Επιστροφή

2.3K 205 18
                                    

Σήκωσε το κεφάλι της και προσπάθησε να καταλάβει που βρισκόταν.
Το δωμάτιο δε φωτιζόταν, τα παντζούρια ήταν κλειστά και εκείνη είχε ξυπνήσει μετά από έναν πολύωρο, ανακουφιστικό ύπνο.
Το ταξίδι ήταν ένας εφιάλτης κυρίως γιατί ένιωθε πως όσο απομακρυνόταν από τη Σύρο, άφηνε πίσω της μια ανοιχτή πληγή που θα χρειαζόταν να επιστρέψει για να την κλείσει.
  Προσπάθησε ξανά να θυμηθεί που ήταν και άρχισαν να έρχονται στο μυαλό της οι εξελίξεις της προηγούμενης ημέρας. Ήταν χτες σωστά; Η μήπως είχε κοιμηθεί παραπάνω; Ήταν πολύ μπερδεμένη. Έψαξε στα τύφλα το κινητό της δίπλα της και όντως στο χαμηλό κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι, το ψηλάφησε.
Η οθόνη του έλεγε πως κοιμόταν περίπου δώδεκα ώρες. Ήταν μεσάνυχτα και είχε φτάσει στην Αθήνα το πρωί γύρω στις 10.Είχε πάρει το πρώτο αεροπλάνο για Αθήνα αφού πρώτα έκανε check out χωρίς να το ξέρει κανείς.
Μάζεψε τα πράγματα της, πλήρωσε το ξενοδοχείο πρωί πρωί και έφυγε πανικόβλητη.
Όσα είχε μάθει χτες από τον Μάνο την είχαν σοκάρει ανεπανόρθωτα. Η πιθανότητα - σχεδόν βεβαιότητα - πως ήταν αδέρφια, το γεγονός πως η μητέρα της δεν της είχε πει τίποτα σχετικά με αυτή της την παρέμβαση και δεν της είπε τίποτα ούτε καν όταν βρέθηκαν στη Σύρα αλλά και όσα της αποκάλυψε ο Μάνος σχετικά με τα μηνύματα μεταξύ της Ευρυδίκης και της μητέρας της, θα μπορούσαν να διαλύσουν και τον πιο δυνατό άνθρωπο. Η Νόρα ήταν όμως μια νεαρή γυναίκα βαθιά πληγωμένη που έμοιαζε άτρωτη αλλά δεν είχε τα ψυχικά αποθέματα να πολεμήσει όλα αυτά τα βέλη μίσους και συνωμοσίας. Τουλάχιστον όχι όλα μαζί. Χρειαζόταν ανασύνταξη και αυτό θα της το πρόσφερε μόνο η απομάκρυνση από το νησί.
Το ταξίδι της φάνηκε αιώνας αλλά όταν τελικά πάτησε το πόδι της στη γη της Αττικής, ένιωσε πως είχε επιτέλους φύγει έστω και για λίγο μακριά από κάθε τοξικότητα.
Το σπίτι της της φάνηκε μια αγκαλιά που μπορούσε να δοθεί ολοκληρωτικά, να κλάψει και να θρηνήσει για όλα όσα ήλπιζε, ένιωσε και τελικά χάθηκαν.
Γιατί είχαν σβήσει όλα... Το κορίτσι που κάποτε είχε αγαπήσει αθώα τον Μάνο, το κορίτσι που έκλαψε όταν η μητέρα του δε γύρισε σπίτι, η γυναίκα που έχασε τον πατέρα της ενώ τον χρειαζόταν τόσο. Και τέλος είχε χαθεί για πάντα η ελπίδα της πως θα μπορούσε να βρεθεί και πάλι με τη μητέρα της και ίσως να μπορέσει να πάρει αυτήν την αγάπη που είχε στερηθεί ως παιδί.
Αργά ή γρήγορα όλα αυτά θα τα συνειδητοποιούσε και θα μπορούσε με μεγαλύτερη ψυχραιμία να προχωρήσει.
Όμως αυτό που προηγούνταν ήταν ένα πρώτο βήμα για να δει αν ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής της υπήρξε ψέμα ή αν τελικά είχε χάσει τον Μάνο χωρίς να μπορεί ακόμη να καταλάβει το γιατί.
Το τηλέφωνο της χτύπησε καθώς το κρατούσε στα χέρια της και το όνομα του Μάνου φώτισε το σκοτεινό δωμάτιο.
"Μάνο;" είχε πάψει πια να τον μισεί, να τον κατηγορεί για όσα ένιωσε αυτά τα τέσσερα χρόνια.
Ήταν παράξενο να είναι ελεύθερη από αυτό το βάναυσο συναίσθημα που το είχε συντροφιά τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
"Που είσαι; Σε ψάχνω στο ξενοδοχείο και μου είπαν πως έφυγες" ακουγόταν αγχωμένος. Τον φαντάστηκε άυπνο, με τα γλυκά του μάτια κουρασμένα και ένιωσε για αυτόν μια στοργή που είχε χρόνια να νιώσει.
Στη σκέψη πως ίσως να ήταν αδέρφια, η καρδιά της βούλιαξε και ένιωσε πως ήθελε να κλείσει το ακουστικό.
Συγκράτησε την ενστικτώδη αυτή αντίδραση και συνέχισε να του μιλάει πιέζοντας τον εαυτό της.
"Έφυγα Μάνο. Το ξέρεις πως έπρεπε να φύγω από το νησί. Να μπορέσω να σκεφτώ όλα αυτά που έγιναν. Η αλήθεια είναι πως το ένα είναι χειρότερο από το άλλο και πρέπει να τα βάλω σε μια τάξη"
"Μου είπες πως θα το συζητήσουμε. Πως θα το περνούσαμε μαζί. Και τώρα έφυγες από εδώ για να μείνεις μόνη σου; Τι στο καλό σκεφτόσουν; "
" Εγώ σε αντίθεση με σένα, σκέφτομαι τρόπους για να λύσω αυτό το μυστήριο. Δεν το έσκασα απλά για να κρυφτώ όπως έκανες εσύ. Εγώ θα βρω απάντηση στο θέμα και όταν θα ξέρω, θα επιστρέψω για να κλείσω τις υποθέσεις μου " του εξήγησε και ακουγόταν πολύ σοβαρή. Πρώτη φορά τόσο απαθής και αποφασισμένη. Ήθελε να κάνει μια καινούργια αρχή και γι' αυτό χρειαζόταν να είναι ψύχραιμη και να διώξει όσους της έκαναν κακό ακόμη και αν είχαν μπει ξαφνικά στη ζωή της.
" Τι έχεις σκοπό να κάνεις;Πιστεύεις πραγματικά πως η Ελένη μπορεί να κάνει λάθος; Το άκουσα με τα αυτιά μου όταν το έλεγε στο τηλέφωνο. Δε μπορεί να το έλεγε δεξιά και αριστερά αν δεν ήταν σίγουρη" σχολίασε ο Μάνος και ένιωσε πως είχε χάσει κάθε ελπίδα.
"Να μου επιτρέψεις Μάνο μετά από αυτά που έχω ακούσει για τη μητέρα μου, να μην πιστεύω τίποτα απ'όσα λέει. Έχω αρχίσει πραγματικά να πιστεύω πως μπορεί να έχει πει ψέματα για οτιδήποτε. "
" Έχεις σκοπό τελικά να μου πεις τι θα κάνεις;" τη ξαναρώτησε αλλά η Νόρα δεν είχε σκοπό να μοιραστεί τα σχέδια της.
" Ας πούμε πως προτιμώ να κάνω μόνη μου τις δουλειές μου" του είπε με μυστηριώδες ύφος και δεν του εξήγησε τίποτα περισσότερο.
