Η Ελένη στεκόταν στη πόρτα και κοίταζε κατά πρόσωπο την Νόρα.. Φαινόταν όπως πάντα αψεγάδιαστη με ένα υφασμάτινο παντελόνι στο χρώμα της άμμου και ένα άσπρο πουκάμισο. Φαινόταν πιο νέα και φρέσκια από την ηλικία της. Κρατούσε ένα ποτήρι κρασί και ήταν παράξενο πόσο παράταιρη έμοιαζε μέσα στο παλιό σπίτι με τα καλυμμένα έπιπλα, τα αμπαρωμένα παράθυρα και τη σκονισμένη ατμόσφαιρα. Θύμιζε περισσότερο κάποια πλούσια σύζυγο που υποδεχόταν τους καλεσμένους της σε μια χαρούμενη γιορτή.
"Τι ηλίθιος..Έφυγε και σε άφησε εδώ έξω... Για όνομα του Θεού... Πως στο καλό θα σε κουβαλήσω τώρα..."η φωνή της ήταν ελαφρώς ενοχλημένη σαν να την ξεβόλευαν από μια ευχάριστη κατάσταση.
Έφυγε από το κατώφλι και όταν επέστρεψε δεν κρατούσε πια το ποτήρι της.
Την έπιασε από τις μασχάλες και σιγά σιγά την έσυρε προς τα μέσα καθώς η Νόρα έβγαζε άναρθρους ήχους από την πίεση του κορμιού της στο σκληρό δάπεδο.
Τελικά όταν κατάφερε να την μεταφέρει μέχρι την είσοδο του σαλονιού, την παράτησε εκεί και σκούπισε με ένα μαντηλάκι το πρόσωπο της.
"Χάλια έγινα και το πουκάμισο είναι πανάκριβο... Οι λεκέδες από ιδρώτα θα το καταστρέψουν.." γκρινιαξε κακομαθημένα και η Νόρα είχε μείνει να παρατηρεί αυτή τη διεστραμμένη γυναίκα που ήταν μητέρα της.
Την παρατηρούσε καθώς ταχτοποιούσε τα ρούχα της και απόρησε πως μπορούσε να στέκεται εκεί και να παραληρεί για το πουκάμισο της ενώ η ίδια της η κόρη ήταν δίπλα της σχεδόν, δεμένη και φιμωμένη στο πάτωμα.
Τα μάτια της Νόρας γέμισαν δάκρυα. Έκλαιγε που βρισκόταν μόνη με την Ελένη στον ίδιο χώρο, έκλαιγε που είχε πιστέψει κάποτε πως θα αποκτούσε και πάλι μια μητέρα και κυρίως έκλαιγε γιατί μέσα της της υπήρχαν και τα γονίδια αυτής της γυναίκας.
Η Ελένη δε φάνηκε να δίνει σημασία στη Νόρα και το ξέσπασμα της. Έκλεισε την πόρτα της εισόδου και πήρε πάλι το ποτήρι της.
"Συγγνώμη για το σύρσιμο. Ο ηλίθιος έπρεπε να σε είχε φέρει μέχρι μέσα" εξήγησε καθώς ερχόταν προς το μέρος της.
"Λοιπόν δε θα συνεννοηθούμε έτσι. Άκου να δεις τι θα γίνει. Θα σου λύσω τα πόδια και θα σου βγάλω αυτή τη αηδία από το στόμα γιατί δε μπορώ να συζητάω μαζί σου σε αυτά τα χάλια "είπε ξινισμένα και έκανε μεταβολή.
Κλείδωσε τη πόρτα και έβαλε το κλειδί στη τσέπη της. Έπειτα έλυσε προσεχτικά το σχοινί στα πόδια της Νόρας και τέλος της έβγαλε το πανί από το στόμα.
" Πολύ καλύτερα τώρα.. Αλλά μη διανοηθείς τώρα να αρχίσεις τις τρεχάλες. Το σπίτι είναι μεγάλο και εγώ δεν έχω καμία όρεξη να σε κυνηγάω... Κάθισε" της είπε και της υπέδειξε που έπρεπε να κάτσει.
