Αμέσως μόλις έφυγε από το γραφείο του Πέτρου, ο Άγγελος πήγε στην κλινική που νοσηλευόταν η Αλίκη. Μίλησε για τελευταία φορά τόσο με τον δικό της γιατρό που την παρακολουθούσε για χρόνια, όσο και με αυτόν που την ανέλαβε από τη στιγμή που εισήχθη στο νοσοκομείο. Τους ευχαρίστησε για όλα, και μετά πήγε στη γραμματεία για να τακτοποιήσει το οικονομικό κομμάτι. Την Αλίκη θα την έπαιρνε από εκεί την άλλη μέρα το πρωί, όταν και θα γινόταν η κηδεία της δηλαδή. Όταν ήταν έτοιμος να φύγει, κοίταξε γύρω του τα πάντα σαν να τα χαιρετούσε, και μετά μπήκε στο αυτοκίνητο του. Εξακολουθούσε να νιώθει άδειος, στραγγισμένος συναισθηματικά, αλλά τη δεδομένη χρονική στιγμή αυτό ήταν κάτι που δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Ασυναίσθητα, συνδέθηκε στο διαδίκτυο από το κινητό του, και πληκτρολόγησε μια απάντηση για την Ερμίνα Μπλέρρη: «Καλησπέρα Ερμίνα, σου ζητάω συγγνώμη που καθυστέρησα τόσο να σου στείλω, μα πριν από λίγο έφυγε από τη ζωή η θετή μου μητέρα. Όπως καταλαβαίνεις, παρά το γεγονός πως ο θάνατος της ήταν κάτι παραπάνω από αναμενόμενος, μου έφερε έναν πόνο βαθύ, που δε θα σβήσει εύκολα. Θα τα πούμε ξανά, υπόσχομαι να σκεφτώ σοβαρά την πρόταση σου, ίσως και να μπορέσουμε να συμπεριλάβουμε και κάτι για το χαμό της Αλίκης στην οποιαδήποτε εκδήλωση καταφέρουμε να ετοιμάσουμε. Όσο για τα σκουλαρίκια σου, τα έχω βάλει εκεί που πρέπει προκειμένου να μην πάθουν τίποτα απολύτως». Όταν έστειλε το μήνυμα, πρόσεξε πως του είχε στείλει ένα e-mail και η Έλλη. Το άνοιξε, και η αγωνία που του πλημμύρισε την ψυχή, τον έκανε να αφυπνιστεί. Απόρησε καθώς έβαζε μπροστά, γιατί ο ίδιος ο θάνατος δεν του είχε ξυπνήσει την ψυχή του μα και μόνο η σκέψη πως κάποιος γνώριζε το μέρος που βρισκόταν εκείνη ήταν αρκετή για να τον ταρακουνήσει; Αποφάσισε πως θα της απαντούσε λίγο αργότερα. Πήγε κατευθείαν στο σπίτι της Αλίκης. Βρήκε το προσωπικό που δούλευε σε αυτό μαζεμένο στην τραπεζαρία. Τους ευχαρίστησε κι αυτούς, δίνοντας τους τον λόγο του πως θα έκανε για τον καθένα τους ξεχωριστά ό,τι του περνούσε από το χέρι για να συνεχίσει απρόσκοπτα τη ζωή του. Δεν τον είχε απασχολήσει ακόμη ιδιαίτερα το τι θα έκανε με το σπίτι, ήταν σαν να μην ήθελε να αποδεχθεί το γεγονός πως η Αλίκη δε θα επέστρεφε ποτέ σε αυτό. Μετά, ζήτησε από όλους να γυρίσουν στις δουλειές τους, καθώς και να ενημερώσουν όσους έπρεπε πως το σπίτι θα ήταν ανοιχτό για τους φίλους και τους γνωστούς της Αλίκης για ολόκληρο