Κεφάλαιο 1ο.

100 19 0
                                    


Με λένε Λουίζα Βασιλείου οι φίλοι με φωνάζουν Λούις το οποίο μου αρέσει περισσότερο. Ζω στην Αθήνα στο Περιστέρι με τους γονείς μου.
Είμαι 20 χρονών και πριν δύο χρόνια περίπου τελείωσα το σχολείο,έδωσα πανελλήνιες δε πέρασα δυστυχώς και έχω πιάσει δουλειά σε μία καφετέρια εδώ στο Περιστέρι.
Τα λεφτά είναι λίγα αλλά και τι να κάνω;Πρέπει να βγάζω τουλάχιστον κάποια μικρά μου έξοδα όπως τα τσιγάρα μου τα ρούχα μου κλπ.

Εντάξει,δεν λέω..Με βοηθάνε και οι γονείς μου αλλά ντρέπομαι να ζητάω συνέχεια λεφτά από αυτούς..Ο μπαμπάς μου είναι εδώ και δύο χρόνια άνεργος και η μαμά καθαρίζει σπίτια .Ο μπαμπάς μου ήταν συγγραφέας όχι και πολύ γνωστός αλλά πολύ καλός στην δουλειά του,επίσης έχω και μία μικρή αδερφή 13 χρονών και την λένε Εβελίνα.
Η οικογένεια μου είναι το παν για μένα τους λατρεύω και δεν θα δεχόμουν από κανέναν να πει κάτι γι'αυτούς.


''Λούις έλα να δεις!Ο Noah.''Φωνάζει η μικρή μου αδερφή η οποία κάθεται στο μικρό μας σαλόνι και βλέπει παιδικά στη τηλεόραση.Κάθομαι δίπλα της και παρατηρώ στην τηλεόραση.
''Εδώ είναι πολύ μικρός.''Της λέω.
''Λες εδώ να είναι στην ηλικία μου;''Με ρωτάει.
''Μπορεί ρε Έβε αφού παίζει στην σειρά Όστιν και 'Αλι''
Σηκώνομαι από τον καναπέ και πηγαίνω στο δωμάτιο μου.Σήμερα είναι Κυριακή και δεν δουλεύω ευτυχώς αλλά ούτε και αύριο.
Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου βάζω ακουστικά και μπαίνω στο ίνστα στο προφίλ του Noah Centineo,κοιτάζω τις φωτογραφίες του για χιλιοστή φορά και το χαμόγελο δεν φεύγει από το πρόσωπο μου.Είναι τόσο όμορφος και γλυκός.Θα ήταν το όνειρο μου να τον γνωρίσω.
Πόσα χρήματα θα χρειαζόταν να μαζέψω για να πάω Los Angeles;
''ΛΟΥΙΣΣΣ!''Ακούω τον πατέρα μου να με φωνάζει,ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα.
''Τι έγινε;''Τον ρωτάω .
''Θέλεις να πάμε μία βόλτα;''Με ρωτάει.
''Πως σου ήρθε αυτό;Έχουμε να πάμε μόνοι μας βόλτα από τότε που ήμουν 10 χρονών.''Του λέω και γελάει.
''Περίμενα να περάσουν 10 χρόνια η επόμενη βόλτα θα γίνει όταν γίνεις 30.''Λέει και γελάω.
''Εντάξει,πάμε!''Του λέω και εκείνος με αγκαλιάζει.
''Μόνο που αυτή την φορά θα είναι και η αδερφή σου μαζί''Λέει ενώ βγαίνει από το δωμάτιο μου.


