Κεφάλαιο 18ο (Έβελιν)

45 6 0
                                    

Πιεσε δυνατα με τα δαχτυλα το μετωπο της. Ειχε ενα φρικτο πονοκεφαλο. Ηταν περιεργο το πως, αλλα ενιωθε κουρασμενη. Πως μπορουσε να ειχε κουραστει αφου κοιμοταν σχεδον ολοκληρη τη μερα. Ξυπναγε μονο για να φαει και τα αυτονοητα. Καποιες φορες την ξυπναγε και εκεινος ο εντονος ηχος που εμοιαζε σαν εκεινο που βγαζει το μεταλλο οταν κοβεται. Καθε φορα που ανοιγε τα ματια της σκεφτοταν ποσος καιρος της εμενε ακομα μεχρι τη στιγμη που εκεινος ο ανωμαλος θα τη σκοτωνε. Προτιμουσε το θανατο απο το να συνεχισει να βασανιζεται με τετοιο τροπο. Πηρε στα χερια της το σπιρτο και το χαρτακι που εκρυβε κατω απο το μαξυλαρι της. Ειχε μολις δυο σπιρτα. Αυτα που ειχε με κοπο καταφερει να παρει απο το κουτακι που ειχε αφισει ο απαγωγεας πανω στο κρεβατι της. Επρεπε να τα εκμεταλλευοταν καπως για να μπορεσει να του ξεφυγει καποια στιγμη. Για να γινοταν αυτο ομως, επρεπε πρωτα να μελετουσε το χωρο. Επρεπε να ξερει καθε γωνια εκεινου του δωματιου. Εκεινου του θεοσκοτεινου δωματιου. Αυτο σημαινε πως επρεπε να χαλασει το ενα της σπιρτο και να ξεκινησει γρηγορα να περιφερεται στο δωματιο προκειμενου να το ερευνησει. Αρα θα της εμενε ενα σπιρτο. Η μοναδικη της αμυνα. Η μονη ελπιδα για την απελευθερωση της. Ετριψε γρηγορα το σπιρτο στο χαρτι και η φλογα ταραξε τα ματια της. Ειχε πολυ καιρο να δει καθαρο φως. Ενιωθε πως θα τυφλωνοταν. Σηκωθηκε απο το σιδερενιο κρεβατι και αρχισε να περιφερεται στο δωματιο υψωνοντας μπροστα της το σπιρτο για να βλεπει. Δεν  ειχε πολυ χρονο. Το σπιρτο εκαιγε και σιγα σιγα ειχε αρχισει να τελειωνει. Κοιταζε τριγυρω της. Το δωματιο ηταν βαμμενο ροζ και στους τοιχους φαινονταν εντονα τα σημαδια απο την υγρασια. Ειχε λιγα και πολυ απλα επιπλα παλιου στυλ που θυμιζαν παλιο σπιτι σε πειραματικο πυρινικο αμερικανικο χωριο, σαν εκεινα που εβλεπε στις ταινιες. Τα παραθυρα βρισκονταν αρκετα ψηλα και ηταν καλυμμενα με ξυλο κοντρα πλακε. Ενας δυνατος ηχος απο το πανω διαμερισμα της εριξε το σπιρτο κατω, κατι που σημαινε και το τελος της εξερευνισης. Τα παντα εγιναν παλι θεοσκοτεινα και ειχε εμφανιστει ενα ακομα προβλημα. Πως θα εβρισκε το κρεβατι; Επεσε στα γονατα. Αρχισε να πουσουλαει στο παλιο και βρωμικο ξυλινο πατωμα με το ενα χερι της  να ψαχνει με αγωνια να πιασει το σιδερενιο ποδι του κρεβατιου. Γρηγοροτερα απο οσο περιμενε καταφερε να βρει το κρεβατι και να σκαρφαλωσει πανω του. Επιασε το δευτερο και τελευταιο πλεον σπιρτο και μαζι με το χαρτακι που βρισκοταν ακριβως διπλα του, τα εχωσε κατω απο το μαξυλαρι της. 

Ξαφνικα ενας γνωριμος ηχος δεν την ταραξε τοσο οσο τις αλλες φορες αλλα αντιθετως της εδωσε μια μικρη δοση χαρας. Ξεκλειδωνε η πορτα του δωματιου. Ηταν η ευκαιρια της να σκεφτει εξυπνα και να το σκασει. Στιγμιαια, επιασε το σπιρτο κατω απο το μαξιλαρι της και ξαπλωσε πανω του. Η πορτα ειχε ανοιξει, και μια αχνη δεσμη φωτος ειχε μπει παλι στο δωματιο. Πριν καν μπει ο ανωμαλος απαγωγεας, μπηκε ενα δευτερο μεταλικο κρεβατι με ροδακια που σταθηκε στη μεση του δωματιου.

« Μην αγχωνεσαι δεν σου φερα παρεα!» Της ειπε εκεινος κοιτοντας την με χαμογελο.

Γυρισε τη πλατη του και ανοιξε το ντουλαπι εκεινου του επιπλου που η Εβελιν πριν λιγο ειχε καταφερει να δει. Τα ματια της τωρα ηταν καρφωμενα στη μισανοιχτη πορτα του δωματιου και παραλληλα στις κινησεις του απαγωγεα. Επιβεβαιωσε το σχεδιο στο μυαλο της, πηρε το σπιρτο απο τη πλατη της και το αναψε αστραπιαια. Πριν ο απαγωγεας καταλαβει τι συνεβαινε εκεινη ειχε προσγειωθει πανω του κολλοντας το σπιρτο στο λαιμο του. Εβγαλε την πιο δυνατη κραυγη που μπορουσε και επεσε στο πατωμα. Η Εβελιν ετρεξε προς την πορτα. Αφου την ανοιξε κοιταξε γρηγορα τριγυρω της. Υπηρχαν σκαλες σιδερα και κουτια. Πολλα κουτια. Α! και μια πορτα. Μια ψηλη ξυλινη και γνωριμη στη μνημη της πορτα. Αρχισε να τρεχει προς τα εκεινη μεχρι που προσγειωθηκε αποτομα στο πατωμα κατι που την εκανε να νιωσει ενα τρομερο πονο στο στηθος. Πρεπει να ειχε χτυπησει πολυ. Ο απαγωγεας ειχε καταφερει να την πιασει απο το ποδι και να τη συρει ξανα πισω στο δωματιο. Ανεπνεε γρηγορα και ακουγοταν νευριασμενος.

« Δεν παιζεις καλα Εβελιν... ΚΑΘΟΛΟΥ ΚΑΛΑ!» Της φωναξε χτυποντας της το κεφαλι με γροθια.

Εκεινη δεν ηξερε τιποτα πια. Δεν μπορουσε καν να μιλησει. Μονο να κλαψει ηθελε. Το σιγουρο παλι ηταν ενα. Οτι ηταν πιο κοντα στο θανατο. Τον εβλεπε. Οσες πληροφοριες και αν ειχε μαζεψει για το χωρο που βρισκοταν, ηταν πλεον τελειως ασημαντες καθως ηξερε πως εκεινος δεν θα την αφηνε ετσι. Ατιμωριτη. 

Οι δυναμεις της την  εγκατελειψαν και αφεθηκε πλεον τελειως στα χερια του απαγωγεα. Ισως να ηταν η τελευταια της φορα που θα εβλεπε το φως.

Η ΕξαφάνισηOù les histoires vivent. Découvrez maintenant