30.

597 86 5
                                    

ΚΛΕΙΩ

Ένιωθα τα μάτια μου πρησμένα. Ένιωθα το κεφάλι μου να πονά. Ο λαιμός μου ήταν βραχνός. Και ένας κεραυνός έσκισε τον ουρανό στον ορίζοντα. Άνοιξα τα μάτια μου ακούγοντας το ροχαλητό του Θέμη δίπλα μου. Στο ταβάνι του δωματίου μου, ακριβώς πάνω από το κρεβάτι μου βρισκόταν κολλημένη μια αφίσα, η οποία στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα διαφορετικό από την φωτογραφία του Κρις αγκαλιά με εμένα από το πρώτο βράδυ του ταξιδιού μας στο Παρίσι. Βρισκόμασταν αγκαλιασμένοι πάνω στο ποταμόπλοιο έπειτα από το ρομαντικό μας δείπνο. Σήκωσα το φρύδι μου αναρωτώμενη πότε τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία δίχως να το καταλάβω. Και το σημαντικότερο όλων ποιος την κρέμασε σε αυτό το σημείο; Και έπειτα εκείνος ο πόνος στην καρδιά επανήλθε. Καθώς άνοιξα τα μάτια μου και για μονάχα ένα δευτερόλεπτο είχα ξεχάσει ότι τα όνειρα μου είχαν μετατραπεί σε στάχτες, καθώς τα λεπτά περνούσαν οι αναμνήσεις κατέκλυσαν το μυαλό μου και η θλίψη επανήλθε.

«Μου την έστειλε όσο βρισκόσασταν στην Γαλλία και μου ζήτησε να την κρεμάσω σε αυτό το σημείο για να είναι το πρώτο πράγμα που θα βλέπεις όταν ξυπνάς και το τελευταίο πριν κοιμηθείς...» ο Θέμης με κοιτούσε με μάτια θλιμμένα. Ίσως φοβόταν ακόμη μια έκρηξη θυμού και στην συνέχεια ατελείωτα κλάματα που θα διαρκούσαν για περισσότερο χρόνο από όσο θα μπορούσε να διαχειριστεί. Αλλά καταλάβετε με και εσείς. Μόλις είχα ανακαλύψει ότι είχα χάσει τον έρωτα της ζωής μου για τώρα και για πάντα...

«Κατέβασε την, κάψε την, κατέστρεψε την. Δεν θέλω να την δω ξανά» σχολίασα και σηκώθηκα όρθια συγκρατώντας κάθε ίχνος συναισθήματος που είχε γεννηθεί μέσα μου ξανά από μια μονάχα εικόνα που βρέθηκε μπροστά μου. Μια φωτογραφία που με απεικόνιζε περισσότερο ευτυχισμένη από όσο είχα υπάρξει εδώ και πολύ καιρό.

Έμεινα ώρα πολλή κάτω από το καυτό νερό. Προσπάθησα να μην σκέφτομαι όμως αυτό ήταν το μοναδικό που μπορούσα να κάνω. Να σκέφτομαι ξανά και ξανά όλα όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες μέρες. Προσπαθούσα να βρω ένα στοιχείο που μου θα μπορούσε να μου φανερώσει από πριν τα λάθη που είχα κάνει. Όμως ήταν μάταιος κόπος. Τίποτα δεν φαινόταν να μπορεί να με οδηγήσει στη γνώση της καταστροφής που επήλθε.

«Χρόνια Πολλά» φώναξε ο μικρός αδερφός μου και έτρεξε στην αγκαλιά μου καθώς μπήκα στην κουζίνα. Η μητέρα μου κρατούσε μια τούρτα και ο Μάικλ βρισκόταν δίπλα της χαμογελώντας πλατιά. Προσποιήθηκα την αγουροξυπνημένη και χαμογέλασα όσο πιο αληθινά μπορούσα για τα δεδομένα εκείνης της ημέρας. Ο Θέμης τους απέσπασε την προσοχή με κάποιο ανόητο αστείο. Έπειτα η μητέρα μου και ο πατριός μου με αγκάλιασαν σφιχτά και με φίλησαν πριν καθίσουμε όλοι μας για ένα χαλαρό οικογενειακό πρωινό.

ΟΧΙ! ΙΣΩΣ? ΝΑΙ! (vol.1)Where stories live. Discover now