Chapter 10 - Υποσχεσαι?

164 32 21
                                    

Έφτασα στο σπίτι, ο μπαμπάς δεν έχει γυρίσει ακόμα. Σκεφτόμουν ότι επειδή ο Φίλ δεν εμπιστεύεται τον Τζον, ίσως εκείνος να τον έχει κάνει να μισεί τον εαυτό του. Με αυτή την σκέψη κοιμήθηκα.

Το φως του ήλιου με τύφλωσε και το ξυπνητήρι χτύπαγε δυνατά. Κοίταξα αμέσως το κινητό μου, μπας και μου είχε στείλει ο Τζον. Δεν μου έστειλε. Σηκώθηκα και ετοιμάστηκα με δυσκολία και πήγα στο κολλέγιο.

Το μάθημα τελείωσε και εγώ βγήκα έξω. Δεν μίλησα σε κανέναν σήμερα, ούτε καν στην Άννα ή την Βίκυ. Στο μυαλό μου είχα τον Τζον και αυτά που του είπε ο Φίλ.

-Τι λέει κουκλάρα; είπε ο Ντάνιελ και ήρθε μπροστά μου.

Ωραία...τώρα δέσαμε. Πήγα να τον σπρώξω λίγο για να περάσω αλλά με σταμάτησε με τα χέρια του. Είναι και αυτός πολύ γυμνασμένος.

-Θα κάνω πάρτι το ερχόμενο Σάββατο, ελπίζω να έρθεις εε; Φέρε και αυτόν τον ιππότη σου αν θες. Ξέρεις εσύ.

Μου είπε με ένα υφάκι. Ήθελα να του σπάσω τη μούρη, μου τι σπάει πολλή αυτός.

Μπήκα στο αυτοκίνητο μου και έφτασα σπίτι. Εκεί είδα τον πατέρα μου με ένα όπλο στο χέρι. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα.

-Τι έγινε μπαμπά, προς τι όλο αυτό; είπα για να το παίξω άνετη.

-Αχ...αυτός ο λύκος είναι πάλι. Τώρα τελευταία κάνει πολλές βόλτες εδώ κοντά. Λες και τρέχει μόνος του.

Ανέβηκα στο δωμάτιο μου και πήγα κατευθείαν στον καθρέφτη. Τα δάκρυα μου εμφανίστηκαν άμεσα. Θα με αφήσει εξαιτίας αυτού που του είπε ο Φίλ.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι με το κινητό στο χέρι μου όλο το βράδυ. Σιγά μην μου έστελνε. Δεν ξέρω τι φοβάμαι περισσότερο, ότι μπορεί να πιάσουν τον Τζον και να τον σκοτώσουν; ή ότι δεν θα τον έχω ξανά; Δεν έχω καμία όρεξη να διαβάσω.

Δεν μπορώ. Έξω έχει βραδιάσει. Πρέπει να κάνω κάτι για να κρατήσω τον Τζον κοντά μου. Κατεβαίνω βιαστικά τις σκάλες και του στέλνω:

>Έρχομαι απο 'κει<

Μπήκα στο αμάξι και καθώς οδηγούσα προς το σπίτι του Τζον τον σκεφτόμουν.

Χτύπησα την πόρτα του, μετά από λίγο ξαναχτύπησα. Επιτέλους η πόρτα άνοιξε. Ήταν με το μποξεράκι του.

-Γειά σου Έμμα, τι θέλεις εδώ τέτοια ώρα;

Μα καλά τι έπαθε.

-Μπορώ να περάσω, ήνα περιμένω έξω; του είπα ειρωνικά αφού είχα ήδη εκμευριστεί.

-Ξερεις είναι λίγο....,. δεν πρόλαβε να τελειώσει και πέρασα μέσα.

-Αντε περνά. μου είπε ενώ είχα μπει ήδη.

Προχώρησα προς το δωμάτιο του και είδα μια κοπέλα να είναι στο κρεβάτι του. Ήταν γυμνή και τυλιγμένη με ενα σεντόνι.

-Εμ... εσύ πια είσαι; μου λέει ενώ με κοίταγε απαξιωμένα.

Γυρνάω και κοιτάω τον Τζον εκνευρισμένη. Αυτός με κοιτάει με ένα βλέμμα γεμάτο ενοχή.

Αυτό ήταν. Είμουν έτοιμη να σκάσω. Τους βλέπω μια ακόμη φορά και βγαίνω γρήγορα έξω κοπανώντας την πόρτα. Ο Τζον με ακολουθεί και μου λέει το πρωτότυπο:

-Έμμα, περίμενε να σου εξηγήσω.

Δεν είπα τίποτα. Απλά γύρισα και τον κοίταξα. Έβγαλα το βραχιολάκι που μου είχε δώσει μικρός και το πέταξα κάτω.

Μπήκα στο αμάξι και άρχισα να τρέχω. Ήθελα να κλάψω αλλά έπρεπε να κάνω ένα τηλεφώνημα πρώτα...

<Μια ακόμη παρένθεση 😯>
Έχει έρθει η οικογένεια του Τζον για δείπνο. Εμείς φάγαμε και ρωτήσαμε τους γονείς μας που ακόμα κουβέντιαζαν.

-Μαμά να πάω με τον Τζον πάνω στο δωμάτιο μου; το ίδιο ρώτησε και αυτός.

-Φυσικά, πηγαίνετε. είπε η μαμά μου

-Αλλά μην αργήσετε! πετάχτηκε η Τζέσικα, η μητέρα του Τζον.

Τρέξαμε τις σκάλες, ανεβήκαμε και κάτσαμε στο κρεβάτι.

-Αυτό είναι για εσένα, ελπίζω να σου αρέσει. μου είπε ο Τζον, έτσι ντροπαλουλης ήταν πάντα.

Έβγαλε από την τσέπη του ένα κουτάκι και μου το έδωσε. Μέσα είχε ένα κοριτσίστικο βραχιολάκι.

-Είναι τέλειο! είπα αφθόρμητα απ' τον ενθουσιασμό μου.

-Καποια μέρα θα σε παντρευτώ
Έμμα. ψιθύρισε γλυκά στο αυτί μου και μου έπιασε το χέρι.

-Τότε, δεν θα το βγάλω ποτέ!

-Υποσχεσαι;

-Υπόσχομαι. είπα και του έδωσα ένα φιλάκι στο μάγουλο.

My WolfDove le storie prendono vita. Scoprilo ora