8

630 79 7
                                    

Μέχρι τη στιγμή που έλαβε ο Άγγελος την απάντηση της Έλλης στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο, είχε ήδη προχωρήσει αρκετά στη δουλειά του. Η οθόνη μπροστά του ήταν ήδη γεμάτη με διάφορες φωτογραφίες τόσο της Ξένιας όσο και της Σάντρας Μαρή. Ας έλεγε ό,τι ήθελε ο Πέτρος για τις συνδέσεις, μπορεί η Έλλη να τις διέκρινε όλες τους εκπληκτικά εύκολα, κι ο ίδιος ο Άγγελος όμως είχε αρχίσει να σκέφτεται ένα σωρό πράγματα για τα δυο κορίτσια. Τα χρώματα των μαλλιών και των ματιών τους δεν ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα για παράδειγμα, ενώ και οι ηλικίες τους ήταν αρκετά κοντινές. Ακόμη ήταν κόρες πολύ πλούσιων επιχειρηματιών, που και οι δυο τους μάλιστα πάλευαν για να κυριαρχήσουν τόσο στα νερά της Ελλάδας όσο και σε αυτά της Κύπρου. Ο Μακρής ασχολούταν βέβαια συντριπτικά με το πετρέλαιο, ενώ ο Μαρής περιστρεφόταν και γύρω από τα κρουαζιερόπλοια καθώς κι από άλλες πτυχές των ναυτιλιακών, μα δεν ήταν πως με τις πτυχές αυτές δεν είχε να κάνει καθόλου κι ο άλλος. Διάβασε το μήνυμα της Έλλης προσπαθώντας να αδειάσει το μυαλό του από όλα αυτά έστω και για πέντε λεπτά. Όταν τελείωσε την ανάγνωση του μηνύματος, κατάλαβε πως δεν είχε κανένα νόημα να της απαντήσει εκείνη τη στιγμή, διότι η Έλλη, θα προσπαθούσε να περάσει κάπως διαφορετικά τη νύχτα της από το να μιλάει μαζί του για ώρες. Έτσι, επέστρεψε στη δουλειά του αποφασίζοντας να της στείλει το επόμενο μήνυμα του όταν θα σταματούσε για λίγο μήπως και τα κατάφερνε να ξεκουραστεί. Εξέτασε όσο πιο λεπτομερώς μπορούσε τις φωτογραφίες των δυο κρίκων, και πείστηκε εύκολα πως δεν ήταν ίσως κι ακριβώς η ίδια η διάταξη στα σύμβολα που υπήρχαν χαραγμένα μέσα, αν και χωρίς την επεξεργασία τους με τα κατάλληλα προγράμματα δε θα μπορούσε κανείς τους να είναι σίγουρος. Με την πρώτη ματιά τα πάντα φαίνονταν ίδια. Γύρω στις τρεις το πρωί, αποθήκευσε αυτά που είχε γράψει, κι άρχισε να πληκτρολογεί την απάντηση του για την Έλλη: «Λυπάμαι που δεν έκανα αυτό που μου ζήτησες Έλλη, μα για εμένα όπου κι αν είσαι, είναι αδύνατο να μη σε νοιαστώ, αδύνατο να μην πονέσω κι εγώ για το ξύπνημα του εφιάλτη, αδύνατο να μην πασχίσω να βρω μαζί σου μια λύση. Τώρα θα δοκιμάσω να κοιμηθώ, και θα τα πούμε πάλι αύριο, αν το θέλεις. Εσύ θα είσαι που θα υπαγορεύεις τα βήματα που θα κάνουμε για τον δικό μας χορό, επειδή εσύ είσαι που έχεις πληγεί περισσότερο από την ιστορία αυτή. Για αυτό, το μόνο που θα κάνω είναι να σε ακολουθώ προς το παρόν. Καληνύχτα Έλλη, καλή ξεκούραση». Όταν έστειλε το μήνυμα, απενεργοποίησε τον υπολογιστή του και πήγε για ύπνο. Αυτή τη φορά ξάπλωσε στο κρεβάτι της Έλλης, και παρά την πίστη του για το αντίθετο, κοιμήθηκε μέσα σε δέκα λεπτά. Το άλλο πρωί, ξύπνησε νωρίς. Έφτιαξε καφέ χρησιμοποιώντας τη μηχανή για τον εσπρέσο του Γιάννη, τον οποίο εξακολουθούσε να τον σκέφτεται πολύ. Σήμερα, ο Γιάννης εργαζόταν για τη δημοτική υπηρεσία στην οποία δούλευε η Έλλη πριν ξεσπάσει η καταιγίδα, ενώ τα απογεύματα, έβλεπε και κάποιους πελάτες ιδιωτικά. Ο Άγγελος είχε μάθει πως ήθελε να στραφεί αποκλειστικά στους