Χάθηκε.

601 47 7
                                    

Τα αυτιά μου βούιζαν  και η όραση μου είχε γίνει θολή. Αισθανόμουν να χάνομαι και μαζί μου είχα σκοπό να πάρω και τον Τόμας.

'Είσαι ένα ΤΕΡΑΣ' φώναξα και πλέον βρισκόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο. 

'Στο ορκίζομαι, μα τον θεό πρώτα θα σε θάψω και έπειτα ας πεθάνω' είπα αργά και απειλητικά σε αυτόν και γύρισα το κεφάλι μου προς τον Ντύλαν.

'Το ήξερες;' ρώτησα και εκείνος για πρώτη φορά μέσα σε αυτήν την ώρα με κοίταξε στα μάτια.

'Όχι' είπε και έκανε μια παύση. 'Δεν είχα αυτή την χαρά' είπε ειρωνικά και γύρισα στον Άρον.

'Εσύ;' όχι ψιθύρισε και με μια απότομη κίνηση άρπαξα από το όπλο που βρισκόταν στην τσέπη του Τόμασ και το όπλισα. 'Πέθανες' είπα καθώς το δάχτυλο μου κατευθύνθηκε προς την σκανδάλη.

'Τέσσα άσε κάτω το όπλο' είπε σιγά ο Άρον καθώς κοιτούσε προσεκτικά τα χέρια μου.

'Σε παρακαλώ' συνέχισε και εγώ άφησα ένα ειρωνικό γελάκι. 

'Μια τελευταία λέξη;' είπα στον Τόμας. Με κοίταξε ανέκφραστος και έπειτα γύρισε το βλέμμα του στον Ντύλαν, ο οποίος ήταν έτοιμος να βγάλει το όπλο του.

Ξαφνικά το κεφάλι μου ανατρίχιασε απο την αίσθηση της κρύας κάνης στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου.

'Είπα κάτι' άκουσα την βαριά φωνή του και τον κοίταξα εκνευρισμένη. 

'Άσε το όπλο για να τελειώνουμε' έσφιξα τα δόντια μου και το κατέβασα σιγά σιγά. Το χέρι του Άρον το άρπαξε με απότομο τρόπο και με κοίταξε θυμωμένος.

'Την επόμενη φορά που θα με παρακούσεις θα στην φυτέψω.' είπε σιγά με σκοπό να το ακούσω μόνο εγώ και ξερόβηξε.

'Διπολικέ' είπα μέσα από τα δόντια μου και εκείνος με κοίταξε απειλητικά. Έσφιγγα με τόση δύναμη τις γροθιές μου που το εσωτερικό άρχιζε να ματώνει και τα δάχτυλα να ασπρίζουν. Ήθελα να ξεσπάσω, δεν έδινα σημασία στα λεγόμενα τους. Ήταν τέρας του άξιζε ότι χειρότερο.

Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα έντονα, το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου και του είπα απότομα. 'Φεύγω'  Ο Άρον έκανε κίνηση να με σταματήσει αλλά με ένα νόημα του Ντύλαν σταμάτησε. Έφυγα χτυπώντας την πόρτα και άρχισα να τρέχω. Οι πόρτες της εισόδου ήταν ανοιχτές και έτρεχα χωρίς σταματημό. Ήταν Νοέμβριος και παρόλα αυτά το κρύο είχε γίνει τσουχτερό. Το κοντομάνικο μπλουζάκι και η λεπτή ζακέτα που φόραγα δεν βοηθούσε σε αυτήν την κατάσταση και έτριψα τα χέρια μου για να ζεσταθώ. Σταμάτησα να τρέχω μιας και τα πόδια μου υπέφεραν και οι ανάσες μου έβγαιναν δύσκολα. 'Υπομονή Τέσσα' ψιθύρισα στον εαυτό μου και συνέχισα να περπατάω. Οι δρόμοι ήταν άδειοι ενώ τα μαγαζιά κλειστά. Μια ταμπέλα στο τέλος του δρόμου φώτιζε και πλησίασα το μαγαζί. 'ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ' έλεγε η πινακίδα και μπήκα μέσα. Μια κυρία μέτριου αναστήματος με μαύρα μαλλιά και σχιστά μάτια με κοίταξε περίεργα και είπε. 

'Δεν είμαστε εδώ κέντρο ασφάλειας, έξω' είπε και έριξε το βλέμμα της πάλι στο περιοδικό της. Ένα γελάκι μου ξέφυγε και με κοίταξε ερωτηματικά. Πλησίασα τον πάγκο της και ακούμπησα το ένα χέρι μου πάνω. 'Σου φαίνομαι για άνθρωπο που χρειάζομαι βοήθεια;' είπα και εκείνη γέλασε. 'Ξέρεις αν έχει κάποια στάση λεωφορείου;'

 'Δύο στενά ποιο κάτω έχει μια στάση, σε 20 λεπτά το πολύ αν δεν κάνω λάθος θα περάσει'εκείνη απάντησε ξερά και εγώ με ένα ξερό 'ευχαριστώ' κατευθύνθηκα προς την πόρτα.

Με το που πάτησα το πόδι μου στο πεζοδρόμιο ένιωσα την όραση μου θολή και το κεφάλι μου βαρύ. Μετά όλα μαύρα...

Αυτά για  σήμεραα

Ελπίζω να σας άρεσε, ψηφίστε και αφήστε και ένα σχόλιο.🌹

Συγγνώμη που άργησα

Τα λέμε στο επόμενο

Φιλιαααα

-Άννα

PSYCHODonde viven las historias. Descúbrelo ahora