15

512 80 4
                                    

Η Έλλη μπήκε στο σαλονάκι προσπαθώντας να ελέγξει τον εαυτό της μόνο για το χατίρι της Ξένιας. Προς μεγάλη της χαρά κι ανακούφιση, τη βρήκε να κάθεται εκεί ήδη. Αυτή τη φορά δεν κρατούσε τίποτα άλλο εκτός από ένα παλιό βιβλίο τσέπης, κι έτσι η Έλλη συμπέρανε πως είχε πάρει πια το πρωινό της. Τα μάτια της έδειχναν απόμακρα, ενώ και η συνολικότερη στάση του κορμιού της την παρέπεμπε σε μια ελαφρώς φθίνουσα κατάσταση συναγερμού. Την πλησίασε πάντως ήρεμα και κάθισε απέναντι της κατά τη συνήθεια της, κι αυτόματα, οι δικοί της προβληματισμοί πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, ακόμη κι αν πολλοί από αυτούς συνδέονταν άρρηκτα μαζί της. «Καλημέρα, να με συγχωρείς που άργησα, αυτό διάβαζες χθες; Είναι η ιστορία του Πουαρό με την πλούσια κληρονόμο σωστά»; Η Ξένια έστρεψε το βιβλίο προς το μέρος της κι εκείνη έριξε μια ματιά στον τίτλο, καταλαβαίνοντας πως αυτό ήταν πράγματι το βιβλίο της κοπέλας. «Το τελείωσα, γιατί άργησες»; Η Έλλη ανασήκωσε τους ώμους. «Έλαβα κάποιο e-mail και δε μπορούσα να το αγνοήσω». «Από το φίλο σου»; Η Ξένια γύρισε την πρώτη σελίδα του βιβλίου της κι άγγιξε με τον δείκτη του δεξιού της χεριού μια γραμμή. Αυθόρμητα η Έλλη έκανε να σκύψει από πάνω της αλλά συγκρατήθηκε. Αυτό θα μπορούσε να τα χαλάσει όλα. «Όχι, δεν ήταν από αυτόν». «Άρα έχεις φίλο». Τα μάτια της κοπέλας γέμισαν με φως και η Έλλη κατάλαβε πως θα μπορούσε άνετα να πιαστεί από αυτή της την αντίδραση για να προχωρήσει λίγο παρακάτω μαζί της. «Κάποτε είχα, ετοιμαζόμουν να τον παντρευτώ αλλά με άφησε για μια άλλη γυναίκα πολύ πιο μικρή κι ανέμελη». Το φως έσβησε από τα μάτια της Ξένιας. Τότε, η Έλλη σηκώθηκε με χάρη και πήγε προς την άλλη μεριά του δωματίου αρχίζοντας να κοιτάει με ενδιαφέρον έναν πίνακα ζωγραφικής που πρώτη φορά τον πρόσεχε. Η Ξένια στάθηκε κι εκείνη στα πόδια της. «Σου αρέσει; Ο Στιβ τον έφτιαξε». Ο πίνακας ήταν μια υπέροχη αποτύπωση της παραλίας με τα γαλάζια νερά που βρισκόταν τόσο κοντά στη βίλα της οικογένειας Μακρή. Η Έλλη πριν στραφεί να της χαμογελάσει, αναρωτήθηκε πως και δεν τον είχε δει τις προηγούμενες φορές που είχε περάσει χρόνο μαζί της μέσα σε αυτό το σαλόνι. «Ναι, είναι όμορφος, το αντίγραφο πολύ πιστό, μα ποιος είναι ο Στιβ; Έχεις κι εσύ φίλο»; Χωρίς να βγάλει λέξη από το στόμα της, η Ξένια έτεινε το ανοιχτό βιβλίο προς το μέρος της, και μετά της γύρισε την πλάτη πηγαίνοντας προς τα πίσω μέσα στο δωμάτιο. Η Έλλη πήρε το παλιό αστυνομικό μυθιστόρημα