...
Η επόμενη μέρα βρήκε την Ίρις και η Αλκυόνη κατέβηκαν στο κέντρο της Αθήνας για ψώνια, ύστερα το βράδυ η Αλκυόνη καθόταν και ετοίμαζε τις βαλίτσες της.
"Ωραία περάσαμε σήμερα"
"Μην φύγεις ακόμα..."
"Δεν μπορώ αδελφάκι μου...το ξέρω ότι σου είπα πως θα καθόμουν περισσότερο..αλλά μου έλειψαν...η κόρη μου...ο άντρας μου...!!!! Κάθε φορά που μιλάμε στο τηλέφωνο μου λέει πόσο πολύ του λείπω και πότε θα γυρίσω και τέτοια..αχχ ο ερωτάς μου...τον αγαπώ τόσο πολύ"
"Σας θαυμάζω..αλήθεια"
"και αυτό που λένε ότι ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα και τέτοια μην το πιστεύεις, δεν ισχύει για όλους!!"
"Μακάρι να είστε έτσι πάντα"
"Ευχαριστούμε αδελφάκι μου"
Αγκαλιάστηκαν και συνέχισε να φτιάχνει τις βαλίτσες της
"γιατί δεν έρχεσαι και εσύ μαζί μου;"
"Καστοριά;"
"Ναι να δεις και τους γονείς μας...να χαλαρώσεις και λίγο"
"θέλω..θέλω πολύ...αλλά δεν γίνεται..."
"για τη σχολή;"
"και για τη σχολή"
"ααααα...κατάλαβα...αφού το βλέπω ότι ανησυχείς....γιατί δεν τον παίρνεις τηλέφωνο;"
"δεν θέλω να τον πρήζω..."
"δεν τον πρήζεις μωρέ...το να νοιάζεσαι δεν πιέζει...είναι όμορφο να νοιάζεται κάποιος για εσένα"
"Αλκυόνη...του έδειξα ότι νοιάζομαι αρκετές φορές σήμερα"
"τι έκανες δηλαδή;"
"Αυτό..."
Της έδειξε το κινητό της...δέκα κλείσεις προς Άλεξ"
"δεν ξέρω τι έγινε έκτες Αλκυόνη...ανησυχώ...πολύ"
"Θα μάθουμε...Έτοιμη"
"Τί ώρα θα φύγεις αύριο;"
"Κατα της οκτώ θα έχω φύγει"
"Τους ειδοποίησες τους γονείς μας;"
"Θα τους πάρω όταν ξεκινήσω.."
Κοιμήθηκαν και την επόμενη μέρα η Αλκυόνη αφού αγκαλιάστηκαν έφυγε. Η Ίρις πήγε στην σχολή και έπειτα στο σπίτι περίμενε κλαίγοντας κάποιο σημάδι ζωής του...Αργά το βράδυ την πήρε τηλέφωνο.
"Άλεξ!! Πού είσαι γαμώτο μου; Κλείσε έρχομαι!!!!! "
Πήρε τα κλειδιά και την τσάντα της και πήγε σπίτι του. Έφτασε μέσα σε δέκα λεπτά έξω από την πόρτα του και χτύπησε δυνατά. Όταν της άνοιξε μπήκε μέσα φουριόζα και εκείνος έκλεισε την πόρτα.
"Πού είσαι από εχθές; Έχω τρελαθεί από την αγωνία μου, τόσα τηλέφωνα σε πήρα ανησύχησα που ήσουν;"
Άρχισε να του φωνάζει, ήταν πραγματικά έξαλλη...μετά τον παρατήρησε..απλά την κοιτούσε, φορούσε το πουκάμισο από εχθές, ήταν ανοιχτό και αποκάλυπτε το σώμα του, τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και τα μάτια του κόκκινα και ξαγρυπνισμένα...σε όλο το σαλόνι υπήρχαν σπασμένα γυαλιά πεταμένα πράγματα και κουτάκια μπύρας ενώ η γραβάτα του και η ζώνη του ήταν παρατημένες σε μία καρέκλα. Τα φώτα ήταν σβησμένα εκτός από ένα φωτιστικό δαπέδου. Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπό του.
"Τί έχεις;..Είσαι καλά;"
"Σου φαίνομαι καλά;"
Απομακρύνθηκε από δίπλα της.
"γιατί ήρθες;"
"γιατί ήθελα να σε δω..γιατί ανησύχησα...γιατί ήθελα..γιατί με πήρες τηλέφωνο!"
"ήθελα να σ' ακούσω.."
πήγε στον τοίχο που βρισκόταν κοντά του και κύλησε έως ότου κάθισε στο ξύλινο πάτωμα.
" ήθελα να ακούσω την φωνή σου..την φωνή κάποιου που νοιάζεται έστω και λίγο για εμένα!"
Άρχισε να δακρύζει, έκλεισε το πρόσωπό του με τα χέρια του, η Ίρις γονάτισε μπροστά του και έβαλε τα χέρια της στα γόνατά του.
"Δεν σε νοιάζομαι απλά...αν τολμούσες και πάθαινες κάτι θα σε σκότωνα...αν σου συνέβαινε κάτι...δεν θα ήξερα τι να κάνω!"
Την κοίταξε, τα μάτια του έλαμπαν αλλά εξακολουθούσε να κλαίει.
"Ούτε εγώ δεν θα μπορούσα..."
"Τί δεν θα μπορούσες...;"
"χωρίς εσένα..."