15.

743 99 7
                                    

ΚΡΙΣ

Black velvet. Το μαγαζί που ξεκινήσαμε να κάνουμε τις πρώτες μας εμφανίσεις. Το μαγαζί όπου το γκρουπ σχηματίστηκε. Μερική γεύση παρανομίας αρωματισμένη με τις γλυκιές αναμνήσεις των πρώιμων χρόνων της γνωριμίας μας ήταν διάχυτα στην ατμόσφαιρα. Το σκοτάδι ήταν κυρίαρχο. Η σκηνή μικρή. Πίσω της ο τοίχος ήταν σκεπασμένος με ένα μαύρο βελούδινο ύφασμα δίνοντας ένα τόνο διαφορετικότητας στο μαγαζί συνδυασμένο με μια πιο ροκ εμφάνιση. Όπως ακριβώς ήταν και η αρχή μας. Πιο ροκ. Πιο επαναστατική από την κατάληξη μας που πλέον αποδιδόταν ως πιο εμπορική ποπ. Σήκωσα το μπουκάλι της μπίρας από τον πάγκο και προχώρησα ανάμεσα στα σώματα που λικνίζονταν. Έφτασα στην γωνία που βρισκόταν η υπόλοιπη παρέα. Η Τζούλια σήμερα είχε μια επαγγελματική υποχρέωση έτσι είχαμε μείνει μόνο οι πέντε μας. Οι ίδιοι πέντε που είχαμε περάσει τόσο καιρό σε αυτό το μέρος προσπαθώντας να χτίσουμε μια καριέρα ή απλώς κάνοντας αυτό που γουστάραμε τότε.

«Johnny» φώναξα πάνω από την μουσική που ακουγόταν και αγκάλιασα τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού. Είχε καταλήξει να είναι κάτι σαν πατέρας όλων μας συμπεριλαμβανομένου και του γκρουπ. Εκείνος χαμογέλασε φιλώντας τον καθένα μας ξεχωριστά.

«Χρόνια και ζαμάνια» είπε και έκανε νόημα στο μπαρ να φτιάξει σφηνάκια και να σερβιριστούν στην παρέα των έξι που βρισκόμασταν λιγάκι απόμερα αν και κανένας από τους παρευρισκόμενους δεν ενδιαφερόταν για τα μέλη ενός ποπ συγκροτήματος.

«Θα τραγουδήσετε; Ξέρεις από τα πρώτα τραγούδια σας...» έκλεισα τα μάτια μου και θυμήθηκα μια εποχή που ήταν ένα κράμα επανάστασης συνδυασμένη με αγώνα για υπερίσχυση και ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες που μας οδήγησαν στο να είμαστε πλέον στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης των συγκροτημάτων της εποχής μας.

«Σου χαλάμε ποτέ χατίρι;» ρώτησα και έκανα νόημα στους υπόλοιπους να ανέβουμε στην πίστα. Το συναίσθημα ήταν ίδιο με τότε. Ξαφνικά σαν να μην είχα φύγει ποτέ από εκείνη τη θέση ένιωσα ξανά 16 χρονών... η μουσική ξεκίνησε. Τα φώτα εστίασαν πάνω μας. Οι θαμώνες του μαγαζιού μας κοίταξαν αναμένοντας να ακούσουν τι θα παίζαμε.... Και τότε για κάποιον ανεξήγητο λόγο το βλέμμα μου εστίασε στο πίσω μέρος του χώρου του μαγαζιού. Η πόρτα άνοιξε. Το τελευταίο φως της ημέρας που έφευγε πέρασε μέσα φωτίζοντας το καστανόξανθο κεφάλι μιας κοπέλας. Φορούσε γυαλιά ηλίου. Και που να με πάρει ο διάολος ήταν ολόιδια με την Κλειώ...

ΟΧΙ! ΙΣΩΣ? ΝΑΙ! (vol.1)Where stories live. Discover now