Η Βεατρίκη ξύπνησε νωρίς. Η πρώτη της σκέψη από τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια της, ήταν το μουσικό κουτί της Ξένιας, καθώς και οι τόσες εξομολογήσεις της νεκρής της μητέρας. Μετά, συνειδητοποίησε πάλι παγερά τη δεινή της θέση και τη στεγνή της μοναξιά. Ο Ανδρέας την είχε αγνοήσει και πάλι. Ανασηκώθηκε κι έφερε το χέρι της στο στομάχι. Η μικρούλα ψυχή όμως που είχε κάνει σπίτι το κορμί της ήταν μια χαρά, και πολύ σύντομα αυτό θα το επιβεβαίωνε και ο γιατρός. Μπήκε στο μπάνιο και λούστηκε. Η ναυτία είχε επανέλθει βέβαια όπως συνέβαινε και τα προηγούμενα πρωινά, αλλά εκείνη τη μέρα δεν την ένοιαζε. Κοίταξε την ώρα στο τηλέφωνο της, σε λίγο θα της χτυπούσε την πόρτα η κοπέλα με το πρωινό. Δε θα έτρωγε, μα θα φρόντιζε να μην το καταλάβει εκείνη γιατί μπορεί και να την έπιανε στο στόμα της... Της χτύπησε πράγματι και η Βεατρίκη πήγε να της ανοίξει για να την ξεφορτωθεί μια ώρα αρχύτερα. Της πήρε από τα χέρια το δίσκο με το πρωινό και τα περιοδικά, και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Ξεφύλλισε βιαστικά αυτό του Ξάνθου, και το επόμενο λεπτό τα μάτια και τα μάγουλα της την έτσουζαν. Ο Άρης Αλεβίζος ήταν νεκρός, δεν τα είχε καταφέρει. Η Βεατρίκη έχυσε ένα δάκρυ που δεν ήταν ψεύτικο, και μετά, για πρώτη της φορά εδώ και πολύ καιρό, έριξε μια ματιά στην αρραβωνιαστικιά του Άρη. Η Μαρίλια Μαρή, έδειχνε πανέμορφη μέσα στο μαύρο της κοστούμι, η απώλεια τόσο της αδερφής της όσο κι αυτή εδώ, δεν την είχε διαλύσει σωματικά. Η Βεατρίκη της ευχήθηκε από μέσα της καλή τύχη, ίσως και να της έμοιαζε λίγο, έδειχνε κι εκείνη γυναίκα φτιαγμένη όχι από βελούδο και δαντέλλα όπως η Εβελίνα, μα από ατσάλι και μάρμαρο... Γύρισε σελίδα και διάβασε το επόμενο άρθρο που αναφερόταν στον ίδιο γιατρό της πόλης, ο οποίος το περασμένο βράδυ είχε γίνει λιώμα σε γνωστό μπαρ της περιοχής. Δε μπόρεσε να μη χαμογελάσει, ο Λεωνάτος αυτοκαταστρεφόταν, βγάζοντας μόνος του τα μάτια με τα χέρια του. Σηκώθηκε, και πέταξε στα σκουπίδια τόσο τα περιοδικά όσο και το πρωινό της. Κάτι θα έβαζε στο στόμα της όταν θα επέστρεφε από το ιατρείο. Αναρωτήθηκε αν θα πήγαινε μόνη της, ή αν είχε κανονίσει ο Ανδρέας να την πάει εκεί ο δικός του οδηγός. Κι εκείνος τι θα έκανε άραγε σήμερα; Θα δούλευε ή θα συνέχιζε να πενθεί για την Εβελίνα παραμένοντας στο σπίτι; Άνοιξε πάλι τον ηλεκτρονικό της υπολογιστή, και έβαλε στη θύρα το φλασάκι της Εβελίνας, όχι όμως χωρίς να κοιτάξει το χρυσό κρίκο από τον οποίο κρεμόταν, Σε τι είδους στιγμή να της τον είχε χαρίσει ο Μακρής; Δε δυσκολεύτηκε να βρει το