43

485 66 5
                                    

ΚΛΕΙΩ

Προσπαθούσα εδώ και μέρες να ζωγραφίσω. Επιθυμούσα να χαθώ στον ήχο που αφήνει το μολύβι πάνω στο λευκό χαρτί και στην ηρεμία του τοπίου που υπήρχε γύρω μου. Μακριά από την βοή της πόλης και των σκέψεων μου. Όμως κάθε φορά η εικόνα του Κρις ερχόταν στο μυαλό μου. Και μαζί με αυτή η συνειδητοποίηση πως δεν θα μπορούσα ποτέ να τον ξεπεράσω όσο και αν προσπαθούσα. Και ίσως θα έπρεπε να ορθώσω το ανάστημα μου και να τον διεκδικήσω όπως είχε κάνει εκείνος τόσες και τόσες φορές. Όμως πάντα κάτι με σταματούσε. Όχι ακριβώς η συμπεριφορά του, αν και είχε ψυχρανθεί απότομα, ούτε η παρουσία της Κλαρίσσας σε καθημερινή βάση στο σπίτι, αλλά η δειλία μου και οι συνέπειες που θα επέρχονταν αυτής της απόφασης.

Σηκώθηκα από το τοιχάκι πάνω στο οποίο βρισκόμουν καθισμένη, χαμένη σε ένα μέρος αρκετά μακριά από τον αμπελώνα και το σπίτι. Με αργά βήματα και κρατώντας το μπλοκ μου στο χέρι ξεκίνησα την επιστροφή μου στο σπίτι. Άλλωστε σε λίγο θα σκοτείνιαζε αρκετά και η οικογένεια θα με περίμενε για το δείπνο. Οικογένεια. Πόσο περίεργο ακουγόταν; Μια ολόκληρη καινούρια οικογένεια, μέσα στην οποία είχα ξεκινήσει να προσαρμόζομαι και γιατί όχι να συνηθίζω. Έπειτα από τα χρόνια που είχα περάσει μακριά από τον πατέρα μου και την αίσθηση εγκατάλειψης μας από εκείνον μπορούσα πλέον να γεφυρώσω αυτό το χάσμα και να επιστρέψουν όλα στο πως ήταν πριν το διαζύγιο του με την μητέρα μου. Και αυτό ήταν ένα όνειρο που κυνηγούσα χρόνια πολλά. Πως μπορούσα λοιπόν τώρα να σταθώ εγώ η ίδια εμπόδιο στην σχέση με τον ίδιο μου τον πατέρα; Πως θα μπορούσα να είμαι σίγουρη ότι ακόμη και αν διακινδύνευα αυτή τη σχέση ο Κρις θα συνέχιζε να είναι δίπλα μου και δεν θα με άφηνε στο παρελθόν όπως τόσες και τόσες γυναίκες πριν από εμένα; Άραγε σε πόσες είχε πει τα ίδια λόγια; Σε πόσες είχε υποσχεθεί αιώνια αγάπη; Άλλωστε ήταν ο Κρις Τάιλερ. Είχε πάντοτε ότι επιθυμούσε, όποτε το επιθυμούσε...

Και όμως η καρδιά μου μόνο αυτό δεν πίστευε. Μου φώναζε πως όλοι αυτοί οι ανόητοι φόβοι ήταν μονάχα εμπόδια. Και εγώ καλούμουν να αποφασίσω...

Το σπίτι ήταν φωτισμένο. Η ατμόσφαιρα εορταστική. Ιταλική μουσική ακουγόταν κάπου στο βάθος. Φωνές, γέλια και πειράγματα έφτασαν στα αυτιά μου. Πέρασα πλάι από το σπίτι και έφτασα στο πίσω μέρος του, στην αυλή όπου ήταν όλοι συγκεντρωμένοι. Ο πατέρας μου έπαιζε με τα δίδυμα. Η Έλοντι τους κοίταζε καθισμένη στο τραπέζι πίνοντας από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Η Κλαρίσσα και ο Μάρκο συζητούσαν όρθιοι. Και ο Κρις; Πέρα μακριά. Καθόταν μόνος του με την πλάτη στραμμένη σε εμάς κοιτάζοντας προς την υπερηψωμένη πόλη του San Gimignano. Η πρώτη μου σκέψη όπως και κάθε άλλη φορά άλλωστε ήταν να τον πλησιάσω. Να καθίσω δίπλα του αμίλητη αγγίζοντας τον ελάχιστα και να περιμένω ήρεμα να μιλήσει εκείνος. Να πει τι ήταν εκείνο που τον είχε κάνει να κλειστεί στον εαυτό του. Όμως δεν το έκανα.

ΟΧΙ! ΙΣΩΣ? ΝΑΙ! (vol.1)Where stories live. Discover now