και κοίταξε τη σελίδα. Δεν είχε άδικο να την αγγίξει η Ξένια με το δάχτυλο της. Κάποιος με λεπτό γραφικό χαρακτήρα, της είχε σημειώσει μια αφιέρωση στη σελίδα αυτή: «Στην Ξένια, που μου έδειξε πόσο όμορφο μπορεί να γίνει το γαλάζιο του νερού». Η Έλλη ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Μήπως αυτός που είχε γράψει την αφιέρωση αυτή να ήταν ο Στιβ, ο ζωγράφος του πίνακα μέσα στον οποίο έμοιαζε να έχει χαθεί προσωρινά τουλάχιστον η κοπέλα; «Ποιος είναι ο Στιβ»; «Το ξέρεις πως η μητέρα μου είχε ακούσει ζωντανά τη Σάντρα Μαρή να παίζει βιολί»; Η Ξένια κάλυψε με το δεξί της χέρι το στόμα της, χωρίς όμως να στραφεί ξανά προς το μέρος της Έλλης. Εκείνη έσφιξε στο στήθος της το βιβλίο ευχαριστώντας το θεό που δε μπορούσε να τη δει εκείνη. «Όχι, αυτό δεν το ήξερα. Πότε»; «Κάποτε παλιά μου είπε. Φαντάσου, δεν είχε ιδέα για τον θάνατο της, κι όλη τη μέρα κάθεται και ξεφυλλίζει τέτοια περιοδικά». Η Έλλη πήγε πάλι δειλά προς το μέρος της. «Εσύ της το είπες δηλαδή πως πέθανε»; Επιτέλους, η Ξένια ξεκόλλησε τα χέρια της από το πρόσωπο της και γύρισε να την κοιτάξει. «Ναι εγώ της το είπα, πριν από λίγο που τη συνάντησα για πρωινό στην τραπεζαρία». «Μάλιστα, ποιος είναι ο Στιβ»; «Μου φάνηκε πως ταράχτηκε κάπως από την είδηση και μετά μπέρδεψε τα λόγια της, τον λόγο όμως για αυτό δεν τον ξέρω. Μετά που θέλησα να τη ρωτήσω περισσότερα δεν τα κατάφερα, γιατί μπήκε μέσα κι ο γιατρός της». Η Ξένια τα είπε όλα αυτά μαζί με μια ανάσα, αλλά φυσικά δε διέφυγε καθόλου στην Έλλη η αλλαγή στο ηχόχρωμα της φωνής της όταν αναφέρθηκε στον Γιώργο Λεωνάτο. «Μα εκείνος είναι ο γιατρός ολόκληρης της οικογένειας, όχι μόνο της μητέρας σου». Η Ξένια της πήρε κάπως απότομα το βιβλίο της μέσα από τα χέρια αλλά η Έλλη δεν της έδειξε την απογοήτευση της. «Μπορεί, μα έχει μάτια μόνο για τη μητέρα μου. Εγώ έφυγα πάντως, και ήρθα εδώ να σε περιμένω». Η Έλλη, όταν συνειδητοποίησε πως η κοπέλα είχε ενοχληθεί από την ίδια της την αναφορά στη μητέρα της, άρχισε πολύ αργά αλλά εντελώς ανεπιτήδευτα, να απομακρύνεται από τον πίνακα με την παραλία. Η Ξένια την ακολούθησε χωρίς όμως να αντιλαμβάνεται την πρόθεση της. «Δεν τον συμπαθείς τον κύριο Λεωνάτο»; «Κάποτε τον συμπαθούσα πολύ, μα τώρα όχι». Δεν την πίεσε παραπάνω, θα έβρισκε κάποια άλλη ευκαιρία να το πράξει. Σε λίγο, οι δυο τους έβγαιναν μαζί από το σαλόνι. Η Ξένια απλά περπατούσε μηχανικά πίσω της, ενώ η Έλλη επέλεγε τις λέξεις και την κατεύθυνση των βημάτων της με τέλεια φροντίδα και περίσκεψη. «Αυτός