το βράδυ. Ο Σταμάτης τον διαβεβαίωσε πως τη δουλειά των τηλεφωνημάτων θα την αναλάμβανε ο ίδιος, και του πρότεινε να πάει και να ξεκουραστεί για λίγο. Μα ο Άγγελος αρνήθηκε ευγενικά, δεν υπήρχε χρόνος για ξεκούραση. Τους άφησε και πήγε να ελέγξει την κάβα του σπιτιού, μα τη βρήκε κι αυτή άψογη, προφανώς ο Σταμάτης είχε ασχοληθεί και με τα ποτά κάποια στιγμή μέσα στις τελευταίες ημέρες. Χωρίς να ξέρει το γιατί, κοίταξε το μεγάλο μαύρο πιάνο που δέσποζε στο τεράστιο σαλόνι με τους βελούδινους καναπέδες που τόσο άρεσαν και στην Αλίκη αλλά και στην Κλέλια. Καμιά τους δε θα τους έβλεπε ξανά, είχαν φύγει και οι δυο αφήνοντας τον ολομόναχο. Άκουσε ένα χαμηλό κουδούνισμα από το κινητό του και το κοίταξε. Η Έλλη του είχε στείλει κι ένα γραπτό μήνυμα, μα δεν της απάντησε ούτε και σε αυτό. Τι ήταν αυτό που τον έκανε να βάζει κι ο ίδιος απόσταση ανάμεσα τους, ενώ ως και λίγο νωρίτερα την κατηγορούσε πως έκανε το ίδιο πράγμα ακριβώς; Ανέβηκε στο δωμάτιο του κι έκανε ένα ζεστό μπάνιο παρά την εποχή. Μετά, ντύθηκε με ένα μαύρο ιταλικό κουστούμι κι έριξε πάνω του και κάμποσο από το αγαπημένο του ιταλικό άρωμα. Τέλος, πέρασε στον καρπό του και το ρολόι που της είχε υποσχεθεί πως θα της το έστελνε. Θα το φορούσε για τις επόμενες ώρες, κι ύστερα θα το ταχυδρομούσε. Στο μεταξύ, κι αφού τα νέα έτρεχαν τόσο γρήγορα, το κουδούνι από κάτω είχε κιόλας αρχίσει να χτυπάει. Μέχρι τη στιγμή που ήρθε η καμαριέρα της Αλίκης να του χτυπήσει την πόρτα για να του πει πως είχε αρχίσει να φτάνει ο κόσμος, εκείνος ήταν πια έτοιμος. Την ευχαρίστησε λέγοντας της πως θα κατέβαινε αμέσως. Μπήκε πράγματι λίγα λεπτά αργότερα στο σαλόνι. Ξαφνιάστηκε αν και δε θα έπρεπε από τον αριθμό των παρισταμένων που αύξανε γοργά. Είχαν μαζευτεί εκεί επιχειρηματίες ήδη, άνθρωποι των τεχνών, ακόμη κι ένας δυο πολιτικοί που εκτιμούσαν πολύ την Αλίκη. Άρχισε να τους σφίγγει το χέρι, δεχόμενος τα συλλυπητήρια τους που σε γενικές γραμμές ήταν θερμά και ειλικρινή. Το υπηρετικό προσωπικό περιφερόταν κρατώντας δίσκους με κρύες λιχουδιές και μικρά ποτηράκια γεμάτα με κονιάκ και μπράντι. Ήπιε κι ο Άγγελος ένα, αν και στην ουσία δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα του από το πρωί. Όταν η καμαριέρα της Αλίκης, ήρθε και του ζήτησε να την ακολουθήσει στο χολ, παραξενεύτηκε μα το έκανε. Η κοπέλα του έδειξε την νέα επισκέπτρια που έστεκε μόνη στην πόρτα. Τα μάτια του Άγγελου άνοιξαν διάπλατα: «Εσύ; Καλησπέρα, ευχαριστώ πολύ που ήρθες, δε σε περίμενα, πέρασε μέσα». Η Ερμίνα Μπλέρρη έκανε μερικά βήματα προς το μέρος του και του έδωσε το χέρι της. Ήταν πολύ όμορφη εκείνο το απόγευμα αλλά με τρόπο τελείως διαφορετικό σε σχέση με το περασμένο βράδυ. Ήταν ντυμένη με ένα μαύρο φόρεμα φτιαγμένο από μετάξι, κοσμήματα δε φορούσε εκτός από ένα μοναχικό σμαράγδι που κρεμόταν στο λαιμό της από μια λεπτή χρυσή αλυσίδα. Ήταν βαμμένη ωραία με ένα κόκκινο κραγιόν ίδιο περίπου με αυτό που συνήθιζε να χρησιμοποιεί και η Έλλη, ενώ φορούσε ένα άρωμα που θύμιζε στον Άγγελο σαπούνι και πράσινο μήλο. «Γιατί απορείς που με βλέπεις Άγγελε; Δε θα μπορούσα να μην έρθω, λυπάμαι πάρα πολύ για την απώλεια σου, τώρα έχουμε ακόμη κάτι κοινό εμείς οι δυο, έλα, πάμε μέσα». «Δεν έπρεπε να μελετήσεις»; Αυθόρμητα την πήρε απαλά από το μπράτσο για να την οδηγήσει στο σαλόνι. Η Ερμίνα έγνεψε αρνητικά. Τα μακριά ξανθά της μαλλιά, έπεφταν λυτά στους ώμους της, και μια μπούκλα άγγιζε χαλαρά το μπράτσο του Άγγελου έτσι όπως κρατούσε το δικό της. «Τα παράτησα όλα, αυτά που σου είπα χθες τα εννοούσα πλήρως, βλέπω πως άργησα κιόλας». «Αλίμονο, όχι βέβαια, ούτε να το ξανασκεφτείς». Ο Άγγελος άρχισε να τη συστήνει στους ανθρώπους που είχαν σπεύσει να τους πλαισιώσουν, αμ κι έγινε φανερό προτού περάσουν πέντε λεπτά, πως πολλοί από αυτούς, τη νεοφερμένη τη γνώριζαν κι αυτό χάρη στην επαγγελματική της ιδιότητα. Η Ερμίνα είχε τραβήξει σαν μαγνήτης πάνω της την προσοχή όλων, όμως δεν έδειχνε να το απολαμβάνει καθόλου αυτό, αφού μόνο για τον Άγγελο είχε μάτια. Κάποια στιγμή που χτύπησε πάλι το κουδούνι, βρήκε εκείνη την ευκαιρία να περπατήσει για λίγο μέσα στο σαλόνι που ήταν πλέον φωταγωγημένο, αφού αυτό αποτελούσε μια από τις επιθυμίες της ίδιας της Αλίκης. Είδε το πιάνο και το πλησίασε. Ο Άγγελος στεκόταν πολύ κοντά της. «Θα ήθελα να παίξω και να τραγουδήσω κάτι για την Αλίκη, θα μπορούσα να σας τραγουδήσω τον θρήνο της βασίλισσας Διδούς για παράδειγμα». Ο Άγγελος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Θα ήταν τιμή μας Ερμίνα, η Αλίκη τη λάτρευε την κλασική μουσική». Εκείνη τη στιγμή, μπήκε στο σαλόνι ο Σταμάτης συνοδευόμενος από μια ακόμη γυναίκα. Καθώς τα μάτια του Άγγελου στρέφονταν αυτόματα προς το μέρος της, η καρδιά του έχασε έναν χτύπο, και με τρόπο μαγικό αλλά απόλυτο, όλοι οι ήχοι που γέμιζαν το σαλόνι άρχισαν να συρρικνώνονται, ώσπου εξαφανίστηκαν εντελώς. Στο άνοιγμα της πόρτας, όμορφη κι ελαφρώς