρώνει, Είχα περισσότερο αυτοέλεγχο αυτή την φορά. Από τότε που γνώρισα...σαν να μου δίνεις δύναμη. Μου δίνεις δύναμη, όσο μου δίνεις αγάπη.

-Το γνωρίζεις ήδη ότι σ'αγαπάω... του λέω σταματώντας να σκέφτομαι τα λόγια του Φίλ.

-Και εγώ μωρό μου, και εγώ...


My WolfWhere stories live. Discover now