πελάτες αυτούς, αλλά πως για την ώρα δεν είχε τα χρήματα για να το πράξει. Ξέπλυνε το φλιτζάνι του, και ντύθηκε αφού έκανε ένα ζεστό ντους. Δε μπήκε στον κόπο να ανοίξει από το σπίτι της το ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο, το ήξερε καλά πως θα του απαντούσε αργότερα. Κι άλλωστε, ήθελε να βρεθεί στο γραφείο του Πέτρου το συντομότερο δυνατό, προκειμένου να προλάβει να μιλήσει μαζί του για όλα όσα τον απασχολούσαν από χθες. Ανυπομονούσε πολύ να μάθει αν είχε βρει ο Στάθης κάποιο ηλεκτρονικό ίχνος του Άρη, κι αν είχε επίσης καταφέρει να βγάλει τίποτα σημαντικό από το ξεψάχνισμα του κινητού της Σάντρας που είχε βρεθεί μαζί της στο μπάνιο. Πήρε τα πράγματα του κι έφυγε από το σπίτι της Έλλης. Μέσα από το αυτοκίνητο του, έκανε την πρώτη κλήση της ημέρας στο Μαύρο μαργαριτάρι. Η συνεργάτιδα του η Μαίρη τον ενημέρωσε πως ένας τραπεζικός επενδυτής που ήταν κι από τους καλύτερος πελάτες τους αφού ερχόταν πολύ συχνά στο ξενοδοχείο, έκανε μεγάλη φασαρία παρά τον ήρεμο χαρακτήρα του εξαιτίας της αναστάτωσης που είχε προκληθεί χθες, κι ακόμη, του είπε πως οι άνδρες από την ασφάλεια του ξενοδοχείου, είχαν αναγκαστεί να διώξουν με έναν άσχημο τρόπο τους δημοσιογράφους δυο τηλεοπτικών καναλιών που είχαν φτάσει εκεί πριν από τις εφτά το πρωί. Ο Άγγελος την ευχαρίστησε εξηγώντας της πως θα το τακτοποιούσε άμεσα κι αυτό το ζήτημα. Μετά, της είπε πως θα πήγαινε στην αστυνομία για να βοηθήσει τον Πέτρο, ζητώντας της να τον καλεί στο τηλέφωνο πολύ συχνά για να τον ενημερώνει για τα πάντα. Εκείνη υποσχέθηκε πως θα το κάνει και του ευχήθηκε καλημέρα. Αν και χτύπησε την πόρτα από το γραφείο του Πέτρου είκοσι λεπτά πριν τις οχτώ, τον βρήκε ήδη εκεί. Έδειχνε φρέσκος και ξεκούραστος. Για την ώρα μιλούσε μόνο με την Ελένη, η οποία είχε ακουμπήσει στο γραφείο μπροστά του τοστ, καφέ και προφανώς του γκρίνιαζε για να φάει. Μόλις είδε τον Άγγελο να μπαίνει, ο Πέτρος έπιασε τελικά τον καφέ και του χαμογέλασε εγκάρδια. «Καλώς τον, καλημέρα, χαίρομαι που ήρθες νωρίτερα. Έλα, κάθισε». Ο Άγγελος χαιρέτισε την Ελένη που βγήκε έπειτα από το γραφείο, και πήρε τη θέση του απέναντι από τον Πέτρο που δεν είχε αγγίξει ακόμη το τοστ. «Μπόρεσες να κοιμηθείς; Εγώ τα κατάφερα. Δούλεψα αρκετά όμως προηγουμένως. Άρχισα να βρίσκω τις πρώτες συνδέσεις ανάμεσα στην Ξένια και στη Σάντρα». Του έδωσε ένα στικάκι με το αρχείο που είχε δημιουργήσει περιμένοντας να τον αποπάρει εκείνος, πράγμα όμως που δεν έκανε ποτέ. «Μπράβο, από εκεί έπρεπε να ξεκινήσεις, μην ακούς αυτά που σου είπα εγώ χθες». Έβαλε το στικ σε ένα συρτάρι, αρχίζοντας τελικά να τρώει και το τοστ. «Ποιον θα δούμε πρώτο σήμερα»; Ο Πέτρος κοίταξε το ρολόι που φορούσε στον καρπό και τελικά ενεργοποίησε τον ηλεκτρονικό του υπολογιστή. «Υπήρξε μια καθυστέρηση στην αεροπορική πτήση με την οποία θα έφταναν εδώ τα μέλη της οικογένειας Μαρή. Μη με ρωτήσεις γιατί επέλεξαν να ταξιδέψουν χωρίς το δικό τους ιδιωτικό τζετ γιατί δεν την έχω την απάντηση. Μπορεί να το δάνεισαν σε κάποιον φίλο, τέλος πάντων, πρώτη θα δούμε τη στενή φίλη της Σάντρας για την οποία σου μίλησα χθες. Ονομάζεται Ερμίνα Μπλέρρη». Ο