44.

447 71 8
                                    

ΚΡΙΣ

Άνοιξα την πόρτα του τζιπ που βρισκόταν παρκαρισμένο μπροστά από το σπίτι και μπήκα μέσα φουριόζος. Η πόρτα δεν πρόλαβε να κλείσει πίσω μου καθώς ένα χέρι την εμπόδισε. Ο Μάρκο στάθηκε απέναντι μου κοιτάζοντας με αυστηρά.

«Ίσως θα ήταν καλύτερα να μην οδηγήσεις. Σε αυτή την κατάσταση...» σκέφτηκα για μια στιγμή τα λόγια του και καθώς εικόνες από το παρελθόν εμφανίστηκαν μπροστά μου βγήκα απρόθυμα από την θέση του οδηγού και τρύπωσα στην διπλανή. Εκείνος πέρασε στην πρότερη μου θέση και η Κλαρίσσα βρέθηκε στα πίσω καθίσματα. Ένα γνώριμο ιταλικό τραγούδι ξεκίνησε να ακούγεται την στιγμή που η μηχανή άναψε. Από τον καθρέφτη κοίταξα το φωτισμένο σπίτι να χάνεται πίσω μας καθώς το σκοτάδι απλωνόταν όλο και περισσότερο γύρω μας. Και εκείνη είχε παραμείνει εκεί. Μαζί με τους φίλους της. Μαζί με εκείνον που την διεκδικούσε όσο καιρό ήμουν μακριά της. Εκείνον που είχε καταφέρει να σταθεί δίπλα της σαν φίλος. Ίσως και σαν κάτι περισσότερο όλο αυτό το διάστημα. Του χάριζε απλόχερα το χαμόγελο της, γελούσε με τα αστεία του, μοιράζονταν μια απεχθή οικειότητα, την άγγιζε όποτε επιθυμούσε και το κυριότερο όλων κανείς δεν θα θεωρούσε λάθος μια σχέση μεταξύ των δύο τους. Κανείς δεν θα τους κοίταζε σαν να είχαν κάνει το πιο ειδεχθές έγκλημα. Να ερωτευτούν.

Μα εκείνο που γνώριζα πως πόναγε περισσότερο ήταν εκείνη. Ποτέ δεν είχε τολμήσει να με διεκδικήσει. Να παλέψει για εμένα. Για αυτό που υπήρχε μεταξύ μας. Κάθε γαμημένη φορά κατέθετε τα όπλα και παραδινόταν στις συνθήκες που στέκονταν εμπόδιο. Κάθε φορά. Και αυτό είχε ξεκινήσει σιγά σιγά να με οδηγεί στην παραίτηση, αφού το μοναδικό που επιθυμούσα αυτή την στιγμή ήταν να εξαφανιστώ από την ζωή της. Να γίνω αόρατος και να χαθώ σε κάποια γωνιά αυτού του κόσμου μακριά από εκείνη και τα φώτα της δημοσιότητας.

Καθώς πλησιάζαμε στην Σιένα ο φωτισμός του δρόμου αυξανόταν. Η φασαρία από τουρίστες που είχαν ξεκινήσει σιγά σιγά να επιστρέφουν στα ξενοδοχεία τους για να απολαύσουν μερικές ώρες ύπνου πριν ξεχυθούν ξανά στους μεσαιωνικούς δρόμους της πόλης αντηχούσε στα αυτιά μου πονοκεφαλιάζοντας με. Έτσι δεν μπόρεσα παρά να αφήσω έναν βαθύ αναστεναγμό τη στιγμή που το αμάξι σταμάτησε μπροστά από το οικογενειακό οίκημα που θα περνούσα την νύχτα, στο κέντρο της πόλης. Καληνύχτισα την Κλαρίσσα και τον Μάρκο και πετάχτηκα έξω από το αμάξι. Πέρασα στην εσωτερική αυλή και εν συνεχεία ανέβηκα τις σκάλες όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα στο σκοτεινό διαμέρισμα. Η μυρωδιά του δεν ήταν οικεία. Ούτε οι χώροι που με περιέβαλλαν. Ωστόσο με μεγάλη προσπάθεια κατάφερα να καταλήξω στον καναπέ του σαλονιού που είχε θέα την άδεια πλέον πλατεία της Σιένα όπου διεξαγόταν εδώ και αιώνες το Πάλιο. Έμεινα στην ίδια θέση ώρα πολύ. Δεν ήξερα για την ακρίβεια πόσα λεπτά ή ώρες είχαν περάσει όταν η εξώπορτα χτύπησε. Αναστέναξα αναρωτώμενος ποιος θα μπορούσε να με επισκεπτόταν αυτή την ώρα αλλά με μερικά μεγάλα βήματα βρέθηκα ευθείς αμέσως πίσω από την πόρτα. Την άνοιξα βιαστικά και βρέθηκα αντιμέτωπος με τον απρόσμενο καλεσμένο.

ΟΧΙ! ΙΣΩΣ? ΝΑΙ! (vol.1)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora