Ανάμνηση.

612 45 2
                                    

 Φτερνίστηκα για μια ακόμα φορά έτριψα πιο δυνατά τα χέρια μου γύρω μου. Σε λίγο θα ξημέρωνε και ότι ήτανε Νοέμβρης μήνας το έκανε χειρότερο. Ξαφνικά άρχισα να ζαλίζομαι με αποτέλεσμα να πέσω στο πεζοδρόμιο. Έβγαλα έναν μορφασμό και προσπάθησα να σηκωθώ. Τα μάτια μου άρχισαν να θολώνουν και ο πόνος στο κεφάλι άρχισε να γίνεται εντονότερος.

"Γαμωτο" είπα μέσα από τα δόντια μου καθώς το μόνο που μου χρειαζόταν τώρα είναι να λιποθυμήσω μέσα στην μέση του πουθενά. Η δεύτερη προσπάθεια ήταν και αυτή αποτυχία. Άρχισα να  κάνω κύκλους στους κροτάφους μου να περάσει η ζαλάδα αλλά τίποτα.

"Άχρηστη" άκουσα μια φωνή και πάγωσα. Δεν είναι ώρα ηλίθιο μυαλό τώρα. Άρχισα να περνώ βαθιές ανάσες  και να μετράω μέχρι το 10 και πάλι από την αρχή για να μην δίνω σημασία στις φωνές.

Η κατάσταση μου ήταν τραγική και ένιωθα το σώμα μου να μουδιάζει και
το στήθος μου άρχισε να πονάει.

Και ναι πάθαινα κρίση πανικού.
Ένιωθα να πνιγομαι με μια δυνατή σύσπαση του σώματος μου όλα μαύρισαν.

"Μαμά" φώναξα καθώς άνοιξα γρήγορα το φως. Εκείνη τρομοκρατημένη ήρθε και με αγκάλιασε.

" Τι έγινε αγάπη μου;" Άρχισε να κλαίει.
"Είναι εδώ" της είπε κλαίγοντας και εκείνη κοίταξε τρομοκρατημένη γύρω της.
" Ποιος αγάπη μου;" Προσπάθησε να την καθησυχάσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αλλά η μητέρα απλώς πίστευε πως ήταν μια συνηθισμένη αντίδραση ενός μικρού παιδιού όταν βλέπει τρομακτικές ταινίες ή όταν τα φύλλα του δέντρου χτυπούν το παράθυρο κάνοντας θόρυβο. Όμως τίποτα από αυτά δεν ήταν. 

"Οι θόρυβοι και ο περίεργος κύριος" η μητέρα της ξεφυσηξε και την έσπρωξε απαλά στο κρεβάτι την σκέπασε με το πάπλωμα και την φίλησε στοργικά στο κούτελο.

"Τέσσα μου δεν υπάρχει κανείς εδώ, μην ανησυχείς ήταν απλώς τα φύλλα. Μην φοβάσαι η μαμά και ο μπαμπάς είναι εδώ." Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα πριν κλείσει τον διακόπτη είπε απαλά:

"Καληνύχτα Τέσσα και να θυμάσαι η μαμά και ο μπαμπάς είναι εδώ για να σε προστατεύσουν" .

Τριτοπροσωπη αφήγηση

Το πρόσωπο της πήρε μια έκφραση πόνου καθώς αναμνήσεις περνούσαν από το μυαλό της καθώς ήταν λιποθυμη. Πεταρισε τα βλέφαρα της και προσπάθησε να διώξει την θολούρα, ο ήλιος την τύφλωνε αφού πλέον είχε ξημερώσει και τα κόκαλα της πονούσαν.

Εβηξε δυνατά καθώς ένιωθε τον λαιμό της στεγνό και σηκώθηκε όρθια. Δεν κυκλοφορούσε κόσμος πέρα από λίγους μεθύστακες που ήταν σχεδόν λιποθυμοι στο πάτωμα.
Έκανε μια γκριμάτσα αηδιας όταν ένα τυπάς ξερασε σε έναν τοίχο σχεδόν όλο το περιεχόμενο του στομαχιού του.

Περνώντας μια βαθιά ανάσα άρχισε να περπατάει, χωρίς να γνωρίζει προορισμό. Ήθελε απλώς να φύγει να γλυτωνε από όλους και από όλα.

Άρον POV

"Τι εννοείς γαμωτο ότι δεν την βρήκατε;" φώναξα στο ακουστικό και ήπια λίγο από το περιεχόμενο του ποτηριού.

" Κανόνισε Alec. Θέλω να την έχετε βρει μέχρι το απόγευμα αλλιώς θα υπάρξουν συνέπειες. Κατανοητός;' η σύγκρουση του ποτηριού στον τοίχο έκανε τον Ντύλαν που καθόταν στην πολυθρόνα του γραφείου να σφιχτει.

"Κουνήσου πρέπει να την βρούμε" είπε ο Άρον κάθετα χωρίς να περιμένει απάντηση και έφυγε κλείνοντας την πόρτα με δύναμη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτό ήταν για σήμερα :)

Ελπίζω να σας άρεσε ♥️

Πατήστε το αστεράκι και αφήστε ένα σχόλιο αν θέλετε ✨

Τα λέμε στο επόμενοοο

Καληνύχτα 🌙

-Αννα

PSYCHOWhere stories live. Discover now