μαυρισμένη, στεκόταν η Έλλη Αυγέρη, η γυναίκα που κυριαρχούσε το κάθε δευτερόλεπτο στη σκέψη του και στην ψυχή του. Ούτε που το κατάλαβε πως τα δάχτυλα της Ερμίνας είχαν ήδη αρχίσει να χαιδεύουν τα πλήκτρα, ούτε που το ένιωσε πως το κλίμα μέσα στο σαλόνι άλλαξε αφού όλοι οι φίλοι της Αλίκης άφηναν μισές τις συζητήσεις τους θέλοντας να βοηθήσουν την Ερμίνα να συγκεντρωθεί. Το μόνο που ήταν σε θέση να αντιληφθεί, ήταν η ομορφιά της Έλλης, αλλά και το τραγούδι που ξεκινούσε μέσα στο μυαλό του, πολύ πριν αρχίσει η Ερμίνα να θρηνεί για τον σύζυγο της, τον βασιλιά Αινεία. Ο Άγγελος σαν υπνωτισμένος κούνησε το χέρι του στην Έλλη σε χαιρετισμό, μα και τη χειρονομία αυτή την ένιωσε σαν ξένη. Εκείνη πάντως του την ανταπέδωσε, και στη συνέχεια άρχισε να περπατάει ήσυχα προς το μέρος του. Από τη στιγμή που οι υπόλοιποι παραμέρισαν ελαφρώς για να της επιτρέψουν να πλησιάσει, οι συχνότητες του βουητού μέσα του ανέβηκαν στο διπλάσιο, και έκανε μεγάλη προσπάθεια για να ακούσει τα λόγια και τις μουσικές φράσεις που ξεχύνονταν από το στόμα της ξανθιάς ερμηνεύτριας. «Καλώς ήρθες Έλλη, χαίρομαι που είσαι εδώ». Η Έλλη που είχε μόλις φτάσει, κούνησε απλά το κεφάλι της. Έτσι κι αλλιώς, κι ο Άγγελος της είχε μιλήσει κουνώντας μόνο τα χείλη του άηχα. Η Έλλη φορούσε ένα μαύρο φόρεμα που ήταν φτιαγμένο από κάποιο γυαλιστερό ύφασμα, κατάλληλο για την τόση ζέστη της εποχής. Τα μπράτσα της ήταν ακάλυπτα, ενώ είχαν αρχίσει κι αυτά να παίρνουν χρώμα από την έκθεση της στον ήλιο. «Αυτή είναι η Ερμίνα Μπλέρρη»; «Ναι, ήρθε εδώ και μια ώρα περίπου για να με συλλυπηθεί». Η Έλλη δε σχολίασε τίποτα άλλο, ώσπου ολοκλήρωσε η Ερμίνα το θρήνο της βασίλισσας. Ομολογουμένως είχε ερμηνεύσει φανταστικά τον συγκεκριμένο αυτό ρόλο, και παρά την τόση λύπη, όλοι οι παριστάμενοι έσπευσαν να τη συγχαρούν. Δέχτηκε τις κολακείες τους όμως με σκυμμένο το κεφάλι, γεγονός που άρεσε στον Άγγελο. Όταν κόπασαν κι αυτές, βρήκε κι αυτός την ευκαιρία να της συστήσει την Έλλη που της άπλωσε το χέρι. «Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω, τα συλλυπητήρια μου για τη Σάντρα, ξέρω πως ήσουν η καλύτερη της φίλη». «Σε ευχαριστώ, κι εσύ; Είσαι θαρρώ η καλύτερη φίλη του Άγγελου, σωστά»; Η Έλλη απλά της χαμογέλασε, και πήρε από τον δίσκο που της έφερε ο Σταμάτης το ποτηράκι με το μπράντι. Το είχε ανάγκη. Ο πιλότος του Μακρή ήταν πολύ φιλικός και η πτήση προς την Αθήνα χωρίς καθόλου αναταραχές, το γεγονός όμως πως ο Άγγελος