Η Νόρα παραδόξως δεν είχε καμία διάθεση να φύγει τη δεδομένη στιγμή. Ήθελε να ακούσει τι είχε να της πει. Ήθελε να δει για ποιον λόγο είχε γίνει όλη αυτή η κινηματογραφική απαγωγή της και κυρίως ήθελε να μάθει που στο καλό βρισκόταν η Ευρυδίκη. Ο Σ. είχε ξεκάθαρα μιλήσει για την Ευρυδίκη και δε φαινόταν να ξέρει τίποτα για τη παρουσία της Ελένης. Άρα η Ευρυδίκη θα πρέπει να είναι βρίσκεται κάπου εκεί ή να εμφανιστεί από στιγμή σε στιγμή.
Η Νόρα σηκώθηκε και έκατσε στον καναπέ που που ήταν καλυμμένος με το σκονισμένο πλαστικό κάλυμμα.
Η Ελένη αντίθετα καθόταν σε μια πολυθρόνα η οποία γυάλιζε από τη καθαριότητα και δεν είχε πια το κάλυμμα της.
"Που βρήκες τα κλειδιά;" ήταν η πρώτη ερώτηση που βγήκε αυθόρμητα από το στόμα της Νόρας. Το ήξερε πως ήταν μια ανόητη λεπτομέρεια και πως υπήρχαν πιο ουσιώδεις ερωτήσεις να γίνουν αλλά πραγματικά προσπαθούσε να καταλάβει αν έφταιγε η ίδια για το θέμα των κλειδιών.
" Αυτό βρήκες να ρωτήσεις;" την ρώτησε η Ελένη και την κοίταξε σαν να την θεωρούσε πιο εξυπνη και την είχε απογοητεύσει.
"Καλώς, θα σου πω.. Στο κάτω κάτω σήμερα θα κάνουμε το ξεκαθάρισμα μας.." η φωνή της ήταν διαφορετική από αυτήν που είχε γνωρίσει μέχρι τώρα στις συναντήσεις τους. Υπήρχε κάτι αδίστακτο και κυνικό στον τόνο της που δεν το αναγνώριζε.
"Είχα αντικλείδι. Τόσο απλό.. Όταν είχα επισκεφτεί τη μάνα μου μια φορά, είχα την Ευρυδίκη μαζί μου. Βούτηξα το κλειδί, της το έδωσα και την έστειλα να το δώσει για να φτιάξουν αντικλείδι. Στη μάνα μου βέβαια βέβαια είχα πει πως κάτι ξέχασε στο σπίτι της και πετάχτηκε να το πάρει... Μετά από λίγη ώρα μου τα έφερε πίσω και ούτε γάτα ούτε ούτε ζημιά όπως καταλαβαίνεις.."
" Και τι χρειαζόσουν το αντικλείδι δε καταλαβαίνω..Ειδικά τότε που ζούσε η γιαγιά... " η Νόρα προσπαθούσε να εξηγήσει τα ανεξήγητα.
" Δεν είναι δουλειά σου αυτό. Το θέμα είναι πως έχω αντικλείδι. Αυτό με ρώτησες και σου απάντησα... "της απάντησε κοφτά και η Νόρα σκέφτηκε πως κάτι κρυβόταν πίσω από τη διάθεση της να σταματήσει τη συζήτηση για το αντικλείδι εκεί, σε ένα ασφαλές σημείο.
" Και τώρα η βασική ερώτηση... Τι κάνω εδώ; Τι κάνω εδώ έτσι, λες και με έπιασε η μαφία και με έφεραν στο νονό της φαμίλιας; Αν ήθελες να μου μιλήσεις μπορούσες απλά να μου ζητήσεις να βρεθούμε. Δε θα ενθουσιάζουν αλλά θα ερχόμουν..." η Νόρα παράτησε το πρόσωπο της καθώς φάνηκε σαν να αμφιταλαντεύεται προτού απαντήσει.
