40

558 75 30
                                    

Ο Γιώργος Λεωνάτος είχε περάσει τις τελευταίες μέρες πηγαίνοντας από λέσχη σε λέσχη, παίζοντας ασταμάτητα, τα χρήματα που του είχε δώσει μέσα στην ευεργεσία και στο μεγαλείο της ψυχής της η Εβελίνα λίγο πριν πεθάνει. Τα χρήματα κατέληξε να τα χάσει, βγήκε ωστόσο κερδισμένος όταν έφυγε από το τελευταίο καζίνο. Σε αυτό, είχε γνωρίσει κάποιον το ίδιο διψασμένο με εκείνον να τζογάρει, να ρισκάρει και να ποντάρει. Ο Λεωνάτος δε δυσκολεύτηκε να καταλάβει πως κάτι σημαντικό ήξερε ή για λογαριασμό του ή για κάποιον που γνώριζε αυτός, κι έτσι τον κέρασε δυο παγωμένα ουίσκι μέχρι που η γλώσσα του λύθηκε, κι αυτό προς όφελος του γιατρού, ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Θα έπαιζε το τελευταίο του χαρτί αμέσως μετά το πρωινό την επόμενη μέρα. Για τη φυγή της Ξένιας, την οποία την είχε πληροφορηθεί αφότου πια είχε μαθευτεί το που πήγε, χάρηκε, μα αυτό δε θα το έλεγε σε κανέναν, δεν ήταν τόπος αυτός για ένα παιδί που είχε υποφέρει, πιότερο με μαυσωλείο θα την παρομοίαζε τη βίλα, κι ας ήταν τόσο όμορφη, κι ας έρχονταν για να τη δουν από κάθε γωνιά του κόσμου. Τη νύχτα αυτή, την πέρασε κοιτώντας το τιρκουάζ κι αποχαιρετώντας όχι την ΕΒελίνα μα τις αναμνήσεις των τελευταίων ετών. Στη βίλα γύρισε μετά που ξημέρωσε, έκανε μπάνιο κι άλλαξε ρούχα, αναλογιζόμενος τη διορία που του είχε δώσει ο Μακρής για να τα μαζέψει και να φύγει. Πράγματι, γέμισε τις βαλίτσες του με τα ρούχα και όλα τα άλλα προσωπικά του αντικείμενα, και μετά κατέβηκε πρώτος από όλους στην τραπεζαρία για να πάρει πρωινό, και μόνος έφαγε, αφού δεν εμφανίστηκε άλλος. Δεν τον ένοιαξε, για μια φορά ένιωσε οικοδεσπότης και ιδιοκτήτης. Στις εννιά ακριβώς χτυπούσε την πόρτα από τη βιβλιοθήκη του Μακρή. Μπήκε χωρίς να περιμένει την άδεια του. «Τι τρέχει; Έχεις τα χάλια σου, μα δε φαντάζομαι να σε απασχολεί αυτό». Ο Λεωνάτος γέλασε και τον πλησίασε χωρίς επιφυλάξεις. Κοίταξε τα χέρια του, ήταν τυχερός, πολύ τυχερός. «Τα χάλια σου τα έχεις εσύ Ανδρέα, μόνο που δεν το ξέρεις ακόμη, ως και το παιδί σου σε εγκατέλειψε». Πάνιασε ο Μακρής που εκείνη την ώρα υπέγραφε μια στοίβα χαρτιών που υψωνόταν μπροστά του. «Το παιδί μου δε θα το ξαναπιάσεις στο στόμα σου». «Καλά έκανε κι έφυγε, αυτό ήθελα να σου πω, μα ας είναι, θα μιλήσουμε για την πόρνη σου». Ο Λεωνάτος άδραξε τον αριστερό του καρπό με το ρολόι της Βεατρίκης. «Τι κάνεις»; Προσπάθησε να τραβηχτεί ο Μακρής αλλά χωρίς επιτυχία. «Αυτό εδώ εκείνη σου το χάρισε, έτσι δεν είναι»; «Αυτό δε σε αφορά». «Αλήθεια; Έτσι λες; Μπορώ να βγάλω χρήματα αν πουλήσω το μυστικό σας, και είναι πολύ διεφθαρμένο αυτό το μυστικό. Το ξέρεις πως δε σου το δώρισε από αγάπη αλλά από ανάγκη να σε κατασκοπεύει»; Ο Μακρής του έδωσε μια σπρωξιά και απομακρύνθηκε από τα χαρτιά, πετώντας στο γραφείο το στυλό του. «Σου έχω δώσει διορία Γιώργο, κι αυτή από σεβασμό για την αγάπη που σου είχε η ΕΒελίνα». Κάγχασε ο γιατρός και πήγε πάλι να σταθεί κοντά του. «Χθες έπαιζα σε μια λέσχη παρέα με το τσιράκι της καλής σου. Τα ξέρασε όλα όταν κατάλαβε πως μπορούσε να πάρει τα χρήματα μου για την πληροφορία που είχε να μου δώσει. Αυτός το αγόρασε για λογαριασμό της. Αν το ανοίξεις, θα δεις πως έχει μέσα του μια μικροκάμερα. Η Βεατρίκη, με τη βοήθεια του ανθρώπου αυτού, σε παρακολουθούσε να περνάς χρόνο με μια από τις καινούριες σου γραμματείς». Ο Μακρής, σαν να τον έκαιγε το ρολόι ξαφνικά, το ξεκούμπωσε και το έβγαλε από το χέρι του. Μετά, και σχετικά εύκολα επειδή είχε φορέσει αρκετά παρόμοια ρολόγια, το άνοιξε, και βρέθηκε να κοιτάει τη μικρούτσικη κάμερα. Ο