Έκλεισα βιαστικά την πόρτα πίσω μου, εμποδίζοντας την βροχή να μπει μέσα. Όχι πως θα μπορούσε πράγματι να μπει, αλλά η κίνηση αυτή με έκανε να νιώθω πιο ασγαλής. Σαν να ήταν προγραμματισμένο, το κινητό μου άρχισε να χτυπά αμέσως μόλις άφησα τα βρεγμένα μου τακούνια στην γωνία που σχημάτιζε η πόρτα με τον τοίχο του διαδρόμου. Με την σκέψη πως θα μπορούσε να μου τηλεφωνεί ο Χάρρυ, έψαξα ανυπόμονα μέσα στην τσάντα μου, ψαχουλεύοντας ανάμεσα στα περιεχόμενά της. Αναγνώρισα το αντικείμενο που ήταν το τηλέφωνό μου, και το τράβηξα έξω, χωρίς να κοιτάξω την οθόνη. "Χάρρυ εσύ?" "Μα καλά, δεν μ'εχεις αποθηκευμένο? Με προσβάλεις αυτή τη στιγμή!" "Χαχα, όχι βέβαια! Απλώς μόλις μπήκα στο σπίτι άρχισε να χτυπά το τηλέφωνο, οπότε δεν είχα χρόνο να κοιτάξω ποιος είναι" "Εντάξει, εντάξει! Μην απολογείσαι, σε συγχωρώ. Θα μου ανοίξεις τώρα?" "Τι εννοείς να σου ανοιξω?" "Η αλήθεια είναι πως σε πήρα από πίσω". Δεν είπα τίποτα, αφήνοντάς τον να τελειώσει ένα από τα πρόστυχά του αστεία. "Καλά, τελοσπάντων, βρίσκομαι μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματός σου μικρή" Χαμογέλασα ανεπαίσθητα στα λόγια του. "Άντε μπες μέσα ρε" είπα κα΄θως κινήθηκα προς την πόρτα για να την ανοίξω, κλείνοντας το τηλέφωνο. Τα μαλλιά του ήταν βρεγμένα, απόδειξη πως δεν έκανε τον κόπο να πάρει ομπρέλα μαζι του. Μου γέλασε αμέσως μόλις άνοιξα την πόρτα, αλλά αντί να με αγκαλιάσει όπως έκανε συνήθως, κατέβασε το πρόσωπό του σε ένδειξη λύπης και μου μίλησε. " "Μπες μέσα ρε" ? Σοβαρά, μπορώ να ανεχτώ τα πάντα, αλλά όχι το "ρε" ". "Μα εσύ το λες συνέχεια!" Αντέκρουσα εκνευρισμένη. "Άλλο εγώ κι άλλο εσύ." "Γιατί εγώ τι ει΄μαι? Καμιά κατωτερη?" "Συνήθως ναι". Από το χαμόγελό του, αναγνώρισα πως επρόκειτο για κάποιο ακόμη από τα αστεία του, οπότε το συνέχισα. " Τι θες να πεις? Είμαι πιο ψηλή από σένα!" " Α-α! Δεν είσαι! Φοράς τακούνια" Είπε τραβώντας με μακριά και μην επιτρέποντάς μου να φορέσω πάλι τα τακολυνια μου, για να συγκρίνουμε τα ύψη μας. συνέχισε να κρατά τους καρπούς μου στα χέρια του,΄ενώ με τα βήματά του μ'έσπρωχνε προς την κουζίνα. Κατάφερε να με κολλήσει στην γωνία του πάγκου και περνώντας τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου, ακόμη σφιγμένα μέσα στα δικά του, έσκασε ένα λαμπερό χαμόγελο και με ρώτησε, σαν να ήταν μόλις 7 χρονών. " Θέλεις να δουμε την Πεντάμοργη και το Τέρας?" Είπε μην χάνοντας το χαμόγελό του. Πραγματικά, πως να του πει κανείς "όχι", όταν σε κοιτάζει μ'αυτό το αξιολάτρευτο βλέμμα? "Θα πάρει λίγη ώρα μέχρι να κατέβει η ταινιά" Του ανακοίνωσα, και μετακινήθηκα μακριά από την αγκαλιά του. "Θα σε περίμενα για πάντα" Είπε προσπαθώντας να γαντζωθεί από την μέση μου, αλλά δεν τα κατάφερε. "Πολύ γρήγορη για σένα?" Είπα με πολύ αυτάρεσκο τόνο. "Υποθέτω πως ναι" με κοίταξε και γέλασε, καθώς ερχόταν να καθίσει μαζί μου στον καναπέ.