Aφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε/part1

536 110 91
                                    

΄΄Ο Παράδεισος είναι πιο ένδοξος και η Κόλαση πιο τρομερή από ό,τι η ανθρώπινη γλώσσα μπορεί να εκφράσει΄΄


Τη στιγμή που το τρένο σταμάτησε τη σιωπηλή διαδρομή του, τόσο ο Μιχαήλ, όσο και η Αντέϊρα, ένιωσαν ένα βάρος πνιγηρό να κάθεται, κατευθείαν στην καρδιά τους. Η πόρτα άνοιξε αργά και το μέρος ολόγυρα φάνηκε ολόιδιο, με εκείνο το σημείο από όπου περίμεναν λίγο πριν, το απόκοσμο βαγόνι, με την διαφορά πως ήταν παντελώς εγκαταλελειμμένο και σκοτεινό, σαν να είχαν περάσει εκατομμύρια χρόνια απουσίας του ανθρώπινου είδους. Η μυρωδιά της σκουριάς βάραινε την ατμόσφαιρα, ενώ οιμωγές, σαν αντίλαλοι, έκαναν το κορμί τους να ανατριχιάσει. Ακολούθησαν την ίδια ακριβώς διαδρομή, μέχρι το κεντρικό σημείο του σταθμού, όπου αναγράφονταν τα ξεχασμένα δρομολόγια και βρίσκονταν τα μαγαζιά και τα εστιατόρια. Ο χρόνος φαινόταν να έχει σταματήσει, ενώ οι σκιές των ανθρώπων που βάδιζαν άσκοπα τριγύρω τους, σαν στοιχειά, φαίνονταν να τους προσπερνούν αδιαφορώντας εντελώς για την ύπαρξή τους και μάλιστα μερικοί έφταναν στο σημείο να πέφτουν με βία πάνω τους, δίχως να τους ρίχνουν ούτε ένα βλέμμα. Σαν να μην τους ένοιαζε, σαν να μην υπήρχαν οι ίδιοι, σαν να αποτελούσαν μία ζωντανή παραφωνία σε έναν τόπο νεκρό. Για την ακρίβεια, έμοιαζαν περισσότερο με καταραμένα φαντάσματα, παγιδευμένα στη γη, εξαιτίας των ανειλημμένων υποχρεώσεων που δεν εκπλήρωσαν ποτέ εν ζωή.

Η Αντέϊρα, εκνευρισμένη από τη στάση και την πλήρη αδιαφορία των περαστικών, προσπάθησε να σταματήσει απεγνωσμένα κάποιον τυχαίο, μονάχα που εκείνος αποτραβήχτηκε οργισμένος, δυσανασχετώντας και αφήνοντας παράλληλα να ξεφύγουν από το στόμα του οργισμένες, άναρθρες κραυγές. Στο βάθος, φάνηκε το εστιατόριο που βρισκόταν στην κορυφή της σκάλας του σταθμού, μονάχα που τώρα έμοιαζε σαν να είχε βγει μέσα από κάποια ταινία τρόμου. Τα τραπέζια ήταν βρώμικα και τα τραπεζομάντηλα σκισμένα και λεκιασμένα, ενώ μερικές καρέκλες βρίσκονταν σκορπισμένες στο πάτωμα. Ως και τα σερβίτσια, ήταν τοποθετημένα επάνω στα αδειανά έπιπλα, καρτερώντας αιώνια τους πελάτες τους να τα αλαφρώσουν. Άξαφνα, την Αντέϊρα την κατέλαβε μία επίμονη δίψα. Πλησίασε προσεκτικά έναν σχετικά μεγάλης ηλικίας κύριο, που φαινόταν να είναι ο υπεύθυνος του μαγαζιού, ζητώντας του παρακλητικά ένα μπουκάλι νερό, μα εκείνος ρίχνοντάς της ένα αδιάφορο και ψυχρό βλέμμα, συνέχισε να στέκει ατάραχος και να κοιτά αφηρημένος το κενό. Κανένα συναίσθημα δεν σπινθήριζε. Στα μάτια του, καθώς και σε εκείνα των υπόλοιπων νεκροζώντανων τριγύρω, δεν καθρεπτιζόταν ίχνος συναισθήματος, ίχνος ζωής. Όλοι τους έμοιαζαν με άψυχες συσκευές, που απλώς έκαναν τη δουλειά τους, ζώντας ασφυκτικά σε μία ρουτίνα. Ωστόσο, ως ένα σημείο, αυτή η θλιβερή εικόνα δεν διέφερε και πολύ από την πραγματικότητα στην οποία ζούσαν.

Το Άστρο που έδυσε 1 (Tys2019 winner)Where stories live. Discover now