Άγγελος κούνησε το κεφάλι του κι αποφάσισε όσο υπήρχε ακόμη καιρός, να μιλήσει στον Πέτρο για αυτό που τον έκαιγε. «Ήθελα κάτι να σου πω, το οποίο αφορά την Έλλη, μα όχι μόνο. Μη με διακόψεις, άκου πρώτα και μετά κρίνε». Τόσο σοβαρά που του μίλησε, ο Πέτρος στράφηκε ολόκληρος πάνω στην καρέκλα του. «Τι τρέχει; Λέγε, ποτέ δε σε διακόπτω όταν πρόκειται για κάτι σοβαρό και το ξέρεις». Τότε ο Άγγελος του είπε τα πάντα, επιλέγοντας όμως να μοιραστεί μαζί του μόνο τα στοιχεία εκείνα που ήξερε πως θα του τα έλεγε και η ίδια η Έλλη εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα. Όταν σταμάτησε να μιλάει κάμποσα λεπτά αργότερα, άνοιξε ο Πέτρος το στόμα του, κι άρχισε να βρίζει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το είχε κάνει κι αυτός χθες το βράδυ. «Πες της να μη φοβάται, και να αρχίσει να μελετάει παράλληλα και το θάνατο της Σάντρας Μαρή στον ελεύθερο της χρόνο. Έμαθα για το βιασμό της καημένης της κοπελίτσας εδώ αλλά επειδή το χειρίζεται άλλος δεν έδωσα βαρύτητα». Άρπαξε το τηλέφωνο πάνω από το γραφείο του, κι άρχισε να μουγκρίζει εντολές μιλώντας με τρεις ανθρώπους διαδοχικά. Τέλος, το έκλεισε κοπανώντας το πάνω στη βάση του, κάνοντας τον Άγγελο να σκεφτεί πως σύντομα θα χρειαζόταν καινούρια συσκευή. «Θα στείλω την Κάτια στο νοσοκομείο να μιλήσει με την κοπέλα. Θα επανέλθουμε άμεσα στο θέμα αυτό αλλά»... Ένα χτύπημα στην πόρτα τον έκανε να σταματήσει να μιλάει. Ο Άγγελος νόμισε πως η Ερμίνα Μπλέρρη είχε φτάσει αλλά έκανε λάθος. Στο άνοιγμα της πόρτα στεκόταν ο Στάθης, που σε αντίθεση με τον Πέτρο έδειχνε φανερά κουρασμένος και ξενυχτισμένος. «Έλα μέσα, καλημέρα. Βλέπω δεν κοιμήθηκες καθόλου». Ο Πέτρος του χαμογέλασε. «Δεν πειράζει, είχα πολλά να κάνω και το ίδιο πολλά πρέπει να γίνουν και σήμερα. Καλημέρα Άγγελε, χαίρομαι που είσαι εδώ». «Τι έμαθες»; Ο Στάθης κούνησε το τάμπλετ του αλλά χωρίς να πάει προς το γραφείο για να το συνδέσει με τον υπολογιστή. «Κάποιος μπήκε κρυφά στο σύστημα του Μαύρου μαργαριταριού κι έσβησε κάτι από μέσα». «Τι θέλεις να πεις»; Ο Άγγελος σηκώθηκε όρθιος. «Υπάρχει ένα κενό μερικών λεπτών σε δυο σημεία. Το πρώτο αφορά στο διάστημα ανάμεσα στις εφτά παρά δέκα κι εφτά ακριβώς του χτεσινού πρωινού ενώ το άλλο εντοπίζεται στο διάστημα ανάμεσα στις έξι παρά δέκα κι έξι ακριβώς στο απόγευμα της προχθεσινής μέρας που έγινε η δεξίωση». «Είσαι σίγουρος»; «Απολύτως, μίλησα και με τον υπεύθυνο, το επιβεβαιώνει χωρίς όμως να είναι σε θέση να το εξηγήσει». «Κρίμα που τον παίνεψες». «Σταμάτα, και κάνε τη μετάφραση». «Αυτός που σκότωσε τη Σάντρα Μαρή, μπήκε στο ξενοδοχείο το ένα απόγευμα, κι έφυγε ανενόχλητος το άλλο πρωί». «Μας υποχρέωσες». «Συγγνώμη». Ο Πέτρος ξεφύσηξε και βάλθηκε πάλι να πίνει καφέ. «Δε φταις εσύ, πήγαινε παρακάτω». «Ο πατέρας της Σάντρας μας είπε πως όλα τα προσωπικά της αντικείμενα βρίσκονται πλέον μακριά από το πατρικό της, οπότε πρέπει να στείλουμε κάποιον στο σπίτι που έμενε το τελευταίο διάστημα για να τα πάρει. Είχε ηλεκτρονικό υπολογιστή». «Κανόνισε το». Ο Στάθης συγκατένευσε και κοίταξε πάλι την οθόνη του τάμπλετ του. «Έχεις ήδη στο ηλεκτρονικό σου ταχυδρομείο την πρώτη έκθεση του ιατροδικαστή Σταυρίδη». Ο Πέτρος τον ευχαρίστησε κι έκανε κάμποσα κλικ με το ποντίκι χωρίς να πει λέξη. «Ο Σταυρίδης λέει πως η κοπέλα φορούσε οπωσδήποτε κάποιο μπρασελέ στο δεξί της χέρι για ώρες, όμως αυτό δε βρέθηκε πάνω της ποτέ. Δεν ξέρω ούτε τι ήταν ούτε κι αν την εμπόδιζε στο παίξιμο του βιολιού. Ο Αλεβίζος εξακολουθεί να παραμένει άφαντος, πάντως δεν έχει πάει στο σπίτι του στην Προβηγκία. Το κινητό τηλέφωνο που βρέθηκε μέσα στο μπάνιο είναι γεμάτο μηνύματα. Κάποια από αυτά έχουν ερωτικό περιεχόμενο, ενώ κάποια άλλα είναι γραμμένα σε αυτοσχέδιο κώδικα ο οποίος σχετίζεται και με τις νότες». Ο Άγγελος μόρφασε αλλά ο Στάθης μίλησε πάλι. «Το τελευταίο ήταν ένα βιαστικό κάλεσμα στον Αλεβίζο που πήγε στη μπλε σουίτα κάποια στιγμή που ήταν σε εξέλιξη η δεξίωση. Δε θα χρειαστώ ειδικό για τα μηνύματα, ήδη τρέχουν τρία προγράμματα για την αποκρυπτογράφηση τους. Στο ένα, μπορώ να σας πω με βεβαιότητα πως η κοπέλα του έδινε ραντεβού για ένα γνωστό ξενοδοχείο στη Μαδρίτη. Γνωρίζουμε ήδη χωρίς αμφιβολία πως επρόκειτο να την επισκεφθεί πολύ σύντομα για να πάρει μέρος σε μια μοναδική συναυλία μόνο για τους βιρτουόζους στο βιολί». Ο Πέτρος έγνεψε καταφατικά. «Κάτι μου λέει πως αυτό που μοιραζόταν η Σάντρα με τον Άρη Αλεβίζο έπρεπε να παραμείνει κρυφό και μάλιστα για κάποιον πολύ σημαντικό λόγο ο οποίος μας διαφεύγει ως τη στιγμή αυτή που μιλάμε. Στοιχηματίζω ό,τι έχω και δεν έχω, πως στην πλειονότητα τους τα μηνύματα που υπάρχουν στη συσκευή αυτή, αποτελούν ενδείξεις για τόπους συναντήσεων και κρυφών ραντεβού ανάμεσα στους δυο τους». Κανείς από τους άλλους δυο δεν αρνήθηκε την αλήθεια στον ισχυρισμό του επιθεωρητή. «Θα μιλήσω και με κάποιον γνωστό μου μουσικολόγο. Θέλω να ρίξει μια ματιά στις παρτιτούρες της κοπέλας, εκτός αν διαφωνείς με αυτό Πέτρο». «Όχι, δε διαφωνώ με τίποτα που θέλεις να κάνεις Στάθη, πήγαινε να συνεχίσεις, αλλά φρόντισε να πάρεις και μια ανάσα έτσι; Σε χρειαζόμαστε». Ο νεότερος άνδρας έγνεψε σε συμφωνία κι ύστερα βγήκε ήσυχα από το γραφείο. Τότε μίλησε ο Άγγελος. «Θέλω να ζητήσεις από την Κάτια, να δώσει για ανάλυση τις φωτογραφίες και από τους δυο κρίκους. Στην αρχή νόμιζα πως τα μηνύματα τους ήταν τα ίδια, αλλά μετά άλλαξα γνώμη. Μπορείς να το κάνεις»; «Πες πως το έκανα ήδη». Ο Πέτρος έστειλε κατευθείαν το ηλεκτρονικό μήνυμα στη βοηθό του, κι ο Άγγελος συνέχισε να του μιλάει: «Τελικά υπήρχε ένας χρυσός κρίκος στο δωμάτιο της Σάντρας ή δυο»; «Δυο, ο δεύτερος που είχε το ίδιο ακριβώς μέγεθος με τον πρώτο, βρέθηκε πάνω στο κομοδίνο, όπως μας το είχε πει η Δήμητρα». «Φαντάζομαι τον πήρε ο Λίνος για ανάλυση. Η Έλλη πρότεινε χθες να ψάξουμε για κάποιο κόσμημα της Σάντρας το οποίο θα λείπει ενδεχομένως. Πέτρο, όπως μπορείς να διαβάσεις και από αυτά που σου έβαλα στο στικάκι, η δουλειά αυτή δεν είναι ίδια με την πρώτη. Ο χρόνος που είχε στη διάθεση του ο άνθρωπος αυτός, ήταν λιγοστός συγκριτικά με αυτόν που είχε στη διάθεση του ο Τζανής. Σκοπεύω αν μου δώσεις τη συγκατάθεση σου, να δείξω τη φωτογραφία από το πτώμα της Σάντρας στη συνάδελφο μου που είχε δει και τις άλλες. Νομίζω πως ούτε και