33.

567 83 3
                                    

ΚΡΙΣ

Ησυχία. Όλοι είχαν πια αποκοιμηθεί στο σπίτι. Φύσηξα τον καπνό που βρισκόταν μέσα μου και έσβησα το τσιγάρο στο τασάκι δίπλα μου. Σηκώθηκα από το κρεβάτι αισθανόμενος στο σώμα μου ρίγη. Γνώριζα πως στο διπλανό δωμάτιο βρισκόταν η Κλειώ και αυτό δεν με άφηνε να βρεθώ σε ησυχία. Άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου και πραγματοποίησα τα βήματα που με χώριζαν από εκείνη όσο πιο ήρεμα μπορούσα. Δεν χτύπησα την πόρτα της γνωρίζοντας πως θα μου αρνιόταν την είσοδο. Πέρασα στο εσωτερικό του δωματίου ψάχνοντας την στο κρεβάτι της κοιμισμένη. Εκείνη όμως στεκόταν ακουμπισμένη στα κάγκελα του μπαλκονιού της αγναντεύοντας το ολόγιομο φεγγάρι. Δεν με είχε ακούσει. Μάλλον. Το φως από το ουράνιο σώμα έπεφτε στα μαλλιά της δίνοντας τους μια όψη μαγική. Φαίνονταν χρυσά ταιριάζοντας απόλυτα με το φόντο του Παρισιού και το ηλιοκαμένο σώμα της από τον καλοκαιρινό ήλιο.

«Σε περίμενα» είπε καθώς πάτησα το πόδι μου στο μπαλκονάκι της. Σταμάτησα μερικά εκατοστά δίπλα της προσέχοντας να μην την ακουμπήσω, όσο διαολεμένα πολύ και αν το ήθελα. Κρατούσε στα χέρια της ένα κολονάτο ποτήρι μισοάδειο πλέον από το λευκό κρασί που έπινε. Έστρεψε το βλέμμα της ξαφνικά προς το μέρος μου απλώνοντας την μαγεία των ματιών της πάνω μου. Ξάφνου ένιωσα την καρδιά μου να σταματάει. Ένιωσα να επανέρχομαι στην ζωή ξανά έπειτα από καιρό. Πολύ καιρό... Και το μοναδικό που μπόρεσα να κάνω είναι να την κοιτάζω εκστασιασμένος στην πλάνη τούτης της βραδιάς.

«Δεν μπορούσα να μην έρθω» ψέλλισα και συνέχισα να την κοιτάζω. Συνέχισα να χάνομαι σε τούτο το όνειρο που είχε αποδειχθεί πιο δυνατό από όσο είχα πιστέψει εκείνη την μέρα που την αντίκρισα για πρώτη φορά.

«Τι κάνεις;» με ρώτησε και αισθάνθηκα τη φωνή της το ενδιαφέρον. Την στοργή που είχα νιώσει τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν πριν οι δρόμοι μας χωριστούν από εκείνο το αποτρόπαιο ψέμα.

«Τώρα που σε βρήκα... Υπέροχα» εκείνη γέλασε ψεύτικα. Ένιωσα το σβέρκο μου να μυρμηγκιάζει και τρόμος να συσσωρεύεται μέσα μου. Με είχε ξεπεράσει λοιπόν; Δεν ήμουν τίποτα περισσότερο από τον θετό αδερφό της και μια ανάμνηση που θα είχε να διηγείται στο μέλλον;

«Τι κάνει η Κίρστεν; Το μωρό σας;» ένιωσα σαν να μου καρφώθηκε κάποιο μαχαίρι στην καρδιά. Γνώριζα από τον Θέμη πως πάντα σταματούσε τις συζητήσεις που ξεκινούσαν με το όνομα μου... όμως πως ήταν δυνατόν να μην γνώριζε; Πως μπορούσε να μην είχε ενδιαφερθεί τόσο καιρό να μάθει τι είχε συμβεί στη ζωή μου;

ΟΧΙ! ΙΣΩΣ? ΝΑΙ! (vol.1)Where stories live. Discover now