Λεωνάτος χαμογέλασε, κακός δεν ήταν, έπρεπε ωστόσο να βρει έναν τρόπο για να βγάλει μερικά χρήματα πριν φύγει από αυτό το μέρος. Όσο για τον τζόγο, αυτόν ναι, ήταν ανάγκη να τον περιορίσει σημαντικά. «Πόσα θέλεις για να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό αλλά και για να φύγεις σήμερα κιόλας από την Κύπρο μια για πάντα; Θα σε πάει ο πιλότος μου όπου επιθυμείς». Ο Λεωνάτος έσμιξε τα φρύδια. «Ένα θύμα της είσαι κι εσύ, όπως θύμα της ήταν κι ο Αλεβίζος, σήμερα κηδεύεται». «Άκουσες τι σε ρώτησα, λέγε». Ο Μακρής που είχε για άλλη μια φορά ταπεινωθεί μπροστά του, κατάλαβε πως εκείνος θα άρχιζε να παζαρεύει, κι αυτό ήταν κάτι που δεν του άρεσε διόλου, ειδικά σε κάτι στιγμές σαν κι αυτές. Έτσι, επέστρεψε στο γραφείο, κάτι σημείωσε σε ένα μπλοκ επιταγών, και μετά του το πέταξε. Ο γιατρός το πήρε και το κοίταξε και τα βλέφαρα του πετάρισαν. «Σε ευχαριστώ πολύ, καπνός θα γίνω, πες στον πιλότο σου πως φεύγουμε για Παρίσι. Και μην ανησυχείς, κανείς δε θα μάθει τίποτα πια για εμένα, ούτε και για τους έρωτες σας». «Να πας στο καλό Γιώργο». Ο γιατρός κοκάλωσε, μόνο τέτοια ευχή δεν περίμενε να ακούσει από τα χείλη του άλλου. Πήγε προς την πόρτα βάζοντας το μπλοκ στην τσέπη του. «Ευχαριστώ Ανδρέα, σου εύχομαι ό,τι καλύτερο, και γρήγορα να ξαναγίνεις πατέρας». Βγήκε κλείνοντας όσο πιο ήσυχα μπορούσε την πόρτα πίσω του. Μετά, αφού ήταν πια έτοιμες οι βαλίτσες του, τις πήρε και πήγε στον ροδόκηπο. Ήθελε να τον θαυμάσει για μια φορά ακόμη, όσο θα περίμενε τον πιλότο του Μακρή, ο οποίος είχε αναμφίβολα κιόλας σηκώσει το τηλέφωνο του γραφείου του για να τον καλέσει. Για τη Βεατρίκη, η μέρα εκείνη είχε ξεκινήσει σχετικά καλά, παρά το γεγονός πως θα γινόταν στην Ελλάδα η κηδεία του Άρη. Δε θα μπορούσε φυσικά να πάει μα δεν την πείραζε, είχε ήδη ευχηθεί να αναπαυθεί η ψυχή του. Είχε ξυπνήσει νωρίς για να ετοιμαστεί, θα έφευγε πριν πάρει πρωινό για να δώσει το αίμα για τις εξετάσεις. Όλα όμως όσα είχε ακούσει από την ηχογραφημένη φωνή της ΕΒελίνας, της είχαν φέρει έναν δυνατό εφιάλτη με λάστιχα που στρίγκλιζαν και μωρά που έκλαιγαν δυνατά. Έφυγε πολύ πριν μάθει ο Μακρής αυτό που του είχε κάνει εκείνη. Όταν γύρισε στο σπίτι λίγες ώρες αργότερα, πληροφορήθηκε από την καμαριέρα της πως ο Ανδρέας είχε πάει στο γραφείο του αλλά και πως ο Γιώργος Λεωνάτος τους είχε αφήσει για πάντα. Αυτό το τελευταίο της ήταν αδύνατο να το πιστέψει, κι έτσι, παρά τη βιασύνη της να επιστρέψει στο φλασάκι της ΕΒελίνας, ζήτησε περισσότερες πληροφορίες καθώς και κάτι για να φάει. Παραδόξως, δεν ένιωθε το στομάχι της ανακατεμένο, κι έτσι αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί. Η κοπέλα που της έφερε έναν γεμάτο δίσκο, της εξήγησε πως ο Λεωνάτος ήταν έξω από το σπίτι για όλη σχεδόν την περασμένη νύχτα, και πως το πρωί, πήγε να βρει τον κύριο Μακρή στη βιβλιοθήκη του. Δεν έμεινε πολύ εκεί, μα όταν βγήκε, ήρθε και τον πήρε με το αμάξι ο ίδιος ο πιλότος του κυρίου. Τους αποχαιρέτισε όλους, λέγοντας πως δε θα επέστρεφε ποτέ. Ούτε που θορυβήθηκε η Βεατρίκη στο άκουσμα όλων αυτών, μόνο βάλθηκε να τρώει. Πολύ απλά εκείνος δεν είχε λόγο να μένει πια στη βίλα χωρίς την Εβελίνα, αφού ήξερε πως δεν ήταν στους υπόλοιπους και ιδιαίτερα αρεστός. Ρώτησε την κοπέλα αν υπήρχε κάποιο νέο από την Ξένια, μα όταν εκείνη έγνεψε αρνητικά, την ευχαρίστησε και την έστειλε να συνεχίσει τη δουλειά της. Μετά, έβαλε το φλασάκι στον υπολογιστή και φόρεσε τα ακουστικά της. Τώρα θα μάθαινε πια και τα τελευταία μυστικά της Εβελίνας, να είχε άραγε σκοτώσει άνθρωπο άθελα της;

Ο χρυσός κρίκοςWhere stories live. Discover now