το υλικό που έχει επιλέξει για τα χρώματα δεν είναι το ίδιο». «Προχώρα, αλλά άκου πρώτα τα πορίσματα του ιατροδικαστή που ξεκίνησε και τις τοξικολογικές εξετάσεις. Το δηλητήριο της το έβαλε στο κρασί, βρέθηκε και στα δύο ποτήρια μάλιστα. Δεν ήταν όμως το ίδιο με αυτό που σκότωσε τις άλλες κοπέλες. Τη Σάντρα τη δολοφόνησε χρησιμοποιώντας αρσενικό. Ο θάνατος της τοποθετείται χρονικά ανάμεσα στη μία και στις τρεις το πρωί αλλά ο ιατροδικαστής πιστεύει πως πέθανε γύρω στη μία. Αυτό ενισχύει την άποψη σου πως πράγματι δεν είχε καθόλου χρόνο στη διάθεση του ο δολοφόνος ουσιαστικά». Ο Άγγελος κούνησε το κεφάλι του με θλίψη. Είχε την ελπίδα πως μετά το τέλος του κτήνους, δε θα χρειαζόταν ποτέ στη ζωή του να την κάνει αυτή την κουβέντα για άλλη γυναίκα. Έγνεψε όμως στον Πέτρο πως μπορούσε να προχωρήσει. «Τη χορδή του βιολιού της, τη χρησιμοποίησε για να τις κάνει κάποιες γρατζουνιές σε δυο σημεία, το πρώτο στο σώμα της και το δεύτερο στο πρόσωπο της. Μη βιάζεσαι να φρίξεις λεβέντη μου, δεν σου είπα ακόμη τα χειρότερα. Τη ζημιά της την έκανε μέσα στο στόμα της, κι ανάμεσα στα πόδια της. Τα τραύματα της αυτά όμως ήταν καλά καλυμμένα, κι έτσι δε μπόρεσε να τα εντοπίσει αμέσως μόλις πήγε στη μπλε σουίτα ο Σταυρίδης». Ο Άγγελος βόγκηξε μέσα στην απόγνωση του, άρχισε όμως να μιλάει μη θέλοντας να παρασυρθεί στην αυτολύπηση. Ο Πέτρος τον χρειαζόταν για το μυαλό του. «Θα μεταφέρω τα πάντα και στην Έλλη, θα περιμένω όμως να μας μιλήσει τουλάχιστον η φίλη της πρώτα. Πού είναι αλήθεια»; Ο Πέτρος αυτή τη φορά τον αγνόησε. «Η κοπέλα έπαιρνε μάλλον κάποια φάρμακα, αλλά από το ιστορικό της δεν προκύπτει η ύπαρξη κάποιας σημαντικής ασθένειας. Ο Σταυρίδης γράφει πως έκανε χρήση μάλλον ορισμένων ουσιών που βοηθούσαν ας το πούμε στο να διατηρείται σε μια καλή κατάσταση, για να είναι σε θέση να αντέχει στα δύσκολα, και να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της δουλειάς της». «Πες σε κάποιον να μιλήσει και με τον μάνατζερ της». Η Πόρτα χτύπησε, και μπήκαν μέσα δυο γυναίκες. Η μια ήταν η Κάτια, που αφού έδωσε καφέ και στους δυο, έσπευσε αμέσως μετά να τους συστήσει την Ερμίνα Μπλέρρη. Επρόκειτο για μια γυναίκα λίγο μεγαλύτερη από τη Σάντρα μα πολύ διαφορετική σε εμφάνιση. Ήταν ξανθιά, με μαλλιά σγουρά, κι ωραία πράσινα μάτια. Παρά τη στενοχώρια της, χαμογελούσε όταν έδινε το χέρι της και στους άνδρες που είχαν σηκωθεί για να τη χαιρετίσουν και να τη βοηθήσουν να νιώσει άνετα. Ήταν ντυμένη με ένα στενό μαύρο δερμάτινο παντελόνι, και με μια πολύ μακριά ροζ μπλούζα με λουλούδια. Τα μάτια της, από τη στιγμή που καρφώθηκαν πάνω σε αυτά του Άγγελου δεν τα εγκατέλειψαν ούτε για μια στιγμή, κι ας ήταν ο Πέτρος που είχε σαφώς τον πρώτο ρόλο στην κουβέντα. «Πρώτα από όλα, θέλω να σου εκφράσω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια για τον θάνατο της Σάντρας. Κάθισε, και μην ανησυχείς για τίποτα, σε ευχαριστώ πάρα πολύ που ήρθες τόσο γρήγορα να μας μιλήσεις. Είσαι μουσικός, έτσι δεν είναι; Τα ελληνικά σου είναι θαυμάσια». Η Ερμίνα κούνησε ζωηρά το κεφάλι και κάθισε στην άκρη της πολυθρόνας που της υπέδειξε ο Πέτρος. «Την αγαπάω