ο πίνακας πότε φιλοτεχνήθηκε»; «Πέρισι τα Χριστούγεννά. Είχαμε καλέσει τον Στιβ να μείνει μαζί μας για τις διακοπές». «Σύμφωνοι μα ποιος είναι αυτός ο Στιβ που ζωγραφίζει τόσο όμορφα»; Τώρα κατέβαιναν μια στριφογυριστή σκάλα που ποτέ δεν την είχε δει ούτε κι αυτή η Έλλη, δεν πείραζε όμως, πού θα μπορούσε να οδηγεί; «Ο Στιβ είναι ο πρώην φίλος μου, εσένα πώς λεγόταν»; «Γιάννης, πολύ βαρετό δεν είναι το όνομα του»; «Ναι, πολύ, έχεις καμιά φωτογραφία του να μου δείξεις»; Η Έλλη λίγο έλειψε να κοντοσταθεί. «Έχω, στο κινητό μου. Εσύ; Θα μου δείξεις κάποια του Στιβ»; «Μπορεί, Έλλη, πού πάμε»; Η Ξένια μόλις εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως είχαν φτάσει στη βάση της σκάλας. Η Έλλη όσο πιο απαλά μπορούσε, την άγγιξε στο μπράτσο της αλλά εκείνη τίναξε μακριά το χέρι της. Αυτό οπωσδήποτε δεν ήταν καλό μα η γυναίκα δεν πτωήθηκε. Δεν είχε κάνει όλον αυτό τον δρόμο μαζί της μεταφορικά και κυριολεκτικά για να τα παρατήσει τώρα. «Για να είμαι ειλικρινής αυτό δεν το ξέρω. Αυτή τη σκάλα δεν την έχω ξαναδεί, με συγχωρείς, μπορούμε να επιστρέψουμε στο σαλόνι. Θα πάω να βρω φωτογραφίες του Γιάννη στο κινητό μου όπως σου είπα». «Από εδώ μπορούμε να βρεθούμε στην παραλία μέσα σε μια στιγμή». Τι εννοείς»; «Αν βγούμε τώρα από το σπίτι, τότε θα έχουμε παρακάμψει εντελώς τον ροδόκηπο». Η Έλλη κούνησε το κεφάλι της ξαφνιασμένη. «Ομολογώ πως δεν το γνώριζα, κατά λάθος πήρα αυτή τη διαδρομή, το σπίτι είναι μεγάλο». «Είχα πάει και τον Στιβ από εδώ στη θάλασσα. Του μιλούσα για αυτή στο πανεπιστήμιο, μαζί σπουδάζαμε, ο Στιβ είναι μισός Άγγλος μισός Έλληνας. Του είχα πει τόσα πολλά για το γαλάζιο χρώμα αυτής της παραλίας που στο τέλος δε μπορούσε πια να περιμένει άλλο για να τη δει». Η Έλλη συγκατένευσε αρχίζοντας να αμφιταλαντεύεται έντονα ανάμεσα στη λογική που της υπαγόρευε να μην προχωρήσει παρακάτω, μα και στην ανάγκη της να επιχειρήσει το επόμενο βήμα, όσο μικρό κι αν ήταν αυτό. «Υπάρχει πόρτα δηλαδή κάπου εδώ»; «Ναι, έλα να σου δείξω». Η Ξένια της έγνεψε να αρχίσει να περπατάει κι εκείνη την ακολούθησε ευγνώμων μπαίνοντας παράλληλα ξανά σε επιφυλακή. Η κοπέλα έστριψε στη γωνία και η Έλλη πρόσεξε τότε τη σιδερένια πόρτα με τον σύρτη. «Αν τον τραβήξεις θα δεις τη θάλασσα, ο Στιβ έλεγε πως θα μπορούσες αν ήθελες να την κρατήσεις στη χούφτα σου». Η Έλλη ετοιμάστηκε να αγγίξει τον σύρτη αλλά το χέρι της Ξένιας βρέθηκε να αδράχνει το δικό της νευρικά, με υπερένταση και μια αποφασιστικότητα που την έκανε να απορήσει. Ως και πριν από