"Ίρ..; Ίρ..; τί έπαθες...; τί έγινε Ίρις ξύπνα"
Κάθισε γονατιστός δίπλα της και την ταρακούνησε λίγο, στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένος ο φόβος και η αγωνία..
"κορίτσι μου σύνελθε σε παρακαλώ..."
πήγε στην δεξιά πλευρά της και την σήκωσε στην αγκαλιά του, την πήγε στο μπάνιο δίπλα στην μπανιέρα και την ακούμπησε στο δάπεδο, κάθισε και πάλι δίπλα της γονατιστός και απομάκρυνε κάποιες τούφες των μαλλιών της από το πρόσωπό της έβαλε το κεφάλι της στα πόδια του και άνοιξε την βρύση της μπανιέρας, έβρεξε λίγο το χέρι του και μετά το πρόσωπό της , τα μαλλιά της και τα χέρια της, επανέλαβε την κίνηση και μετά έβαλε την παλάμη του στο μέτωπό της, ήταν ζεστή, πολύ ζεστή. Την σήκωσε ξανά στα χέρια του και την πήγε στο κρεβάτι του. Της έβαλε ακόμα ένα μαξιλάρι , της έβγαλε τα παπούτσια και πήγε στην ντουλάπα του, έφερε μια ζεστή κουβέρτα και την σκέπασε. Ύστερα από λίγο πήγε στην κουζίνα του και επέστρεψε μετά από λίγο με ένα μπολ με νερόξυδο και τρις μικρές πετσέτες. Πήρε ένα σκαμπό και κάθισε δίπλα από το κρεβάτι του, δίπλα της. Βούτηξε τις πετσέτες το μπολ και αφού τις στράγγιξε τύλιξε μια στο κάθε χέρι και έβαλε την άλλη στο μέτωπό της. Δύο λεπτά αργότερα η Ίρις άνοιξε τα μάτια της.
"Επιτέλους...επιτέλους μικρή μου"
"Άλεξ;...τί έγινε; τι είναι αυτά;" σηκώθηκε και κάθησε οκλαδόν
"Ηρέμησε φάτσα μου...λιποθύμησες και σε έφερα εδώ έχεις πυρετό, σου έβαλα κομπρέσες"
"αα...ευχαριστώ..πήρε κανείς τηλέφωνο; έγινε κάτι;"
"όχι..και τώρα αυτό είναι το θέμα; αν έγινε κάτι; κοίτα εσύ να γίνεις καλά και τα υπόλοιπα άστα πάνω μου"
"πρέπει να πάω σπίτι μου.."
"δεν έχεις να πάς πουθενά...δεν θα βγεις από το σπίτι.."
"δεν γίνεται αυτό που ζητάς"
"γίνετε...γιατί αν συμβεί κάτι τέτοιο και γίνεις χειρότερα θα αναγκαστώ να σε πάω στο νοσοκομείο"
"όχι στο νοσοκομείο όχι στο νοσοκομείο..σε παρακαλωω...όχι στο νοσοκομείο"
" τί έγινε φοβόμαστε το νοσοκομείο; φοβόμαστε τον γιατρό; εεε;"
της είπε ναζιάρικα ενώ την πλησίαζε, το χαμόγελό του σχεδόν άγγιζε τα αυτιά του και εκείνη ανακάτευε τα μαλλιά της λέγοντας πως δεν θέλει να πάει στο νοσοκομείο, έβαλε το χέρι του στο στέρνο της και την έσπρωξε προς τα πίσω έως ότου το κεφάλι της ακούμπησε το μαξιλάρι και έπεσε από πάνω της, άρχισε να την γαργαλάει και να γελάνε. Η Ίρις άρχισε να τσιρίζει.