σημείο στο οποίο είχε σταματήσει πριν κοιμηθεί, κι αυτό επειδή είχε ελέγξει το συγκεκριμένο λεπτό της ηχογράφησης: «Οι γονείς μου με λάτρευαν όπως λατρεύω κι εγώ εσένα, τότε δεν τα καταλάβαινα όλα όσα έκαναν για το καλό μου υποτίθεται, μα σήμερα μπορώ να τους νιώσω τόσο καλά που δεν περιγράφεται. Έχασαν βλέπεις κι εκείνοι ένα παιδί, έναν γιο, που πνίγηκε στη θάλασσα λίγο πριν κλείσει τα οχτώ του χρόνια. Δεν τον θυμάμαι πολύ καλά μα ας είναι... Όλοι μου είχαν κολλήσει τον χαρακτηρισμό το στολίδι της Λευκωσίας. Δε θέλω να σου μιλήσω για την εμφάνιση μου, ούτε και για τα ακριβά πανεπιστήμια και τα ιδιωτικά σχολεία στα οποία είχα φοιτήσει, αυτά τα ξέρεις ήδη. Θα ήθελα όμως να σου αναφέρω πως κάποτε, λίγο πριν κλείσω τα 17, γνώρισα κάποιον και τον ερωτεύτηκα, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα τότε. Σήμερα ξέρω με βεβαιότητα πως αυτό που είχα νιώσει για αυτόν, ήταν ένα χλιαρό σκίρτημα να αποστασιοποιηθώ από τα «Θέλω» των γονιών μου. Δεν έμεινα για πολύ μαζί του, οι γονείς μου όμως που την πληροφορήθηκαν την προσπάθεια μου αυτή, άρχισαν να ταρακουνιούνται, αφού ήταν ήδη γνωστό σε όλους πως η δική τους η κόρη θα παντρευόταν τον καλύτερο, αυτόν που θα αξιοποιούσε τα έτσι κι αλλιώς πολλά τους χρήματα κάνοντας τα περισσότερα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Άρχισαν όμως να μου δίνουν μεγαλύτερη ελευθερία, και να μου προτείνουν να ταξιδεύω όταν μου το επέτρεπαν οι σπουδές και οι υποχρεώσεις μου. Κι αποφάσισα να κάνω αυτό ακριβώς, ξεκινώντας να επισκέπτομαι τα καλύτερα θέρετρα της Ευρώπης κατά κύριο λόγο. Κατάλαβα προτού περάσει πολύς καιρός πως στη Βενετία θα πήγαινα πολλές φορές, τη λάτρεψα, κι ως και τη στιγμή αυτή που σου γράφω, έχω στα ρουθούνια μου την αλμύρα και τη μυρωδιά του νερού. Θα μπορούσα να σου μιλάω για ώρες για το γλυκό κούνημα της γόνδολας, για τις ευχάριστες τραγουδιστές φωνές των γονδολιέριδων... Μα δε θα το κάνω, δε φτάνει ο χρόνος γιατί δεν έχω ιδέα πόσο θα αντέξεις να με ακούς να γυρίζω πίσω στις αναμνήσεις μου... Τέλος πάντων, ήταν σε μια τέτοια υπέροχη βόλτα που είδα για πρώτη φορά τον Αντώνη Μαρή, δεν ήταν μόνος, συνοδευόταν από μια γυναίκα εκπληκτικής ομορφιάς και χάρης. Η Μαργαρίτα ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερη από εμένα, κι όταν με είδε για πρώτη φορά, θυμάμαι καλά πως είχε στρέψει πάνω μου τα υπέροχα μάτια της και δεν τα τράβηξε από τα δικά μου παρά μόνο όταν έσκυψε στο αφτί της να της μιλήσει ο Αντώνης. Με είχε κάνει εκείνη η γυναίκα να νιώσω κοριτσάκι, αν και δεν ήμουν πια και τόσο μικρή κι