24

473 77 6
                                    

Η Έλλη έσκυψε και μάζεψε το φόρεμα της από κάτω. Το σώμα της ήταν σφιγμένο, και της έφερνε μια ντροπή τόσο βαθιά, που το κόκκινο της χρώμα δε συγκρινόταν καθόλου με αυτό των μαλλιών της. Τις τελευταίες ώρες της είχε περάσει στο παιδικό δωμάτιο του Άγγελου μαζί του. Είχαν μιλήσει, είχαν αγγίξει παντού ο ένας τον άλλον, είχαν δακρύσει, μα όλα αυτά δεν έφεραν κανένα θετικό αποτέλεσμα από τη στιγμή που εκείνος της έβγαλε το φόρεμα της. Τα κόκκαλα και οι μύες της άρχισαν να πυργώνουν πάλι τα τείχη ανάμεσα τους, κι αυτά αποδείχθηκαν πολύ πιο ανθεκτικά από εκείνα που έχτιζε μόνη της στην παραλία με το τιρκουάζ χρώμα. Στην αρχή ο Άγγελος δεν είχε ανησυχήσει, μόνο άφησε τον χρόνο να περάσει, συνεχίζοντας να την κρατάει και να τη χαιδεύει. Όταν όμως ξαναδοκίμασε χωρίς να μπορεί να πετύχει τίποτα περισσότερο, τότε πια απογοητεύτηκε, φροντίζοντας ωστόσο να το κρύψει καλά για να μην τη στενοχωρήσει κι άλλο. «Πήγαινε να ξαπλώσεις, δεν έγινε τίποτα κακό, ίσως και να βιαστήκαμε». Η φωνή του βγήκε βραχνή από την κούραση και τη στενοχώρια. Σε λίγες ώρες θα ήταν η κηδεία της Αλίκης, κι αυτός δεν είχε προλάβει να χαρεί τίποτα αφού και με την Έλλη τα πράγματα δεν έστρωναν τόσο απλά. «Γιατί δε μπορώ; Τις είχα τις υποψίες μου από κάποιο σημείο και μετά, αλλά ήθελα να πιστεύω πως έκανα λάθος». Η Έλλη έσφιγγε και ξέσφιγγε τα χέρια της γεμάτη απόγνωση. Για ένα πράγμα ήταν σίγουρη, τον Άγγελο τον ήθελε με κάθε πιθανό κι απίθανο τρόπο. «Επειδή μάλλον ο εγκέφαλος σου είναι ακόμη καρφωμένος σε κάτι που έκανε τότε ο Τζανής, Υποθέτω πως αμέσως μόλις μπορέσεις να το εντοπίσεις, η αντίστροφη μέτρηση για να νιώσεις και πάλι όμορφα θα ξεκινήσει». «Μα νιώθω όμορφα, κάθε στιγμή που με κοιτάς νιώθω όμορφα, κάθε στιγμή που μου χαμογελάς νιώθω όμορφα»... Ο Άγγελος κούνησε το κεφάλι του. Θα περίμενε να πάει εκείνη στο δωμάτιο της και μετά θα άναβε τσιγάρο. «Το ξέρω Έλλη και δεν το αμφισβητώ, κι ούτε σε κατηγορώ για τίποτα». «Αλλιώς είχα αρχίσει να την ονειρεύομαι αυτή τη νύχτα». «Κι εγώ το ίδιο, δεν ωφελεί να σου το κρύψω». «Αύριο θα φύγω, και δε θα υπάρξει άλλη ευκαιρία για να ξαναπροσπαθήσουμε μέσα στις επόμενες μέρες». «Θα έρθουν όμως οι κατοπινές μέρες Έλλη, και τότε θα ξαναπροσπαθήσουμε». Η γυναίκα πήγε και του έπιασε το χέρι, κι αυτός της το έσφιξε. «Δε θέλω να στενοχωριέσαι, σε παρακαλώ. Σου είπα πως θα κατέβουμε μαζί όσο χαμηλά χρειαστεί προκειμένου να ανέβουμε πάλι στην επιφάνεια». Πήρε το ρολόι που είχε πει πως θα της ταχυδρομούσε και της το πέρασε στον καρπό. «Αυτό είναι δικό σου, μην το χάσεις, ίσως μπορέσει να σε βοηθήσει». Η Έλλη τον ευχαρίστησε με τα μάτια. Ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Ένιωθε άσχημα κι ακόμη κι αν δεν το έκανε ο Άγγελος, η ίδια δε δίσταζε να βρίζει σιωπηρά τον ίδιο της τον εαυτό. «Θα τα πούμε το πρωί πάλι, δε θα είναι εύκολη η μέρα». «Το ξέρω, Άγγελε, αν καταλήξω να κάνω ποτέ ξανά έρωτα με κάποιον, αυτός δε θα είναι άλλος από εσένα, δεν πρόκειται ποτέ να θελήσω να είμαι με κάποιον άλλο. Δεν ξέρω τι με σταματάει, αλλά θα το βρω και θα το σχολάσω». Έσκυψε και του έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη, μετά, βγήκε από το δωμάτιο του χωρίς να του πει καληνύχτα. Πήγε και κλείστηκε στο δικό της. Χώθηκε στο κρεβάτι της κι έβαλε τα κλάματα, καλύπτοντας με τα λευκά λινά σεντόνια το κεφάλι και το πρόσωπο της. Την ίδια στιγμή, ο Άγγελος έβγαινε επιτέλους στο μπαλκόνι της κρεβατοκάμαρας του για να καπνίσει. Καθόλου δεν του άρεσε αυτό που είχε γίνει με την Έλλη, ήταν σίγουρος πως όταν εκείνη θα έμπαινε στο τζετ του Μακρή για να επιστρέψει στην Ξένια, τα πράγματα ανάμεσα στους δυο τους θα ήταν ήδη καλύτερα. Πολύ αργότερα ξαναμπήκε μέσα για να ξαπλώσει κι εκείνος. Επιτέλους είχε αρχίσει να πιστεύει πως θα τα κατάφερνε να κοιμηθεί έστω και λίγο. Συναντήθηκαν στη μεγάλη τραπεζαρία πριν τις εννιά. Δεν υπήρχε καμιά αμηχανία μεταξύ τους, μολονότι δεν ήταν και λίγα αυτά που τους ένωναν και τους χώριζαν ταυτοχρόνως. Η Έλλη ήταν ντυμένη με ένα στενό υφασμάτινο μαύρο παντελόνι καθώς και με μια δαντελένια επίσης μαύρη μπλούζα, που είχε στην περιοχή του στήθους ένα ασημένιο στολίδι που θύμιζε έντονα κουμπί. «Μπόρεσες να κοιμηθείς»; Ο Άγγελος της γέμισε με χυμό πορτοκάλι ένα μεγάλο ποτήρι. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Ναι, περισσότερο από όσο νόμιζα αρχικά, κι εσύ; Είναι πιο δροσερά εδώ στην Αθήνα. Στην Κύπρο τέτοια ώρα θα είχαμε κιόλας αρχίσει να βράζουμε». «Ναι, ζεστός τόπος, κοιμήθηκα κι εγώ». Το κινητό του Άγγελου άρχισε να χτυπάει και βιάστηκε να απαντήσει. Η Έλλη, καθώς άλειφε ψωμάκια με βούτυρο και κρέμα και για τους δυο, τον άκουγε να λέει ξερά ναι και όχι. «Ήταν ο Στέφανος από το δικηγορικό γραφείο της Αλίκης, τον θυμάσαι αλήθεια»; «Και βέβαια, φάε λίγο σε παρακαλώ, δε γίνεται να φύγεις έτσι από το σπίτι. Τι ήθελε να σου πει»; Ο