την Ελλάδα κι έρχομαι εδώ όσο πιο συχνά μπορώ. Ναι, είμαι μουσικός, παίζω βιολί και τραγουδάω». «Αυτό είναι υπέροχο, θα πας κι εσύ στη Μαδρίτη όπως ήταν προγραμματισμένο να πάει και η Σάντρα»; Τα μάτια της γυναίκας γέμισαν με θλίψη και παράπονο μα η φωνή της δεν έτρεμε καθόλου όταν τους απάντησε, κάνοντας τον Άγγελο να σκεφτεί πως μπορεί να έφταιγε και η μουσική για το γεγονός πως έδειχνε να συγκρατεί άνετα τα συναισθήματα της. «Ναι, μαζί θα πηγαίναμε. Εδώ δε μπόρεσα να έρθω, αν και είχα προσκληθεί». Ο Πέτρος είχε στο μεταξύ ενεργοποιήσει το σύστημα ηχογράφησης από τον υπολογιστή του. «Θα ξεκινήσουμε λίγο ανάποδα σε σχέση ίσως με τον συνηθισμένο τρόπο, αλλά υπάρχει μεγάλη ανάγκη να σε ρωτήσω κάποια πράγματα πρώτα. Αγαπούσε τα κοσμήματα η Σάντρα; Κι αν ναι, είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα μπρασελέ για παράδειγμα»; Η Ερμίνα κοίταξε πάλι τον Άγγελο πριν απαντήσει, αναγκάζοντας τον να της χαμογελάσει ενθαρρυντικά, αν και καθόλου δεν είχε ανάγκη για την παραμικρή ώθηση προκειμένου να απαντήσει στις ερωτήσεις του Πέτρου. «Τα κοσμήματα της άρεσαν πολύ, δαχτυλίδια δε φορούσε πολύ συχνά γιατί την ενοχλούσαν όπως κι εμένα άλλωστε, αλλά στα μπρασελέ ναι, είχε αδυναμία». «Μάλιστα, ξεχώριζε κάποιο από αυτά; Μήπως τυχαίνει να γνωρίζεις που τα κλείδωνε; Πού είναι το σπίτι στο οποίο έμενε όταν δεν είχε προγραμματισμένη κάποια συναυλία»; Η Ερμίνα χαμογέλασε πάλι. «Ξέρω πως τα φυλούσε σε θυρίδα, κι αυτά κι άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Είχε πάρα πολλά χρήματα μα αυτό το ξέρετε ήδη προφανώς. Από τότε που τη γνώρισα όμως, παρέμενε πεισματικά προσκολλημένη στην άποψη πως θα έπρεπε να βγάλει τα δικά της λεφτά, πράγμα που δε δυσκολεύτηκε καθόλου να κάνει. Η θυρίδα της είναι σε μια τράπεζα στο Βερολίνο. Εκεί είχε αγοράσει κι ένα σχετικά μικρό διαμέρισμα, και περνούσε κάποιες μέρες σε αυτό, χωρίς όμως να σημαίνει αυτό πως δεν επισκεπτόταν κι εκείνη συχνά και την Ελλάδα. Ξέρω καλά πως της άρεσε να περνάει χρόνο και στην αγαπημένη θαλαμηγό της μητέρας της, η οποία»... Η Ερμίνα κόμπιασε κι ο Πέτρος βιάστηκε να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση. «Ναι, ξέρω, μη σε απασχολεί, συνέχισε»... «Στην αρχή ο πατέρας της είχε κάποιες αντιρρήσεις αλλά τελικά της τη χάρισε, γιατί αυτό ήταν το μόνο που του ζήτησε η Σάντρα. Τη διαμόρφωσε σε ένα πλωτό παλάτι αν μπορώ να το πω έτσι. Εδώ στην Αθήνα είναι, μπορείτε να αναζητήσετε κι εκεί πολλά από τα προσωπικά της αντικείμενα... Αν θυμάμαι καλά, πριν από λίγο με ρωτήσατε αν είχε αδυναμία η Σάντρα σε κάποιο από τα κοσμήματα της. Ομολογώ πως είχε πράγματι... Πριν από έναν χρόνο, με κάλεσε στη θαλαμηγό της για ένα βράδυ και μου έδειξε δυο μπρασελέ που είχε αγοράσει πρόσφατα. Ήταν χρυσά και τα δυο, το ένα ήταν γεμάτο με ζαφείρια ενώ το άλλο με ρουμπίνια. Τη ρώτησα από πού τα πήρε αλλά η απάντηση που μου έδωσε ήταν κάπως αόριστη κι έτσι δεν επέμεινα». «Μήπως θυμάσαι τι σχέδια είχαν πάνω τα μπρασελέ»; Ο Πέτρος είχε αρχίσει να αγχώνεται, όπως βέβαια κι ο Άγγελος. Τα πάντα κρεμόταν από την απάντηση της γυναίκας αυτής. «Τα θυμάμαι πολύ καθαρά και τα δυο. Σε