ασήμαντη... Εκείνη, είχε κρεμαστεί κατόπιν από το μπράτσο του και τον είχε ακολουθήσει λίγο πιο μακριά, μα όχι πριν με κοιτάξει για ακόμη μια φορά... Με τρόμαξε το βάθος εκείνων των ματιών αφού καθρέφτιζαν μέσα τους κάτι σπάνια δυνατό αλλά και τρελό... Μη με ρωτήσεις να σου πω τι ήταν... Λοιπόν πίστεψα πως ο Μαρής δεν με είχε προσέξει καν αλλά έκανα λάθος. Τον είδα στο μπαρ του ξενοδοχείου στο οποίο διέμενα το ίδιο κιόλας βράδυ. Καθόταν σε ένα τραπεζάκι μακριά από τον μεγάλο συνωστισμό κι έπινε ουίσκι με πάγο καπνίζοντας ένα πούρο. Εγώ το μόνο που φιλοδοξούσα να κάνω ήταν να βολευτώ οπουδήποτε και να απολαύσω ένα ποτήρι κόκκινο κρασί διαβάζοντας μερικά κεφάλαια από κάποιο best seller της εποχής. Αλίμονο, άλλα σχέδια είχε η μοίρα... Ο Αντώνης, ύψωσε τα μάτια πάνω από το ποτήρι του, και με κάλεσε με ένα αδιόρατο νεύμα να πάω και να καθίσω κοντά του. Σου δίνω τον λόγο μου πως πριν ακόμη καθίσω στην καρέκλα απέναντι του, είχα αρχίσει να ακούω μελωδίες από μοναδικές ορχήστρες να παίζουν μέσα στο κεφάλι μου, μα τις συνόδευε κι ένα ανελέητο τικ- τακ από κάποιο βαρύ ρολόι τέλεια κουρδισμένο. Χωρίς ντροπή και συστολή, μου έβαλε στο χέρι το δικό του το ποτήρι κι εγώ αντί να πιω μια μικρή γουλιά, το άδειασα κατευθείαν. «Έτσι μπράβο Εβελίνα, είσαι άξια κόρη του πατέρα σου, να λοιπόν που γνωρίζω κι εγώ το στολίδι της Λευκωσίας». Κοίταξε τον μπάρμαν που κατάλαβε και μας έφερε άλλα δυο ποτά, μα σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς, αντί να τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας, εμείς φροντίζαμε να τα ανταλλάζουμε με θράσος και χωρίς ενοχή. «Θαρρώ πως η Μαργαρίτα είναι στολίδι πολύ πιο λαμπερό κύριε Μαρή». «Αντώνη με λένε, κι έχεις δίκιο να το πιστεύεις αυτό για τη γυναίκα μου. Είναι ακριβώς αυτή της η λάμψη που με τυφλώνει και με σκοτώνει κάποιες στιγμές. Όχι πως δε λάμπεις κι εσύ, μα ξέρω πως αν απλώσω το χέρι μου να αγγίξω το δικό σου, η λάμψη αυτή θα μετατραπεί σε φλόγα που θα μοσχοβολάει, κι όχι σε δολοφονική πυρκαγιά που θα μυρίζει καπνό». Δε γέλασα, δε σάστισα, μόνο άπλωσα το χέρι μου και για ένα δευτερόλεπτο κλεμμένο, το ακούμπησα πάνω στο δικό του. «Το ήξερα πως αυτό θα έκανες, κι αυτό όφειλες να κάνεις απόψε». «Πού είναι η γυναίκα σου; Και γιατί δεν κοκκινίζεις τώρα που μας βλέπουν όλοι να καθόμαστε εδώ και να μιλάμε»; «Δε μιλάμε Εβελίνα, φλερτάρουμε, κι αυτό θα μάθουμε να το κάνουμε έντεχνα και κρυφά για πολλά χρόνια». Ρίγησα, ο τόνος της φωνής του είχε τέτοια σιγουριά κι αυτοπεποίθηση, που θα έπειθε εύκολα και πέτρα ακόμη. Πάσχισα όμως να