" Ας πούμε πως ήταν ένα άλλο είδους συζήτησης. Πιο ιγκόγκνιτο... Να τα πούμε εδώ που ξεκίνησαν όλα, εδώ που έζησε η οικογένεια μας.. Το βρίσκω λίγο ποιητικό όλο αυτό.. Ξέρεις σαν παλιά κατάρα που δε μας αφήνει να ησυχάσουμε ποτέ... Όπως δεν μπορώ να ησυχάσω εγώ και ο Δημήτρης ή εσύ και ο Μάνος" το βλέμμα της ήταν αφηρημένο καθώς ξεστόμιζε αυτά τα λόγια.
" Ο Μάνος και εγώ δεν ησυχάζουμε γιατί πολύ απλά υπάρχεις εσύ και η Ευρυδίκη και μας ανακατεύετε συνέχεια. Αφήστε μας επιτέλους να ζήσουμε ήσυχα, έχουμε περάσει αρκετά. Και ειλικρινά δε κατάλαβα γιατί όλο αυτό σήμερα. Τι θέλετε από εμένα;" ύψωσε τη φωνή της η Νόρα και κοίταξε την Ελένη κατάματα.
" θα καταλάβεις όταν έρθει η ώρα γλυκιά μου! Κοίταξε να δεις, το ξέρω πως είμαι μάνα σου αλλά ας μη κοροιδευόμαστε. Δε θες μια μάνα σας εμένα. Επίσης κι εγώ δε θέλω μια κόρη. Γενικά. Δεν είμαι των παιδιών. Ίσως δεν είμαι καν των ανθρώπων. Με κουράζουν οι ανθρώπινες σχέσεις, προτιμώ να παίρνω αλλά οι άλλοι ζητούν συνέχεια ξανά και ξανά και σου ρουφάνε το μεδούλι. Όχι δε το θέλω αυτό για μένα. Εγώ θέλω να περνάω καλά, όχι να τρέχω πίσω από άντρες, κουτσούβελα και μιζέριες" της εξηγήσε με ψυχρή φωνή σαν να δίδασκε ένα μάθημα για τη ζωή.
" Τότε εμένα τι με ήθελες; Τι ήθελες και τον πατέρα μου; Γιατί χρειαζόταν να τον μπλέξεις στη ζωή σου και να κάνετε κι εμένα;Τι νομίζεις πως είναι τα παιδιά; Τίποτα αγριολούλουδα που φυτρώνουν και μετά μεγαλώνουν μόνα τους; "της αντιγύρισε η Νόρα αλλά η Ελένη φάνηκε και πάλι ετοιμόλογη.
" Το πατέρα σου τον χρησιμοποίησα εντάξει, ας μη κοροιδευόμαστε και μεταξύ μας. Έφυγα από αυτό το νησί, με είχε διώξει η σκύλα η μάνα μου και χρειαζόμουν κάποιον. Ο Αντρέας ήταν καλός, σοβαρός άνθρωπος. Όταν βλέπω το καλό το αναγνωρίζω. Αλλά μερικές φορές δε μπορώ να το αντέξω, θέλω να το διαλύσω. Με κουράζει η τόση καλοσύνη, η τόση τελειότητα ... Όσο για σένα... Ας πούμε πως σε έκανα για χάρη του Αντρέα. Ούτε κι εγώ η ίδια μπορώ να εξηγήσω τι στο καλό σκέφτηκα αλλά ήμουν ένα νεαρό κορίτσι και έκανα και απερίσκεπτα πράγματα. Το μετάνιωσα εκατό φορές όταν πλέον γεννήθηκες και είδα πως ο Ανδρέας σε κοίταγε με ένα ύφος λες και ήσουν ζαχαρωτό. Ήξερα πως τον είχα δέσει περισσότερο πάνω μου και αυτός ήταν ένας καλός λόγος για να το μετανιώσω "
" Πως μπορείς να είσαι τόσο... Τόσο... "η Νόρα δε μπορούσε να βρει τη σωστή λέξη. Ήθελε να ορμήξει σε αυτή τη γυναίκα που είχε εκμεταλλευτεί τον πατέρα της και είχε κάνει τόσο κακό και στην ίδια.
