Και ο πόλεμος των ουρανών συνεχίστηκε, με οργή αμείωτη και η πτώση των τραυματισμένων Αγγέλων έμοιαζε με τα δάκρυα του Θεού. Ο Γαβριήλ, ο Μέγας Φύλακας της Ιερής Πόρτας, συνέχισε να πολεμά ως το τελευταίο δευτερόλεπτο για τη σωτηρία του φωτός, για τη σωτηρία του κόσμου όλου. Στο πλάι του στάθηκαν, για πρώτη φορά στην αγγελική ιστορία, οι Έκπτωτοι του Δέκατου και πιο σπουδαίου Τάγματος. Του Τάγματος ενός διάσημου Αρχαγγέλου, του οποίου η ψυχή έπρεπε πρώτα να περιπλανηθεί στα σκοτεινά μονοπάτια, για να επανέλθει στο φως.
Μολαταύτα, ο Εωσφόρος, έπρεπε να δώσει μία τελευταία και ίσως την πιο σκληρή και πιο άνιση μάχη. Τη μάχη με τη μοίρα. Την μοίρα που με μελάνι ανεξίτηλο, γράφει εν μέρει την ιστορία του καθενός μας, που είναι άτεγκτη και αμείλικτη, που δεν κάνει διαχωρισμούς. Κάθε άνθρωπος, έχει το δικό του πεπρωμένο, το ίδιο και μία ψυχή που περίμενε να πετάξει μακριά, σε ένα μικρό δωμάτιο νοσοκομείου. Μπορεί να άφηνε πίσω της για πάντα το σώμα της, ωστόσο θα κουβαλούσε τις πιο γλυκιές αναμνήσεις, για μία αιωνιότητα.
Η Γη φάνηκε από μακριά και εγώ πετούσα με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, που κόντευε να σπάσει. Από πάνω μου, η μάχη μαινόταν και ήμουν βέβαιος, πως παρά το γεγονός πως είχα απομακρυνθεί αρκετά, οι κραυγές του Γαβριήλ και του Ραφαήλ, εξακολουθούσαν να αντηχούν. Φτάνοντας πάνω από τον ουρανό του Μπρούκλιν, με την μεγαλούπολη και τους τερατώδεις ουρανοξύστες να δεσπόζουν στην απέναντι πλευρά, ο κόσμος έμοιαζε αναστατωμένος, καθώς ο αγγελικός πόλεμος για τα μάτια των ανθρώπων, είχε την μορφή της καταστροφικής καταιγίδας. Οι κεραυνοί όργωναν τον ορίζοντα, σχίζοντάς τον, οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει και παντού επικρατούσε ένα κυκλοφοριακό χάος, με κόρνες και κραυγές να μου ζαλίζουν το μυαλό.
Όταν πια εισήλθα στο εσωτερικό του νοσοκομείου, κατάλαβα πως κυριολεκτικά όλα τα βλέμματα, ήταν καρφωμένα επάνω μου. Αρχικά ένιωσα άβολα, εξαιτίας της συνήθειας αιώνων, πως για να με κοιτάζουν τόσο έντονα και δίχως ίχνος διακριτικότητας, πιθανότατα έβλεπαν μπροστά τους κάτι το τερατώδες. Εντούτοις, για πρώτη φορά συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Όταν στάθηκα μπροστά από τον καθρέπτη που έντυνε όλες τις μεριές του ανελκυστήρα, αντίκρισα το λαμπερό και υπέροχο πρόσωπο ενός νεαρού, να μου ανταποδίδει τη ματιά. Είχε πλούσια, κατάξανθα μαλλιά, έντονα χείλη και σχετικά ψηλό και γεροδεμένο ανάστημα. Για πρώτη μου φορά, είχα επιλέξει να φορέσω ένα ολόλευκο πουκάμισο και ένα ανοιχτό μπεζ παντελόνι. Τα σκούρα χρώματα με είχαν κουράσει και ένιωθα πως δεν είχαν πλέον θέση, ούτε επάνω μου, αλλά ούτε και μέσα μου. Ήταν καιρός να ρίξω φως στη ζωή μου και ας κρατούσε μονάχα για λίγες ώρες. Μου ήταν αρκετό.
YOU ARE READING
Το Άστρο που έδυσε 1 (Tys2019 winner)
ParanormalΠαγιδευμένο ανάμεσα στην Κόλαση και τον Παράδεισο, το Άστρο της Αυγής, θα βρεθεί μπροστά σε μία τεράστια δοκιμασία. Θα κατορθώσει να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος του αγγελικού κόσμου ή τελικά θα ενδώσει στα συναισθήματά του, ακολουθώντας έναν πρωτόγνω...