δεν της είχε απαντήσει σε κανένα της μήνυμα, της προξενούσε μια οδυνηρή ανησυχία. «Μας έρχεστε από διακοπές»; Η Ερμίνα πήρε κι εκείνη ακόμη ένα μπράντι από τον δίσκο του Σταμάτη. Η Έλλη ήπιε μια γουλιά κι έγνεψε αρνητικά. «Όχι, εργάζομαι αυτή την εποχή, για να πω την αλήθεια, δεν είμαι πια φίλη των διακοπών, τολμώ μάλιστα να πω πως τις αποφεύγω συνειδητά». «Αλήθεια; Εγώ τις περιμένω πως και πως κάθε φορά». Ο Άγγελος ζήτησε συγγνώμη και πήγε να συνομιλήσει πάλι με τον Σταμάτη. «Έχει φέρει πράγματα μαζί της η Έλλη Αυγέρη»; «Ναι, έναν πολύ μικρό σάκο». «Ωραία, τότε πήγαινε τον σε παρακαλώ στο δωμάτιο που βρίσκεται απέναντι από το δικό μου, και πες στα κορίτσια να το ετοιμάσουν». «Όλα τα δωμάτια είναι έτοιμα να φιλοξενήσουν κόσμο Άγγελε, θα μείνει εδώ απόψε η δεσποινίς Αυγέρη»; «Ναι, οπωσδήποτε». Ο Άγγελος επέστρεψε κοντά στις δυο γυναίκες που συνέχιζαν να κουβεντιάζουν αθώα. «Έλλη, σε λίγο μια από τις κοπέλες θα έρθει να σου δείξει το δωμάτιο σου. Εννοείται πως θα μείνεις εδώ απόψε». Η Έλλη αγαλλίασε και μόνο με το άκουσμα της φωνής του, πόσο μάλλον με αυτό που της είπε σχεδόν επιτακτικά. «Εντάξει, σε ευχαριστώ πολύ, η αλήθεια είναι πως λογάριαζα να πάω στο σπίτι μου αλλά δεν υπάρχει λόγος να το κάνω τελικά». «Πόσο θα μείνεις; Δουλεύεις μακριά»; Η Ερμίνα σταύρωσε τα πόδια της αν κι όχι προκλητικά καθώς βολευόταν στην άκρη μιας αναπαυτικής πολυθρόνας. Η Έλλη, άδειασε το υπόλοιπο μπράντι της. «Είμαι αναγκασμένη να γυρίσω στη δουλειά μου αύριο το βράδυ». Ο Άγγελος έκρυψε την απογοήτευση του, θα έπρεπε βέβαια να το υποθέσει. Δεν την κάκιζε, οι ισορροπίες ανάμεσα στην Έλλη και στην κοπέλα που προσπαθούσε να βοηθήσει ήταν πολύ λεπτές. Το επόμενο κουδούνισμα που έφτασε καθαρά στο σαλόνι, έφερε τον Πέτρο. Εντάχθηκε στην παρέα τους ήσυχα, ενώ εκτίμησε όλη την κατάσταση με μια ματιά. Όταν κοίταξε την Έλλη, το βλέμμα του γέμισε με αγάπη κι επιδοκιμασία. «Έκανες πολύ καλά που ήρθες». «Δε θα μπορούσα να κάνω τίποτα διαφορετικό Πέτρο, είναι όλα καλά εδώ»; «Ναι μην ανησυχείς, απόψε δε θα πούμε λέξη για τις επαγγελματικές μας υποθέσεις, έτσι δεν είναι Άγγελε»; «Και βέβαια, έλα, πιες ένα κονιάκ για την ψυχή της Αλίκης». Ο Άγγελος του έδωσε το ποτήρι γεμίζοντας το ο ίδιος. Ο πέτρος το άδειασε όλο μαζί. «Να ζήσεις να τη θυμάσαι Άγγελε».
YOU ARE READING
Ο χρυσός κρίκος
RomanceΗ ιστορία της Έλλης και του άγγελου που άρχισε στο μυθιστόρημα με τίτλο στο κόκκινο συνεχίζεται... Δεύτερο βιβλίο