24.

790 98 3
                                    

ΚΡΙΣ

Την κοίταξα να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Την ακολούθησα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Από την άλλη άκρη ο ουρανός είχε ξεκινήσει να παίρνει ένα κοκκινωπό χρώμα καθώς ο ήλιος θα έπαιρνε την θέση του στον ορίζοντα. Την πλησίασα νιώθοντας την καρδιά μου να τρέμει. Τα βήματα μου ήταν αργά. Εκείνη δεν γύρισε προς το μέρος μου. Απλώς παρέμεινε παγωμένη σε εκείνη την θέση να κοιτάζει τον φωτισμένο Παρθενώνα πάνω στον λόφο και από κάτω τα φώτα της Αθήνας που δεν έλεγε να ησυχάσει. Μια πόλη τόσο ζωντανή όσο και η κοπέλα μπροστά μου.

Έχωσα το χέρι μου στην τσέπη μου και έβγαλε το μενταγιόν της όπου το όνομα της ήταν γραμμένο πάνω σε αυτό. Το είχα στα χέρια μου σχεδόν 8 μήνες κοιτάζοντας το κάθε μέρα. Υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου εκείνη την νύχτα. Εκείνη την κοπέλα. Το όνειρο.

Με τα χέρια μου τράβηξα το δερμάτινο μωβ μπουφάν που φορούσε και το άφησα να πέσει στο πάτωμα. Εκείνη έγειρε το κεφάλι της στο πλάι αφήνοντας τα μαλλιά της να πέσουν προς την ίδια πλευρά απελευθερώνοντας τον λαιμό της στο αντίθετο σημείο. Τα δάχτυλα μου χάιδεψαν εκείνο το ευαίσθητο σημείο. Εκείνη απελευθέρωσε από τα χείλη της έναν αναστεναγμό παρασύροντας κάθε συναίσθημα που είχε γεννηθεί μέσα μου εξαιτίας της να έρθει στην επιφάνεια κατακλύζοντας ολάκερο το είναι μου. Κάθε κύτταρο του κορμιού μου επιζητούσε εκείνη την επαφή. Κάθε πόρος της ύπαρξης μου ένιωθε να ασφυκτιά μέχρι τη στιγμή που θα την φιλούσα.

Το μενταγιόν της βρισκόταν ακόμη σφηνωμένο στα χέρια μου. Το έφερα στο σωστό σημείο πάνω στο λαιμό της και το κούμπωσα. Το χέρι μου τότε πέρασε γύρω από την μέση της και τα χείλη μου ακούμπησαν πάνω στον ώμο της δημιουργώντας ένα υγρό μονοπάτι που κατευθυνόταν προς τον λαιμό της. Και τότε την έστρεψα προς το μέρος μου. Αναζήτησα το βλέμμα της με το δικό μου. Την ένιωσα να αναρριγεί κάτω από το άγγιγμα μου. Κάτω από την επίδραση που είχε το βλέμμα μου στο δικό της. Εκείνη τότε μετακινήθηκε προς το μέρος μου μειώνοντας την μηδαμινή απόσταση που υπήρχε μεταξύ μας. Σταμάτησε εκατοστά μακριά μου περιμένοντας να την φιλήσω. Με κοίταζε και την κοίταζα. Ο καθένας από τους δύο μας παρατηρούσε κάθε μικρή λεπτομέρεια που υπήρχε στα χαρακτηριστικά του άλλου προσπαθώντας ίσως με αυτόν τον τρόπο να την απομνημονεύσει.

«Μου έλειψες» είπε διστακτικά και έκανε την καρδιά μου να φτερουγίσει αφού γνώριζα τι κρυβόταν πίσω από εκείνα τα λόγια. Ένας αγωνιώδης έρωτας, ίδιος με τον δικό μου για να συναντήσει ο ένας τον άλλον ξανά.

ΟΧΙ! ΙΣΩΣ? ΝΑΙ! (vol.1)Où les histoires vivent. Découvrez maintenant