ελάχιστες στιγμές, η κοπέλα μιλούσε με ρομαντισμό και νοσταλγία, αποκαλύπτοντας μια άλλη όψη του εαυτού της. «Μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να τον τραβήξω τον σύρτη αυτόν αφού δεν το θέλεις να το κάνω. Εγώ το μόνο που ήθελα, ήταν να συγκρίνω το γαλάζιο του πίνακα με αυτό των κυμάτων, δε θα το κάνω όμως, σου ζητάω ειλικρινά συγγνώμη». «Το χέρι της Ξένιας έσφιξε κι άλλο τον καρπό της, αλλά τώρα, κάτι στη λαβή της είχε διαφοροποιηθεί. Η πρότερη της τάση να τη σταματήσει, είχε μετατραπεί σε μια κραυγή για βοήθεια, μια κραυγή που θα αργούσε ακόμη να ξεγλιστρήσει από τα χείλη της. Όσο πιο ήσυχα μπορούσε, η Έλλη άρχισε να της χαιδεύει με τον αντίχειρα το χέρι της, όπως το έκανε κάποτε κι ο Άγγελος αυτό με το δικό του το χέρι... Έπρεπε να τηλεφωνήσει στον Πέτρο, δεν ήταν σωστό να καθυστερεί αποκρύπτοντας του μια τέτοια πληροφορία... «Χωρίσαμε επειδή ήμουν δειλή, κι επειδή αυτός νόμιζε πως εγώ είχα παραισθήσεις». «Εμένα καθόλου δειλή δε μου φαίνεσαι, και δε σου λέω ψέματα... Όσο για τις παραισθήσεις τι να σου πω, εγώ έχω όλη την ώρα». «Το εννοείς»; Η λαβή της κοπέλας στο χέρι της χαλάρωσε κι άλλο. «Βεβαίως, σχεδόν πάντα νομίζω για παράδειγμα πως κάποιος με ακολουθεί». «Κι εγώ το ίδιο νόμιζα, ακριβώς το ίδιο». «Και του το είπες αυτό»; «Ναι, μια φορά». «Κι εκείνος τι είπε»; Η Έλλη μάλωσε τον εαυτό της για την απερισκεψία της. Αυτή την τελευταία ερώτηση δεν έπρεπε να της την είχε κάνει. Η Ξένια δεν της απάντησε, μόνο έκανε ένα βήμα πίσω. «Είναι καλός ζωγράφος, πήγαινε να κάνεις τη σύγκριση και μόνη σου. Θα δεις πως οι αποχρώσεις ταιριάζουν εκπληκτικά καλά». Η Έλλη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, θέλοντας να κερδίσει το χαμένο έδαφος. «Όχι, δε θα το κάνω. Θα περιμένω να πάμε μαζί μέχρι εκεί. Έχει κοχύλια η παραλία αυτή; Όταν ήμουν μικρή μου άρεσε να τα μαζεύω». «Κάποτε τα λάτρευα τα κοχύλια, τα έκανα φίλους μου, μα με πρόδωσαν κι αυτά, όπως κι όλοι οι άλλοι». Η Ξένια έκανε μια κίνηση σαν για να σκουπίσει τα μάτια της, τα οποία ωστόσο εξακολουθούσαν να είναι στεγνά. Για μια ακόμη φορά η Έλλη ένιωσε την ακατανίκητη επιθυμία να κρατήσει σημειώσεις, και για μια ακόμη φορά αισθάνθηκε πως η σύνδεση της με την κοπέλα αυτή έσπαζε αμείλικτα. «όλοι σε αγαπάνε Ξένια, κι αν κάποιος από αυτούς σε πρόδωσε, τότε δεν το έκανε σε καμιά περίπτωση επίτηδες». «Τα λες αυτά επειδή δεν έχεις ακούσει τους ψιθύρους των κοχυλιών. Άλλες ήταν οι κουβέντες που ξεκινούσαν αυτά να μου λένε, κι άλλες εκείνες που κατέληγαν να μου