41.

569 71 2
                                    

ΚΛΕΙΩ

Ένιωθα τα χέρια μου να τρέμουν. Δεν ήξερα που πήγαινα και ένιωθα τα πόδια μου να πονάνε. Η καρδιά μου χτυπούσε σε ταχύτατους ρυθμούς και ήθελα... Βασικά δεν γνώριζα ούτε η ίδια τι ήθελα να κάνω αυτή τη στιγμή. Ίσως να χωθώ σε μια γωνία και να κλάψω μέχρι να στερέψουν τα δάκρυα μου. Ή ίσως να πάω σε κάποιο μέρος του πλανήτη που κανείς δεν γνώριζε πως προφερόταν η ονομασία του και που κανείς δεν ήξερε πώς να βρει. Θα έμενα εκεί για το υπόλοιπο της ζωής μου ή μέχρι να μπορούσε να διαγραφεί το όνομα του Κρις από την μνήμη μου. Ο άνθρωπος αναμφίβολα έπασχε από κάποια ψυχική ασθένεια και χρειαζόταν βοήθεια ή απλά ήθελε όλη την ώρα η προσοχή μου να είναι στραμμένη πάνω του. Δεν με άφηνε να κάνω βήμα μακριά του και να γλυτώσω. Απλά με τραβούσε ξανά πίσω στην άβυσσο του.

«Κλειώ» ο Μάρκο βρέθηκε μπροστά μου και σύντομα συνειδητοποίησα πως είχα φτάσει έξω από εκείνο το καφέ που είχε ξεκινήσει όλη την αλυσιδωτή αντίδραση που έφτανε στην συνειδητοποίηση πως έπρεπε με κάποιον τρόπο αφήσω τον Κρις στο παρελθόν μου. Πολύ μυστήριο για τα γούστα μου. Πολύ πολύπλοκος για τον χαρακτήρα μου. Πολύ κατεστραμμένος.

«Που είναι ο Κρις;» ο Μάρκο έμοιαζε να είναι αρκετά τρομαγμένος με το σκηνικό, του οποίου έγινε μάρτυρας πριν από αρκετή ώρα.

«Σε ένα σπίτι που ανήκει στην οικογένεια του; Σας;» τα λόγια μου βγήκαν περισσότερο σαν ερώτηση παρά σαν κατάφαση.

«Στο μουσείο της κοντράτα;» ρώτησε ξανά εκείνος. Αναστέναξα.

«Σε ποιο;»

«Είδες πουθενά το σήμα της κουκουβάγιας;» φαίνεται πως η τρέλα ήταν οικογενειακή.

«Δεν ξέρω και δεν με νοιάζει. Θέλω να φύγω τώρα αμέσως από αυτό το μέρος» σχεδόν ούρλιαζα. Περαστικοί μας κοιτούσαν σαν να ήμασταν κάποιο αξιοθέατο. Ίσως βέβαια και να είχαμε γίνει.

«Σου μίλησε;» τον κοίταξα προσπαθώντας να ηρεμήσω. Θα μου έλεγε και εκείνος άραγε την ίδια ιστορία; Ότι ο Τζοβάνι, ο τύπος που γνώρισα πριν στο καφέ ήταν ο δολοφόνος του παππού του;

«Αν ήξερες τον Κρις τόσο καλά όσο ισχυρίζεσαι θα ήξερες και την απάντηση» είπα απλά. Εκείνος έκανε μια γκριμάτσα σαν να μην πίστευε τα λεγόμενα μου. Και έπειτα έπιασε το χέρι μου στρέφοντας με προς την κατεύθυνση, από την οποία είχα έρθει.

«Δεν θέλω να επιστρέψω ξανά σε εκείνο το μέρος» διαμαρτυρήθηκα.

«Μπορείς να μείνεις στο αμάξι τότε» απάντησε εκείνος και τράβηξα απότομα το χέρι μου από το δικό του συνεχίζοντας ωστόσο να τον ακολουθάω.

ΟΧΙ! ΙΣΩΣ? ΝΑΙ! (vol.1)Where stories live. Discover now