Όταν φτάσαμε στην καφετερία εκείνος φαινόταν πολύ σκεπτικός σαν κάτι να ήθελε να μας πει.
''Λούις κοίτααααα''Φωνάζει η αδερφή μου μέσα στο αφτί μου.Φέρνει το κινητό της μπροστά στο πρόσωπο μου και μου δείχνει τον Noah να τρώει πρωινό στο σπίτι του.
''Εντάξει λογικό να τρώει τέτοια ώρα πρωινό.''Λέω και πίνω μία γουλιά από την ζεστή μου σοκολάτα.
''6 η ώρα το απόγευμα το θεωρείς λογικό;''Μου φωνάζει.
''Μ'αφού εκεί πάνε 10 ώρες πίσω Έβεεε!Εκεί είναι 8 η ώρα ακόμα το πρωί!''της λέω και αυτή ανοίγει το στόμα της διάπλατα.
''Για τι πράγμα μιλάτε ρε κορίτσια;''Ρωτάει ο πατέρας μας.
''Για τον Noah Centineo ρε μπαμπά!Αμάν πια!Δεν ξέρεις τον Noah;''Τον μαλώνει λες και ο μπαμπάς μου ασχολείται θα με τους έφηβους ηθοποιούς της γενιάς μας όλη μέρα σαν εμένα και την Έβε.
''Σταμάτα ρε Έβε.''Λέω και ο πατέρας μου με κοιτάει στα μάτια με απορία.
''Την λες και ερωτευμένη μαζί του.''Του λέω και εκείνη με σκουντάει.
''Ναι,ενώ εσύ...καθόλου!''Μου λέει η αδερφή μου και την αγριοκοιτάζω.
''Σου αρέσει και εσένα έτσι;''Με ρωτάει ο πατέρας μου και τον κοιτάζω κάπως αμήχανα.
''Ρε μπαμπά είναι ένας έφηβος ηθοποιός της Αμερικής..ούτε ξέρει ότι υπάρχω.''Λέω και εκείνος χαμογελάει.
''Τι;''Tον ρωτάω.
''Τίποτα!Ήπιατε τις σοκολάτες σας;''μας ρωτάει.
''Τι;Θα φύγουμε;''Ρωτάει η αδερφή μου.
''Ναι, έχει πάει 7 και μισή θα έχει γυρίσει και η μαμά σου από την δουλειά.''της λέει και εκείνη σκύβει το κεφάλι της.
''Δεν πειράζει θα υπάρξει κι'άλλη φορά!''της λέει και εκείνη συμφωνεί μαζί του.Σηκωνόμαστε από το τραπέζι και φεύγουμε.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι ήταν εκεί και η μαμά πολύ κουρασμένη να ξαπλώνει στον καναπέ και να βλέπει τηλεόραση.
''Καλώς τους..''μας λέει με όση δύναμη έχει και εμείς τρέχουμε και την αγκαλιάζουμε.Μετά πήγα στο δωμάτιο μου και ξάπλωσα πάλι.
''Λούις να μπω;''Ρωτάει η μικρή μου αδερφή και της απαντάω να μπει γιατί αλλιώς θα μου σπάσει τα νεύρα.
''Να ξαπλώσω δίπλα σου;''Με ρωτάει και στριφογυρίζω τα μάτια μου.Χωρίς καν να απαντήσω ξαπλώνει δίπλα μου.
''Πάνε κλείσε την πόρτα!''της λέω και μόλις πάει να σηκωθεί ακούω τους γονείς μου να μιλάνε για κάτι.Σηκώνομαι και πηγαίνω να κρυφακούσω.
''Δεν γίνεται άλλο Μιχάλη..δεν γίνεται με ένα μισθό ο οποίος είναι πολύ λίγος''Λέει η μητέρα μου στον πατέρα μου αγανακτησμένη.
''Το ξέρεις ότι προσπάθησα πολλές φορές να βρω κάτι για να βγάλω και εγώ χρήματα.''της λέει ο πατέρα μου και αυτή ξεφυσάει.
''Εκείνη η δουλειά που βρήκες στη California δεν την σκέφτηκες καθόλου;''Τον ρωτάει.
''Το σκέφτηκα..δεν μπορώ να σας αφήσω εδώ μόνους.''της απαντάει εκείνος.
Όπα κάτσεεε...ΕΊΠΕ ΚΑΛΙΦΌΡΝΙΑ;
''Σου είπα να πάρεις τα κορίτσια και να πας.Εγώ δεν μπορώ να φύγω από την δουλειά τώρα γιατί αν πάει κάτι στραβά δεν θα έχω ούτε εγώ δουλειά.''Του λέει και εκείνος ξεφυσάει.
''Εντάξει..απλά άσε με να το σκεφτώ λίγο ακόμα.''της λέει και εγώ κοντεύω να πάθω ανακοπή.Μπαίνω στο δωμάτιο μου βιαστικά κλείνω την πόρτα και κοιτάω με γουρλωμένα μάτια την Έβε.
''Τι έπαθες;''Με ρωτάει τρομαγμένη.
''Άμα σου πω..θα πεθάνεις!''της λέω και εκείνη τρομάζει ακόμη παρά πάνω.

When the universe conspiresWhere stories live. Discover now