εκμυστηρευτούν στο τέλος». «Αυτές τις κουβέντες τις θυμάσαι καλά»; «Ναι, πολύ καλά, μα δε θα τις πω ποτέ σε κανέναν, μόνο στον Στιβ έκανα το λάθος να εξομολογηθώ κάποτε τη μια». Η Έλλη κράτησε την ανάσα της, αλλά τίποτα περισσότερο δεν ήρθε να προστεθεί σε όσα της είχε πει η Ξένια, τα οποία δεν ήταν λίγα. «Αφού τις θυμάσαι γιατί δεν τις καταγράφεις κι αυτές όπως έκανες και με τη λίστα των μουσικών έργων»; Η άλλη ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν ξέρω, αυτό δεν το σκέφτηκα ποτέ να το κάνω». «Δε χάνεις τίποτα να δοκιμάσεις, θα είναι κι αυτή μια μορφή εξομολόγησης δε νομίζεις; Ξέρεις, υπάρχει και κάτι άλλο που θα μπορούσες να κάνεις όσο θα γράφεις τις κουβέντες αυτές, αν ποτέ το αποφασίσεις δηλαδή να το κάνεις». «Σαν τι»; «Μπορείς να ακούς των ήχο των κυμάτων από τον υπολογιστή σου σε πολύ χαμηλή ένταση. Έτσι, θα έχεις κάνει άλλο ένα βήμα πιο κοντά προς το γαλάζιο του πίνακα». Η Ξένια το σκέφτηκε. «Αν θέλεις, θα σου δείξω το δωμάτιο μου, και μπορείς να με βοηθήσεις να διαλέξω μια σωστή ηχογράφηση των κυμάτων για να δοκιμάσω, αλλά όχι τώρα, όχι τώρα»... «Βέβαια, όποτε θέλεις εσύ θα μου το δείξεις. Η αλήθεια είναι πως κάποιες ηχογραφήσεις δεν είναι καλές, υπάρχουν όμως ορισμένες άλλες που είναι εξαιρετικές. Θα σε βοηθήσω να τις εντοπίσεις και να τις αξιοποιήσεις όποτε θέλεις». Η Ξένια συγκατένευσε κι έκανε στροφή για να φύγει. Η Έλλη ήξερε πως είχε γίνει σημαντική δουλειά για εκείνο το πρωί κι έτσι δεν προσπάθησε να τη σταματήσει. Μα εκείνη της μίλησε ξανά πριν αρχίσει να ανεβαίνει πάλι τη στριφογυριστή σκάλα. «Τι θα κάνεις τώρα»; «Θα γυρίσω στο δωμάτιο μου να δουλέψω λίγο». «Τότε θα τα πούμε το απόγευμα». «Σίγουρα, εκτός αν κατέβεις για το μεσημεριανό φαγητό, εγώ λέω να το κάνω». «Θα το σκεφτώ». Η Ξένια κοντοστάθηκε για τελευταία φορά, κι ύστερα ανέβηκε τα σκαλοπάτια αργά. Κάθε τόσο, γύριζε το κεφάλι προς την κατεύθυνση της Έλλης που δεν παρέλειπε να της χαμογελάσει. Δεν κουνήθηκε από τη θέση της ως τη στιγμή που η κοπέλα χάθηκε. Τότε πια, πήρε κι εκείνη το δρόμο για το δικό της δωμάτιο. Κλείδωσε την πόρτα της, κι άνοιξε το λάπτοπ της καθώς και το χρηματοκιβώτιο. Μετά, έβαλε στον υπολογιστή το στικ με το αρχείο της Ξένιας, και το άνοιξε. Πριν αρχίσει όμως να διαβάζει, τράβηξε μπροστά της το μπλοκάκι της και άρχισε να γράφει όσο πιο γρήγορα και μεθοδικά μπορούσε τα τελευταία της συμπεράσματα που ήταν πυκνά, σταθερά και βέβαια σε σχέση με τις προηγούμενες μέρες.

Ο χρυσός κρίκοςWhere stories live. Discover now