Κεφάλαιο 12ο ( Έβελιν)

48 5 0
                                    

Ο πονος στο κεφαλι της ηταν απιστευτος. Ανοιξε τα ματια για να δει που βρισκοταν αλλα ηταν ματαιο. Ο χωρος ηταν σκοτεινος. Ουτε ενα παραθυρο δεν υπηρχε για να φανερωνει αν ηταν μερα ή νυχτα. Το στομαχι της ηταν χαλια. Ειχε την αισθηση που εχει καποιος λιγο πριν κανει εμετο.  Τι συμβαινει, που βρισκομαι; Σκεφτηκε. Ενιωθε το κεφαλι της σαν να ειχε κοπει στην μεση και πως αν δεν το κραταγε θα της επεφτε κατω. Δεν ειχε ξανανιωσει ποτε τετοια ζαλαδα. Το δωματιο μυριζε περιεργα. Ειχε μια μυρωδια κλεισουρας. Περιεργης κλεισουρας. Αν τη ρωτουσε κανεις που ηταν, εκεινη θα του απανταγε πως βρισκοταν στη κολαση. Αισθανοταν μια μυστηρια ζεστη που δεν ταιριαζε με τιποτα με το χωρο που ηταν παγωμενος. Ηταν ξαπλωμενη σε ενα κρεβατι. Ισως στο πιο αβολο κρεβατι που ειχε ξαπλωσει ποτε. Επιασε τον τοιχο. Ηταν κρυος. Δεν πρεπει να ηταν βαμμενος. Ενιωθε πως αφηνε πανω στα χερια της τη σκονη που αφηνει ενας ασοβατιστος τοιχος. Απο καπου μπροστα της ακουστηκε ενας ηχος που εμοιαζε με εκεινο που κανει ενας μεταλικος συρτης οταν ανοιγει. Μετα απο αυτο ακολουθησε το ονοιγμα μιας πορτας. Καποιος ειχε μπει στο δωματιο. Δεν ηξερε που μπορει να βρισκοταν. Μπορει να ηταν ακριβως διπλα της. Εκλεισε τα ματια της. Ενιωσε κατι να αγγιζει  το δεξι της χερι. Δεν ηταν κατι αλλα καποιος. Το χερι του εφτασε μεχρι και το μετωπο της οπου και παρεμεινε για λιγη ωρα.

« Γλυκια μου... εχεις ακομα πυρετο. » Ακουστηκε μια χοντρη και τραχεια φωνη απο διπλα της. 

Εκεινη με ολη τη δυναμη που ειχε τραβηξε αποτομα το χερι του πανω απο το μετωπο της.

« Ποιος στο διαολο εισαι; Που βρισκομαι; Που ειναι ο Αντριου;» Τον ρωτησε σχεδον κλαιγοντας αλλα χωρις ενταση στην φωνη της.

« Ποιος; Ααα... Ο φιλος σου; μην ανησυχεις μπορει να ειναι στα χερια καποιου επιστημονα... ή στα χερια καποιου παπα... Δεν εξαρταται απο μενα αυτο.» Ειπε με ηρεμη φωνη και με μικρη δοση ειρωνιας ο αντρας που φαινοταν να ειχε απομακρυνθει λιγο απο εκεινη.

« Τι πραγμα; Τι του εκανες;» Τον ρωτησε η Εβελιν με τρεμαμενη φωνη απο το κλαμα.

« Ειναι νωρις ακομα για να σου πω. Δεν θες να γνωριστουμε πρωτα; Ολα θα τα μαθεις αν εισαι καλο κοριτσι.» Της απαντησε εκεινος γελοντας ελαφρα.

Εκεινη την στιγμη ενιωθε πως θα καταφερνε να τον σκοτωσει αν μπορουσε να βρει κατι που θα χρησιμοποιουσε ως οπλο. Για λιγη ωρα δεν μιλαγε κανεις. Δεν ηξερε παλι που μπορει να βρισκοταν εκεινος. Γρηγορα ομως η σιωπη εσπασε.

« Φανταζομαι θα πεινας. Σου εφερα ψωμι και λιγο απο αυτο.» Της ειπε αφηνοντας στο κρεβατι της ενα μεταλικο πιατακι με ψωμι και ενα μεταλικο κουπακι με νερο.

Η Εβελιν τα επαιξε ολα για ολα και πεταξε το πιατο με το ψωμι προς τα εκει που πιστευε πως ηταν εκεινος, προκειμενου να τον χτυπησει.

Το γελιο του αντρα ωστοσο την νευριασε ακομα περισσοτερο. « Νομιζες οτι μπορεις ετσι ευκολα να με πετυχεις μεσα στο σκοταδι; Εχεις μεγαλη ιδεα για τον εαυτο σου γλυκια μου.» 

ΣΚΑΣΕ! ΜΗ ΜΕ ΛΕΣ ΕΤΣΙ! Δεν μπορουσε να καταλαβει πως ξαφνικα ειχε βρεθει σε εκεινο το μερος. Πρεπει κατι κακο να ειχε παθει και ο Αντριου και για αυτο και δεν την βοηθησε.  Γιατι πονουσε ολο της το σωμα; Τι της ειχε δωσει εκεινος ο παλιανθρωπος;

« Σου αρεσουν οι ιστοριες; Φανταζομαι πως ναι.» Την ρωτησε ο αντρας ο οποιος ειχε κατσει πλεον στο κρεβατι της. « Εχω εδω ενα πολυ ωραιο βιβλιο που εχει μεσα καποιες υπεροχες ιστοριες που μου αρεσουν πολυ. Αλλα το καλυτερο απο ολα ειναι πως εχουν γραφτει απο εμενα. Ειναι κατι σαν το ημερολογιο μου. Θα ξετρελαθεις.»

Οση ωρα εκεινος μιλουσε η Εβελιν ειχε αρχισει ξανα το κλαμα καθως ηξερε πια θα ειναι η μοιρα της. « Σε παρακαλω ασε με να φυγω!» Του φωναξε κλαιγοντας

« Βλεπω πως δεν με θες εδω οποτε καλυτερα να πηγαινω. Θα τα πουμε συντομα ομως. Δεν θα σε ξεχασω. Να εισαι ηρεμη ενταξει;» Της ειπε εκεινος φευγοντας απο το δωματιο.

Η πορτα ειχε κλεισει και δεν υπηρχε πλεον καμια πιθανοτητα να ηταν στο δωματιο αφου οι μεγαλοι συρτες που ηταν απο την εξω μερια της πορτας ειχαν κλειδωσει. Αναψε ενα φως πισω απο την πορτα με αποτελεσμα κατω απο την χαραμαδα της να μπαινει μια μικρη δεσμη του. Τι νοημα ειχε αφου εκεινη δεν ειχε το κουραγιο να σηκωθει απο το κρεβατι. Επιασε λιγο τα ρουχα της. Δεν ηταν εκεινα που φορουσε την τελευταια φορα που θυμοταν τον εαυτο της, δηλαδη στο συνεδριο. Πρεπει να φοραγε εκεινες τις ρομπες που φορανε οι ασθενεις στα νοσοκομεια . Που να την ειχε βρει εκεινος; Τιποτα δεν ειχε καταλαβει. Υπηρχαν χιλιαδες κουτακια στο μυαλο της που εμεναν κενα. Εκεινη τη στιγμη ομως δεν μπορουσαν να απαντηθουν καθως την ειχε παρει ξανα ενας βαρυς υπνος.

Η ΕξαφάνισηWhere stories live. Discover now