αυτό με τα ρουμπίνια υπάρχει ένα βιολί, από την άκρη των χορδών του οποίου κρέμεται ένα μεγάλο χρυσάνθεμο. Στο άλλο με τα ζαφείρια υπάρχει ένα σύνολο από κοχύλια που θυμίζει λουλούδι, κι από την άκρη του κρέμεται πάλι το ίδιο μεγάλο χρυσάνθεμο». Δε χρειάστηκε καν να κοιταχτούν οι δυο τους, τα πάντα είχαν ειπωθεί. Μπορεί η ποιότητα της ζωγραφικής να μην ήταν η ίδια αφού δεν είχε γίνει από το χέρι του Τζανή, μπορεί και το δηλητήριο που είχε χρησιμοποιηθεί να ήταν διαφορετικό, η ύπαρξη όμως των χρυσάνθεμων σήμαινε μόνο ένα πράγμα. «Σε ευχαριστώ πάρα πολύ, δώσε μου μια στιγμή σε παρακαλώ». Ο Πέτρος σταμάτησε τη διαδικασία της ηχογράφησης, πήρε το κινητό του και βγήκε βιαστικά από το γραφείο. Για τον Άγγελο ήταν σαφές πως θα έστελνε ανθρώπους αμέσως στο κυνήγι των κοσμημάτων. «Την ήξερες τη Σάντρα»; Η Ερμίνα σηκώθηκε από την πολυθρόνα της αρχίζοντας να κάνει μικροσκοπικά βήματα για να ξεμουδιάσει. Ο Άγγελος τη μιμήθηκε. «Είμαι ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου στο οποίο βρέθηκε νεκρή». Η γυναίκα δεν είπε τίποτα, κι έτσι μίλησε ξανά εκείνος. «Έδειχνε υπέροχη, πνευματώδης με λεπτό κι οξυδερκές χιούμορ. Για την αξία της στον χώρο της μουσικής, δεν υπάρχει κανένας λόγος να πω εγώ ο,τιδήποτε». Η Ερμίνα έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. «Δεν τη ζήλευα, ήξερα από την πρώτη στιγμή πως η Σάντρα ήταν αξεπέραστη. Την αγαπούσα πολύ». «Το πιστεύω». «Μπορεί να σου κοστίσει πολύ επαγγελματικά ο χαμός της στο ξενοδοχείο σου». Μόνο αυτό δεν περίμενε εκείνος να ακούσει τη δεδομένη χρονική στιγμή από τα χείλη μιας άγνωστης. «Έχει ήδη αρχίσει να φαίνεται η ζημιά αλλά αυτό είναι το λιγότερο που με απασχολεί αυτή τη στιγμή». Ο Άγγελος κάθισε πάλι, και το ίδιο έκανε και η Ερμίνα. «Τη σκότωσαν»; «Αυτό δε μπορώ να το πω με βεβαιότητα». Θα άφηνε τον Πέτρο να της πει όσα πράγματα έκρινε πως θα έπρεπε να τα μάθει. Εκείνη κατάλαβε και δεν επέμεινε. Έκανε να τον ρωτήσει κάτι άλλο αλλά η πόρτα του γραφείου άνοιξε και μπήκε πάλι μέσα ο Πέτρος. Πριν πάει να καθίσει, της ζήτησε συγγνώμη ξανά, και της έδωσε κάτι. Ο Άγγελος κοίταξε αυτό που κρατούσε εκείνη και δεν άργησε να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο. Ήταν το τσαντάκι που είχε βρεθεί στα πράγματα της Σάντρας. «Μπορείς να το ανοίξεις. Θα ήθελα να σε παρακαλέσω να κοιτάξεις προσεκτικά ό,τι υπάρχει μέσα και μετά να μας πεις αν αναγνωρίζεις κάποια από αυτά τα αντικείμενα. Μετά, θα μου επιτρέψεις να συνεχίσω να σου κάνω ερωτήσεις, δυστυχώς δε γίνεται διαφορετικά». «Κανένα πρόβλημα, ρωτήστε με ό,τι θέλετε». Η Ερμίνα άνοιξε το τσαντάκι. Πρώτα έβγαλε από μέσα τις φωτογραφίες κι άρχισε να τις κοιτάει με τέλεια αυτοσυγκράτηση, ψυχραιμία και σχολαστικότητα. Ναι, η μουσική ευθυνόταν μάλλον για το γεγονός πως δε δυσκολευόταν να κρύψει αυτά που ένιωθε. «Αυτόν τον άνδρα τον ξέρω, είναι ο Άρης Αλεβίζος. Η Σάντρα τον έβλεπε στα κρυφά όποτε μπορούσε». Η Ερμίνα έβαλε πάλι όλες τις φωτογραφίες μέσα στον φάκελο μα δεν έβγαλε το επόμενο αντικείμενο από το τσαντάκι προτού συνεχίσει να τους μιλάει: «Ξέρω πως ήθελε να κρατήσει μυστική τη σχέση της μαζί του από