19.

690 94 5
                                    

ΚΛΕΙΩ

«ok» είπε ο Θέμης τακτοποιώντας το λάπτοπ μπροστά του. Σήμερα ήταν η πρώτη του μέρα στο σπίτι και όντας Σάββατο είχα έρθει από νωρίς για να το περάσουμε μαζί. Η μητέρα του κάθε τόσο έμπαινε στο δωμάτιο του για να βεβαιωθεί ότι ο μοναχογιός της ήταν καλά φέρνοντας μαζί της και από διάφορα σνακ.

«Βλέπουμε Σαμπρίνα και φυσικά δεν θα αναφέρω το προφανές...» είπε αδιάφορα φτιάχνοντας το μαξιλάρι του.

«Το οποίο είναι;» ρώτησα γνωρίζοντας ότι έπεφτα στην παγίδα του.

«Το ότι έχει συμβεί κάτι που δεν θέλεις να συζητήσουμε;» κοίταξα έξω από το παράθυρο του. Είχε πια σκοτεινιάσει. Ο αέρας λυσσομανούσε. Και η μέρα που είχε περάσει ήταν μια από τις πιο παγωμένες του Φεβρουαρίου. Ευτυχώς είχαν μείνει λίγες ακόμη μέρες για να μπει η Άνοιξη. Και με αυτές τις σκέψεις περίπου έστρεψα την προσοχή μου στον φίλο μου. Ήμουν έτοιμη μάλιστα να του απαντήσω όταν κάτι ανάμεσα μας δονήθηκε. Σήκωσα το κινητό μου κοιτάζοντας στην οθόνη. Δύο αναπάντητες κλήσεις από τον Ντάνιελ. Πράγμα που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Θέμη. Ξεφύσησα νευριασμένη που ο κολλητός μου μπορούσε να με καταλάβει καλύτερα από ότι εγώ η ίδια τον εαυτό μου.

                                                             **

Σήμερα η μέρα ήταν καλή. Όχι, όχι. Σήμερα η μέρα ήταν υπέροχη. Εδώ και μια εβδομάδα ο Θέμης είχε ξυπνήσει και σε λίγες μέρες θα επέστρεφε στο σπίτι. Στο διαγώνισμα των Μαθηματικών έσκισα και οι πρόβες μου στο πιάνο για το πτυχίο πήγαιναν εκπληκτικά. Ένιωθα πως όλα επιτέλους είχαν πάρει μια σωστή πορεία. Φόρεσα το μπουφάν μου και πήρα την τσάντα μου τοποθετώντας την στην πλάτη μου. Ύψωσα την κουκούλα του φούτερ μου αφού τα μαλλιά μου ήταν βρεγμένα από το μπάνιο που έκανα στα αποδυτήρια και βγήκα από το κλειστό γήπεδο μπάσκετ της ομάδας όπου πριν από λίγο είχαμε προπόνηση. Με έκπληξη μου διαπίστωσα ότι στο πάρκινγκ με περίμενε ο Ντάνιελ. Είχαν περάσει αρκετές μέρες από την τελευταία φορά που είχα να τον δω με αποτέλεσμα ένα τεράστιο χαμόγελο να υψωθεί στα χείλη μου.

«Που χάθηκες ξένε;» τον ρώτησα αφού τον αγκάλιασα και τον χαιρέτησα φιλώντας τον σταυρωτά. Η έκφραση του φαινόταν λιγάκι περίεργη.

«Ήθελα να σου μιλήσω μέρες τώρα αλλά ένιωθα πως χρειαζόσουν χρόνο. Ειδικά με όλα όσα συνέβαιναν εκείνη την περίοδο με τον Θέμη...» τον κοίταξα τρομαγμένη.

ΟΧΙ! ΙΣΩΣ? ΝΑΙ! (vol.1)Where stories live. Discover now