ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Έστρεψα για τελευταία φορά το βλέμμα μου στον ουρανό. Δεν ήξερα πόσα εκατομμύρια χρόνια ή και αιώνες είχα να κάνω αυτήν την κίνηση. Να κοιτάξω ψηλά. Ο ορίζοντας είχε χλομιάσει, σαν να του είχαν αφαιρέσει βίαια όλα τα χρώματα. Περπάτησα μέσα στη μεγαλούπολη, έχοντας κρύψει την εμφάνισή μου από τους θνητούς. Για λίγο έμεινα να τους παρατηρώ, αθέατος, την κάθε τους κίνηση, τις εκφράσεις του προσώπου τους. Οι περισσότεροι ήταν σκυθρωποί και έμοιαζαν χαμένοι στα προβλήματα της καθημερινότητας. Τελικά, ίσως και να ζούσαν κατά βάθος την δική τους προσωπική, μικρή Κόλαση. Σε κάθε μου βήμα, ο άνεμος που περνούσε ανάμεσα από τα ψηλά κτίρια, δυνάμωνε και βούιζε απειλητικά. Σαν να προμήνυε κάτι μεγάλο, μα διόλου χαρούμενο. Κοντοστάθηκα σε ένα ισόγειο διαμέρισμα, προσπαθώντας να χαζέψω τα νέα στην επίπεδη αυτή οθόνη. Τα μάτια μου στένεψαν, καθώς γίνονταν συνεχείς αναφορές για εξαφανίσεις θνητών και μία ανεξιχνίαστη δολοφονία κοντά στο Σέντραλ Παρκ. Φυσικά και δεν είχαν βρεθεί δαχτυλικά αποτυπώματα ή ίχνη DNA του δράστη, αφού ο δράστης ήταν ασώματος και αθάνατος και μουλωχτό φίδι κολοβό. Έσφιξα τα χέρια μου, στη σκέψη και μόνο της όψης του Ασμοδαίου και των άλλων τριών δολοφόνων. Έπρεπε να μπει ένα τέλος άμεσα και ο Παράδεισος με καρτερούσε.
΄΄Και ο Γαβριήλ σε καρτερά με την χατζάρα να κρέμεται΄΄ ψιθύρισε η φωνούλα μεθυσμένη με σαδιστική ευτυχία.
Δίχως να γίνω αντιληπτός, προχώρησα βαθιά στο Σέντραλ Παρκ και άνοιξα τα μαύρα μου φτερά, σκίζοντας τον αέρα. Αιωρήθηκα για λίγο και κατόπιν ξεκίνησα να ανεβαίνω ψηλά. Τα υγρά σύννεφα μαστίγωσαν το πρόσωπό μου και η ατμόσφαιρα ξεκίνησε να γίνεται ολοένα και ψυχρότερη, ασφυκτικότερη. Φυσικά αυτό διόλου με ενοχλούσε, καθώς δεν μπορούσα να νιώσω τις θερμοκρασιακές αλλαγές. Τα κυανά μου μάτια φωτίζονταν από την έντονη λάμψη του ήλιου και ο τόπος γύρω μου, έμοιαζε με μία απέραντη, σιωπηλή, κυανή έκταση. Ο αέρας εδώ ήταν αλλιώτικος και στο βάθος του ορίζοντα, αχνοφαινόταν μία μικρή λάμψη. Στη θέα της, μου κόπηκε η ανάσα. Μπροστά μου έκαναν την εμφάνισή τους, οι χρυσοποίκιλτες Πύλες του Πατέρα, που αιώνες πριν διάβηκα για τελευταία φορά, με κατεύθυνση την έξοδο. Τότε, που είχα αποφασίσει πως η δική μου προσωπική λάμψη, μπορούσε να υφίσταται, δίχως Εκείνον, πως δεν είμαι δικό Του κτίσμα, αλλά αυτόφωτος. Προχώρησα αργά, μία μαύρη και απόκοσμη φιγούρα, παράταιρη της επικρατούσας τελειότητας και έφτασα μπροστά στις Πύλες, όπου με περίμενε μία δυσάρεστη έκπληξη.
YOU ARE READING
Το Άστρο που έδυσε 1 (Tys2019 winner)
ParanormalΠαγιδευμένο ανάμεσα στην Κόλαση και τον Παράδεισο, το Άστρο της Αυγής, θα βρεθεί μπροστά σε μία τεράστια δοκιμασία. Θα κατορθώσει να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος του αγγελικού κόσμου ή τελικά θα ενδώσει στα συναισθήματά του, ακολουθώντας έναν πρωτόγνω...