" Τόσο; Έλα τώρα Νόρα, δεν το εκτιμάς που μιλάμε ξεκάθαρα... Τόσες μέρες που το παίζω μανούλα, μου ερχόταν να κάνω εμετό από την τόση γλύκα... Τουλάχιστον τώρα με βλέπεις στα αληθινά μου και ξέρεις με τι έχεις να κάνεις..."
"Έτσι κι αλλιώς δεν είχα σκοπό να ξαναγίνουμε μανούλα με κόρη. Θα έφευγα με τον Μάνο και θα σας αφήνα στην ησυχία σας. Οπότε τζάμπα όλη η αυτή η δήθεν ειλικρίνεια.. Αν βέβαια η απανθρωπιά λέγεται ειλικρίνεια... "η Νόρα έφτυσε σχεδόν τις τελευταίες λέξεις σαν να έφτυνε δηλητήριο. Ήθελε να φύγει από αυτό το σπίτι. Ήθελε να μη ξαναδεί στα μάτια της την Ελένη.
" Βαρετή και ανόητη όπως ο Αντρέας... Το ίδιο κεφάλι... Αλλά το κακό είναι πως έρχονται σε εσάς τα λεφτά... Δε μπορείς να φανταστείς πόσο θυμωμένη είμαι.. Ήμουν και είμαι έξυπνη, όμορφη και αρκετά πονηρή νομίζω για να μπορέσω να χειριστώ τα χρήματα με τον καλύτερο τρόπο αλλά αυτά είναι σαν να γλιστρούν συνεχώς από τα χέρια μου. Όλοι οι ανόητοι στη δική μου ιστορία έχουν τα λεφτα.Ο πατέρας σου, εσύ, η Φαίδρα η νεκρή σύζυγος του Δημήτρη... Μόνο η Μάνα μου ξέφυγε από το μοτίβο αλλά αυτή ήταν σαν εμένα και δε μπορούσα να τη χειριστώ... Ήλπιζα στον Αντρέα αλλά εκείνος μάλλον ξύπνησε αφότου τον άφησα... Έπειτα όμως πίστεψα πως η μάνα μου θα μου αφήσει τη κληρονομιά.. Και πάλι όχι.. Η τύχη γέλαγε μπροστά στα μούτρα μου. Και μετά ήσουν εσύ... Σε χρειαζόμουν γιατί είσαι η τελευταία μου ελπίδα.. "
" Είπα στον Μάνο πως μπορώ να δανείσω τα λεφτά στον Δημήτρη για την υποθήκη... Εκείνος δε θέλει. Δε μπορώ να κάνω κάτι άλλο Ελένη.. Ούτε φταίω εγώ αν η γιαγιά τα άφησε σε μένα... Ούτε καν την γνώριζα, δε μπορείς να με κατηγορήσεις πως έκανα κάτι για να πάρω αυτά τα λεφτά.. "
" Όχι δε θέλω μονο λεφτά για την υποθήκη... τα θέλω όλα " της απάντησε η Ελένη και ήπιε άλλη μια γουλιά από το κρασί της..."
Ολα; Η Νόρα ξεροκατάπιε και προσπάθησε να σκεφτεί που μπορεί να τις οδηγήσει αυτό το βράδυ.Καλησπέρα! 🌹 Ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο. Τώρα που σχεδόν φτάσαμε στο τέλος, πραγματικά ανυπομονώ για τις αντιδράσεις σας. Επίσης να πω πως φτάσαμε σχεδόν τις 6000 σε σχεδόν 2 μήνες οπότε σας ευχαριστώωωω πολύ!! Μέχρι το επόμενο, φιλάκια και καλό διάβασμα 📖)
VOUS LISEZ
Αγάπης πόλεμος
ChickLitΗ Νόρα ταξιδεύει στο μαγικό νησί της Σύρου έχοντας μια πληγή στη καρδιά, τον Μάνο. Ένα ταξίδι που ξεκινάει σαν μια οικογενειακή επανένωση, σύντομα θα καταλήξει σε ένα αίνιγμα στο κέντρο του οποίου θα βρεθεί η ερωτευμένη Νόρα.