όλους, και μέχρι κάποια εποχή, δοκίμασε να κάνει το ίδιο και με εμένα, αλλά δεν τα κατάφερε για τον απλούστατο λόγο πως από τη μια είχε ανάγκη να μοιραστεί τη χαρά της, κι από την άλλη να ζητήσει βοήθεια». «Το κατανοούμε, λοιπόν»; Η διαδικασία της ηχογράφησης είχε ξεκινήσει ξανά. «Με έβαλε να ορκιστώ πως δε θα έλεγα ποτέ τίποτα σε κανέναν για τη σχέση αυτή, ακόμη κι αν πάθαινε κάποτε ο,τιδήποτε. Μα είναι νεκρή και ξέρω πως δεν έπασχε από κάποια αρρώστια. Μαζί πηγαίναμε και κάναμε τις εξετάσεις μας κάθε έξι μήνες, έπρεπε να γίνονται συχνά εξαιτίας του υπερβολικού φόρτου εργασίας μας». «Σωστά». Ο Πέτρος ήθελε να ανάψει τσιγάρο μα δεν το έκανε. Θα κάπνιζε μαζί με τον Άγγελο έξω, όταν θα έφευγε η Ερμίνα από εκεί, μα κάτι τέτοιο δε θα γινόταν γρήγορα. «Δεν ξέρω γιατί δεν ήθελε να μαθευτεί η σχέση της με τον Άρη Αλεβίζο, όσο κι αν προσπάθησα δε μπόρεσα να της αποσπάσω την αλήθεια. Ξέρω μόνο πως οι δυο τους συναντιόνταν εδώ κι αρκετά χρόνια». Η Ερμίνα έβγαλε το κολιέ με το μονόγραμμα από το τσαντάκι. «Είναι το γράμμα Μ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν της ανήκει αυτό εδώ το κολιέ». Ο Άγγελος την κοίταξε με ένταση, αλλά εκείνη του ανταπέδωσε άφοβα το βλέμμα χωρίς καμιά ενόχληση. «Είσαι βέβαιη»; «Δεν έχω καμιά αμφιβολία για αυτό που σας είπα μόλις. Αυτό το κόσμημα είναι φτηνό, δε θέλω να ακουστεί κάπως αυτό που θα πω, αλλά δε φορούσε τέτοια μπιχλιμπίδια η Σάντρα. Δεν είχε έπαρση αν και θα μπορούσε άνετα να διακατέχεται από αυτή, μα το γούστο της ήταν λεπτό. Αυτό εδώ δεν είναι δικό της». Έριξε το κολιέ με το μονόγραμμα πίσω στο τσαντάκι και μετά πήρε στα χέρια της το κραγιόν και το κοίταξε. «Ούτε κι αυτό είναι δικό της, σας το λέω με σιγουριά. Το χρώμα του κραγιόν αυτού είναι πολύ σκούρο, δε φορούσε τόσο σκούρες αποχρώσεις, ούτε καν όταν ετοιμαζόταν για κάποια σπουδαία εμφάνιση. Την είχα ακούσει πολλές φορές να τσακώνεται με την αισθητικό για αυτό το θέμα». «Είσαι σαφέστατη». Η Ερμίνα έβγαλε από το τσαντάκι και τη μπούκλα των γυναικείων μαλλιών. Την κοίταξε για πολλή ώρα. «Ούτε κι αυτή προέρχεται από τα δικά της τα μαλλιά. Μπορεί να έχει μαύρο χρώμα, αλλά αν δείτε με προσοχή τη ρίζα θα διαπιστώσετε πως είναι βαμμένη. Η Σάντρα δεν τα έβαφε τα μαλλιά της». Έριξε και τη μπούκλα στο τσαντάκι, και μετά σηκώθηκε και το έδωσε στον Πέτρο που το πήρε ευχαριστώντας τη. Τέτοια αμεσότητα δεν την λογάριαζε πως θα τη βρει, αν κι οπωσδήποτε περίμενε πως η γυναίκα εκείνη θα βοηθούσε πολύ στη διεξαγωγή της έρευνας. «Σε ευχαριστώ, μπορούμε αν θέλεις να σταματήσουμε για λίγο για να πιεις νερό ή»... «Πέντε λεπτά θα είναι αρκετά για εμένα κύριε Γεωργίου». Ο Πέτρος διέκοψε την ηχογράφηση και πήγε να ανοίξει τη μπαλκονόπορτα. Η Ερμίνα είπε πως θα έκανε μια βόλτα στο διάδρομο που ήταν έτσι κι αλλιώς γεμάτος από κόσμο, και βγήκε από το γραφείο, όχι όμως προτού κοιτάξει ξανά τον Άγγελο δια περαστικά. Αυτή τη φορά δεν της ανταπέδωσε το βλέμμα, μόνο άναψε επιτέλους το τσιγάρο που του έδωσε ο Πέτρος. Ναι, είτε η Ελένη είτε η Κάτια, δεν ήξερε ποια, είχε θυμηθεί να του αγοράσει τσιγάρα χθες.

Ο χρυσός κρίκοςWhere stories live. Discover now