κρατήσω τα προσχήματα... «Δεν ξέρεις τι λες, μάλλον πρέπει να φύγω». Έκανα να τραβήξω την καρέκλα μου για να σηκωθώ, σταμάτησα ωστόσο χωρίς να χρειαστεί καν να με κοιτάξει. Χαμογέλασε, και μου έβαλε πάλι στο χέρι το ποτήρι του. «Μίλα μου για εσένα, ή άσε τη βραδιά να μιλήσει»... «Σήμερα με είδες για πρώτη φορά»; «Όχι, σε έχω δει στην Κύπρο, να κάνεις βόλτα στην παραλία με τις φίλες σου, σε έχω δει να γευματίζεις μόνη καθώς και με τους γονείς σου... Έχω ακούσει να σε συζητάνε και να σε συγκρίνουν με στολίδι... Έχω δει να μπαίνουν στοιχήματα και να χάνονται και να κερδίζονται χρήματα για το ποιον άνδρα θα παντρευτείς... Λένε πως οι γονείς σου τον έχουν διαλέξει εδώ και χρόνια»... Ανατρίχιασα και ήπια πάλι κάμποσο από το ποτό μου. Ούτε που το ένιωθα το κάψιμο του, μόνο τα λόγια του ήταν που με πύρωναν. «Κι έβαλες κι εσύ στοίχημα για τον άνδρα αυτό»; «Ναι, πόνταρα τα κέρδη μιας ολόκληρης μέρας πως δεν είναι άλλος από τον Ανδρέα Μακρή. Η Κύπρος ολόκληρη χορεύει μεθυσμένα στον δικό του χορό, τάνκερ και πετρέλαια... Θα γίνει μεγάλος και σπουδαίος»... «Όπως άλλωστε κι εσύ, παιδιά έχεις»; «Όχι, μα θέλω σαν τρελός να αποκτήσω. Θα ήθελα δυο κορίτσια». «Σου εύχομαι να τα καταφέρεις όσο πιο σύντομα γίνεται». Δε μίλησε, μόνο με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Χωριστήκαμε λίγο μετά τη μία το πρωί. Με πήγε μέχρι την πόρτα της σουίτας μου, ήταν μια σουίτα πνιγμένη στα κόκκινα και στα λευκά τριαντάφυλλα. «Κάποτε θα φτιάξω έναν ροδόκηπο που δε θα έχει ταίρι». «Το ξέρω, το πιστεύω, για τη σουίτα αυτή δεν διάλεξες ετούτο το μέρος»; Δε χρειάστηκε να γνέψω καταφατικά. Με κόλλησε στην κλειστή ακόμη πόρτα της και με φίλησε τέσσερις φορές στο στόμα, την κάθε μια πιο βαθιά από την προηγούμενη. Δεν ταράχτηκα, δεν ενοχλήθηκα, μόνο απόλαυσα και τα τέσσερα αυτά φιλιά που φοβήθηκα πως δεν ανήκαν σε εμένα... Κοιμήθηκα ευτυχισμένη. Την άλλη μέρα το πρωί, έφτασε στην κρεβατοκάμαρα μου μαζί με τον δίσκο του πρωινού, κι ένα μικρό ξύλινο κουτάκι μαζί με μια κάρτα. Είπα πως ήταν το πρώτο δικό του δώρο μα έκανα λάθος. Αυτό που υπήρχε μέσα στο κουτάκι, ήταν ένα σμαράγδι μεγάλο, που είχε το σχήμα σταγόνας. Τα χέρια μου έτσι καθώς το κρατούσαν άρχισαν να τρέμουν, κι αυτό επειδή θυμήθηκα τα μάτια της που ήταν σαν κι αυτό το πετράδι. Διάβασα την κάρτα και κατάλαβα πως δεν είχα πέσει έξω: «Άσε ήσυχο τον άνδρα μου, δεν είναι για εσένα, είσαι γεννημένη και προορισμένη για κάποιον σαν αυτόν, μα όχι για αυτόν, Μαργαρίτα Μαρή»... Η πόρτα που άνοιγε με κρότο, έκανε τη Βεατρίκη να πεταχτεί όρθια, ρίχνοντας