  Καθώς του μιλούσε, σηκώθηκε και με αργές κινήσεις, σηκώθηκε από το κρεβάτι. Τον έβαλε σε ανοιχτή ακρόαση και καθώς μιλούσαν, βγήκε από το δωμάτιο για να πάει προς τη κουζίνα.
  Τον ακουσε να ξεφυσάει, απηυδισμένος από το πείσμα της.
"Τι κάνεις τώρα;" τη ρώτησε αλλάζοντας ύφος.
  Σε άλλη χρονική στιγμή θα ήταν ήταν η αρχή ενός φλερτ αλλά έχοντας στο μυαλό τους τη φρικτή πιθανότητα να είναι αδέρφια, κανείς δε τολμούσε να πει οτιδήποτε που να αλλαζε δρόμο στη κουβέντα.
  Μίλησαν για αρκετοί ώρα χωρίς κανείς από τους δύο να θέλει να κλείσει το τηλέφωνο. Ήταν δύο ερωτευμένοι άνθρωποι που αυτό που ένιωθαν είχε μπει κάτω από τη σκιά ενός μυστικού που μπορούσε να τα σαρώσει όλα.
   Η Νόρα πήρε κάτι πρόχειρο να τσιμπήσει και έπειτα έκατσε στον καναπέ να δει μια ταινία. Την ίδια ταινία έκατσε να δει και ο Μάνος και την σχολίαζαν σαν να ήταν δίπλα δίπλα. Γελούσαν στα ίδια σημεία και συμφωνούσαν στα ίδια πράγματα.
  Γύρω στις 3 αποφάσισαν να κλείσουν γιατί ο Μάνος δεν είχε κοιμηθεί οπως εκείνη και ακουγόταν ταλαιπωρημένος.
  "Νόρα, μου υπόσχεσαι πως ο, τι και αν μάθεις, θα μου το πεις άμεσως;" τη ρώτησε πριν κλείσει και μπορούσε να νιώσει την αγωνία του και τη μικρή του ελπίδα που κρυβόταν πίσω από την ερώτηση.
"Θα έρθω εκεί και θα σε κοιτάζω στα μάτια όταν σου το λέω. Και θα είναι η αλήθεια. Στο υπόσχομαι " του απάντησε τρυφερά και τον καληνύχτισε προτού κλείσουν.
   Εκείνη είχε τρομερή υπερένταση, σίγουρα δε θα μπορούσε να ξανακοιμηθεί μετά από τόσες ώρες ύπνου.
  Πάτησε το κουμπί του netflix για να διαλέξει κάποια ταινία για να δει και έπειτα σηκώθηκε και έλεγξε πως οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν καλά κλειδωμένα. Οι τελευταίες μέρες την είχαν κάνει παρανοϊκή και ήθελε επιτέλους να νιώσει ασφάλεια.
   Την επόμενη ημέρα, θα έπρεπε να μιλήσει με τη θεία της τη Μαριλένα και να κανονίσουν όσα έπρεπε να γίνουν. Στη σκέψη πως ίσως υπήρχε μια μικρή έστω πιθανότητα να μην είναι αδέρφια με τον Μάνο, χαμογέλασε και κράτησε αυτή τη μικρή ελπίδα σε μια άκρη της καρδιάς της, να της θυμίζει πως ίσως να υπάρχει και ένα μικρό κομμάτι ευτυχίας ακόμη για εκείνη.

(καλησπέρα 🌹 🌹 Τι κάνετε; Χτες δεν ανέβηκε κεφάλαιο αλλά σήμερα βρήκα χρόνο για να ανεβάσω αυτό το κεφάλαιο που αφορά την επιστροφή της Νόρας στην Αθήνας. Ελπίζω να σας άρεσε! Τα λέμε πάλι με το επόμενο που θα έρθει αύριο! Μέχρι τότε, φλκκ) 💓💓

Αγάπης πόλεμοςWhere stories live. Discover now