Chapter 6 - Παράτα με

197 33 27
                                    

-Είσαι καλά; με ρώτησε ενώ οδηγούσε προς το σπίτι του

-Μην μου πεις πως με παρακολουθείς;

-Τι ηλίθιος! Θα του σπάσω την μούρη, αν σε ξαναπειράξει.

-Τζον με δουλεύεις; Σταματά το αμάξι τώρα!!! του φώναξα.

Δεν γίνεται την μιά να μου λέει να μείνω μακριά του και την άλλη να εμφανίζεται απ' το πουθενά. Θέλω εξηγήσεις.

-Που ήξερες πως έχω πρόβλημα;

-Είχα παρκάρει κάτω και σε είδα απ' το παράθυρο.

-Άρα με παρακολουθείς;

-Εγώ δεν.... Δεν μπορώ χωρίς εσένα Έμμα, φοβάμαι μην σε ξαναχάσω. είπε ενοχικά.

-Τότε μην το κάνεις.

Μετά απο λίγο φτάσαμε σπίτι του και μπήκαμε μέσα.

-Μπορώ να μείνω εδώ απόψε; ρώτησα χωρίς σκέψη.

-Φυσικά, το ρωτάς. μου απάντησε με αυτό το χαμόγελο.

Πήρα τον Ράιαν και τον ρώτησα αν μπορούσα να κοιμηθώ στην Βίκυ (σιγά μην έλεγα στον Τζον) και με άφησε.

Ο Τζον γύρισε με το χαμόγελο μονίμως στο πρόσωπο του και μου είπε:

-Καλος άνθρωπος είναι ο πατέρας σου.

-Ναι είναι. Τώρα δουλεύει σαν κυνηγός στην υπόθεση του λύκου.

-Κάτι έχω ακούσει... είπε και κοίταξε αλλού.

Έπειτα πήγε στο δωμάτιο του και τον ακολούθησα. Ήταν απλό όπως και το υπόλοιπο σπίτι.

Ξάπλωσα και ένιωσα ανακούφιση γιατί με είχε πιάσει μια ζαλάδα. Έβγαλε την μπλούζα του και ξάπλωσε δίπλα μου.

Ακούμπησα το κεφάλι μου στα πόδια του. Με πήρε αγκαλιά και έβαλα τα χέρια μου στις γραμμώσεις των μπράτσων του.

Ήταν πολλή ζεστός αλλά δεν με ένοιαζε. Ούτως ή άλλως το παράθυρο ήταν ανοιχτό και η δροσιά απ' το δάσος έρχονταν σε μια μορφή απαλού αέρα.

Στην συνέχεια σήκωσα λίγο το κεφάλι μου και τον κοίταγα. Αυτά τα μέλι μάτια του ήταν εθισμός για 'μένα.

Έφερε το πρόσωπο του κοντά στο δικό μου και τα χείλη μας ενώθηκαν.

Με φίλησε. Τι ωραία αίσθηση....

Φιλιόμασταν σαν να το θέλαμε τόσο καιρό. Το ποσό μου έλειψε όλα αυτά τα χρόνια του το 'διξα φιλώντας τον.

Σκέφτηκα πως ήταν νωρίς για κάτι παραπάνω και σταμάτησα.

-Βγάλε τα ρούχα σου, θα σου δώσω εγώ μια μπλούζα.

Θα ξαναμείνω με τα εσώρουχα μπροστά του. Τι συνήθεια!

Γύρισα για να μην τον κοιτάω.
Έβγαλα την μπλούζα, σιγά-σιγά και το παντελόνι. Είμουν σίγουρη πως με κοίταγε και γι'αυτό είπα να τον βασανίσω βγάζοντας το σουτιέν μου.

-Έμμα, λυπήσου με... είπε γελοντας καθώς μου πέταξε μια μπλούζα.

Αργότερα ξαπλώσαμε και ένα δροσερό αεράκι ερχόταν από το παράθυρο και το μονό που ακούγονταν ήταν το κελάηδισμα των πουλιών.

Τεντώθηκα στο κρεβάτι και γύρισα πλευρό.

Αυτός κοιμόταν ακόμα με την πλάτη γυρισμένη σε εμένα. Άρχισα να τον χαϊδεύω και αυτός άρχισε να κουνιέται και γύρισε προς εμένα.

Καθώς με κοίταγε με αυτά τα μέλη μάτια του, το ένιωθα. Είμουν ερωτευμένη μαζί του και είμουν σίγουρη για αυτό.

-Καλημέρα μικρή. μου είπε με αυτήν την βαριά φωνή που με τρελαίνει.

-Πάω να φτιάξω πρωινό. είπα και πήγα να σηκωθώ.

-Περίμενε.
Μου κράτησε το χέρι και με τράβηξε πίσω στο κρεβάτι.

Μ' έφερε κοντά του και με φίλησε.

Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Άρχισα να ανοίγω διάφορα ντουλάπια.

Ανοιγω ένα και βλέπω αλυσίδες, χοντρές αλυσίδες. Τι να τις κάνει τις αλυσίδες; Τον άκουσα να έρχεται και το έκλεισα.

Έφτιαξα καφέ και κάτσαμε έξω. Συζητάγαμε για ώρες.

-Έχει περάσει η ώρα, να φεύγω.
είπα και πήγα να αλλάξω.

Όταν επέστρεψα μαζί με τα πράγματα μου του πρότεινα:

-Αύριο έχει πανσέληνο, θες να πάμε κάπου;

-Οχι δεν μπορώ. είπε θυμωμένος και σηκώθηκε.

-Καλά δεν πειράζει.

-Πρέπει να φύγεις!

-Τι; Γιατί; δεν ξέρω τι έπαθε παλι.

-Κάτι θυμήθηκα, απλά πρέπει να φύγεις, συγνώμη.

-Όχι εγώ συγνώμη!! είπα θυμωμένη και βγήκα έξω.
Αυτό ήταν! Δεν κατάλαβα πάλι με διώχνει;

- Θες να σε πάω κάπου; γύρισε και μου είπε.

Ξαφνικά η διάθεση του άλλαξε. Τι έπαθε τώρα; Δεν καταλαβενω τίποτα!

-Παράτα με Τζον!! του φώναξα και τα δάκρυα δεν άργησαν να έρθουν.

My WolfWhere stories live. Discover now