κάτω τα ακουστικά της. Καθώς έμπαινε πια μέσα εκείνος, το μόνο πράγμα που πρόφτασε να κάνει, ήταν να διακόψει την αναπαραγωγή του ηχητικού αρχείου. Θέλησε να του πει καλημέρα, μα δεν τα κατάφερε. Με δυο μεγάλα βήματα, ο Ανδρέας την έφτασε και την ακινητοποίησε πιέζοντας τα χέρια του πάνω στους ώμους της. «Γιατί με προδίδεις; Ισχυρίστηκες πως με αγαπάς». Η ανάσα του της έκοψε τη δική της, έκαιγαν και οι δυο. «Φυσικά και σε αγαπάω». «Τότε γιατί με προδίδεις; Γιατί άφησες να μπει στο σπίτι σου ο Άρης Αλεβίζος; Γιατί του έδωσες καταφύγιο, δεν ειδοποίησες την αστυνομία για να τον συλλάβει κάποιος ενώ μπορούσες ακόμη»... Τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από τον λαιμό του κι αφέθηκε να ρουφήξει το πικάντικό άρωμα του. «Δε με νοιάζει αυτός, μόνο για εσένα ζω, δεν ήθελα μπελάδες, δεν ήθελα να αναμειχθώ... Ποιος σου το είπε; Ο Γιώργος; Με κατασκοπεύει, κι εσένα και όλους»... Ήθελε να τον φιλήσει στο στόμα με τον ίδιο τρόπο που είχε φιλήσει κι ο Αντώνης Μαρής την Εβελίνα τότε, μα το έκανε εκείνος... «Πέθανε, ο Αλεβίζος πέθανε»... Η Βεατρίκη πνίγηκε στη γεύση του μα ζήτησε κι άλλο... «Ξέρω, το διάβασα, δεν ήταν κακός, μα δεν τον αγάπησα, εσένα αγαπάω»... Τη φίλησε πάλι. «Τότε μη με προδίδεις»... «Όχι, μα κι εσύ μη με αφήνεις μόνη, ξέρω, είναι νωρίς, μα δεν αντέχεται αυτό που»... Ο Μακρής τραβήχτηκε απαλά από τα χέρια της. «Ετοιμάσου, σε μισή ώρα θα σε περιμένει στον ροδόκηπο ο σοφέρ μου, θα σε πάει στον γιατρό». Η Βεατρίκη χαμογέλασε. «Και μετά»; Τα μάτια της ρωτούσαν κι αυτά. «Μετά θα συναντηθούμε όταν τελειώσει το μεσημεριανό φαγητό στη βιβλιοθήκη μου, μα μη με προδίδεις Βεατρίκη, και μη μου κρατάς μυστικά». «Δεν έχω μυστικά από εσένα, εσύ ήσουν πάντα το μυστικό μου». Ο Μακρής πήγε προς την πόρτα και την άνοιξε, κι εκείνη πρόσεξε πως φορούσε το ρολόι που του χάρισε. «Τότε φρόντισε να το τιμήσεις αυτό το μυστικό». Βγήκε χωρίς να της πει τίποτα άλλο και λίγο αργότερα βάλθηκε να ντύνεται. Δεν της είχε κρατήσει κακία, μα δεν έπρεπε και να παίζει με τη φωτιά. Ο Μακρής ήταν πανίσχυρος κι όχι μόνο οικονομικά μα και πνευματικά και σωματικά. Και για αυτό τον αγαπούσε πιο πολύ με την κάθε μέρα που περνούσε. Καθώς έβαζε άρωμα γαρδένιας, αναρωτήθηκε τι να είχε γίνει άραγε αργότερα ανάμεσα στην Εβελίνα και στον Αντώνη Μαρή, θα μάθαινε μετά την κουβέντα της με τον Ανδρέα, κι όταν θα ήταν πια έτοιμη, τότε θα του άνοιγε τα μάτια...
YOU ARE READING
Ο χρυσός κρίκος
RomanceΗ ιστορία της Έλλης και του άγγελου που άρχισε στο μυθιστόρημα με τίτλο στο κόκκινο συνεχίζεται... Δεύτερο βιβλίο