2

856 94 12
                                    

Κατά γενική ομολογία, η Σάντρα Μαρή έλαμπε από ομορφιά εκείνο το βράδυ. Είχε η ίδια συνεννοηθεί με τον Άγγελο για τη μουσική που θα πλαισίωνε τη βραδιά σε χαμηλή ένταση. Δεν ήθελε του είχε πει να υπάρχει κάποιο ορχηστρικό σύνολο ζωντανά, αντιθέτως, προτιμούσε να ακουστούν ορισμένα κλασικά έργα του Σούμπερτ, του Μπαχ, και του Βέρντι. Όπως ήταν λογικό η επιθυμία της πραγματοποιήθηκε. Το φαγητό είχε σερβιριστεί σε τεράστιους μπουφέδες, ενώ τα σερβίτσια είχαν πάνω τους λαξευμένο με χρυσό, το επώνυμο της Σάντρας. Αυτό ήταν κάτι που την ίδια την άφηνε παγερά ασυγκίνητη, αλλά επειδή το ήθελε πολύ να γίνει η μητριά της, που μόνο για μητριά της δεν έμοιαζε, υποχώρησε. Όχι πως είχε παραστεί οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας της στη βραδιά, αλλά τα προσχήματα κρατιόνταν πάντα, και η διπλωματία σε φερσίματα κι αποφάσεις έδινε κι έπαιρνε. Πήγε και τους χαιρέτισε όλους, βρίσκοντας να κάνει για τον καθένα κι από ένα εύστοχο και κολακευτικό σχόλιο. Μόνο σε έναν άνδρα που φορούσε ένα σκούρο μπλε κουστούμι με γραβάτα στάθηκε για μια επιπλέον στιγμή η ματιά της, αμέσως μετά όμως, η Σάντρα εξαφανίστηκε από κοντά του, ξεχνώντας ακόμη και να μοιραστεί μαζί του την τυπική χειραψία. Λίγο μετά που άρχισαν όλοι να τρώνε και να σχολιάζουν τα καλώς και τα κακώς κείμενα της εκδήλωσης, κοίταξε εκείνη την ώρα στο κινητό της. Κόντευε δέκα, αυτό ήταν καλό, η στιγμή απολύτως σωστή. Έστειλε ένα μήνυμα σε έναν αριθμό που τον ήξερε απ'έξω, και μετά αφού βεβαιώθηκε πως δεν την κοιτούσε κανείς, πήγε και κλείστηκε στη μπλε σουίτα την οποία χρησιμοποιούσε. Θα έφευγε από την Ελλάδα το επόμενο μεσημέρι. Λογάριαζε να κάνει μια προσπάθεια πάντως, και να πάει να περάσει μερικές μέρες μαζί με την οικογένεια της, και μετά θα πετούσε για τη Μαδρίτη, για να πάρει μέρος σε μια εκπληκτική παράσταση αποκλειστικά για βιολονίστες του επιπέδου της. Κοιτάχτηκε για τελευταία φορά στον καθρέφτη, έδειχνε κατακόκκινη αλλά δεν την πείραζε. Η πόρτα της μπλε σουίτας χτύπησε απαλά ακριβώς όταν έβαζε λίγο κραγιόν ακόμη. Το παράτησε πάνω στο κομοδίνο και πήγε να ανοίξει. Τον είδε και τόσο η λαμπρή εκδήλωση στην οποία είχε πάρει μέρος, όσο και η δεξίωση που βρισκόταν τώρα σε πλήρη εξέλιξη ξεχάστηκαν. Την κοίταξε κι αυτός κι όλα σταμάτησαν. Η Σάντρα έκλεισε την πόρτα και μετά την κλείδωσε, ενεργοποιώντας και το σύστημα ασφαλείας, μα όχι πριν προλάβει εκείνος να την αρπάξει στην αγκαλιά του. Κανείς τους δεν άκουσε το κλικ της φωτογραφικής μηχανής, κανείς τους δεν πρόσεξε ούτε το φλας...

Ο χρυσός κρίκοςWhere stories live. Discover now