Άγγελος δάγκωσε μια μπουκιά. «Μου είπε πως η Αλίκη μου είχε γράψει ένα γράμμα λίγο καιρό πριν μπει στο νοσοκομείο». «Αλήθεια; Τι είδους γράμμα»; «Δεν έχω ιδέα Έλλη, ο Στέφανος μου εξήγησε πως εκείνη του ζήτησε να μη μου το δώσει όσο θα εξακολουθούσε να βρίσκεται στη ζωή». «Λες να σου γράφει κάτι σημαντικό; Να λοιπόν που θα έχεις κι εσύ μια λέξη της να διαβάσεις». Ο Άγγελος έγνεψε καταφατικά. «Ανυπομονώ να το πάρω στα χέρια μου, θα μου το δώσει στην κηδεία και θα το ανοίξω όταν θα επιστρέψω εδώ. Εσύ τι ώρα θα πρέπει να πετάξεις για Λευκωσία»; Η Έλλη ήπιε λίγο από τον χυμό της. «Αυτό δεν το ξέρω, μα λογικά θα φύγω λίγο μετά το μεσημεριανό φαγητό. Ολόκληρη η οικογένεια θα είναι πολύ απασχολημένη σήμερα». Αναστέναξε κι άρχισε να του μιλάει για τη μικρή Φαίδρα και τα τριαντάφυλλα, θέλοντας να του τραβήξει την προσοχή από τα δικά του προβλήματα. «Φοβάμαι πως αυτό δε θα κάνει κανένα καλό στην κόρη του Μακρή, μα προφανώς δε μπορεί να γίνει και διαφορετικά». «Όχι δυστυχώς, πάμε; Πέρασε η ώρα». «Βέβαια, μετά την κηδεία θα μας περιμένει στο γραφείο του ο Πέτρος, αν προλάβεις δηλαδή να έρθεις». «Θα προλάβω, δε θέλω να πάω να κλειστώ σε κάποιο μαγαζί μέχρι την ώρα που θα φύγω. Η βαλίτσα μου είναι έτοιμη». «Θα τη βάλω στο αυτοκίνητο». Στάθηκαν όρθιοι και κοιτάχτηκαν. Η Έλλη άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει αλλά εκείνος τη σταμάτησε: «Δε χρειάζεται να το πεις, το ξέρω, κι εγώ το ίδιο». Η Έλλη ανακουφίστηκε και βγήκε μαζί του έξω. Ακόμη κι αν την απασχολούσαν πολύ όλα όσα γίνονταν εδώ, ήθελε και να βεβαιωθεί πως η Ξένια ήταν εντάξει. Για αυτό, όταν κάθισε δίπλα του στο αυτοκίνητο, έβγαλε το κινητό της από την τσάντα της κι έστειλε ένα μήνυμα κειμένου στην κοπέλα ρωτώντας τη πώς πήγαιναν τα πράγματα. Και η εκκλησία αλλά και το νεκροταφείο ήταν γεμάτα από κόσμο που είχε έρθει για να πει το τελευταίο αντίο στην Αλίκη. Παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες όλων για μυστικότητα, τα πάντα είχαν διαρρεύσει στον τύπο, αλλά αυτή τη φορά ο Άγγελος δεν ενοχλήθηκε καθόλου. Αυτό που γινόταν εκείνες τις στιγμές, ταίριαζε αφοπλιστικά με όλη σχεδόν τη ζωή της Αλίκης Βρανά που τη γευόταν σε όλες της τις διαστάσεις. Κι έτσι, όχι μόνο δε δοκίμασε να απομακρύνει κανέναν από εκεί, αλλά τους ευχαρίστησε όλους που είχαν έρθει να την τιμήσουν για τελευταία φορά. Η Ερμίνα Μπλέρρη δεν έλειπε, και για μια ακόμη φορά ήταν άψογα περιποιημένη και ντυμένη στα μαύρα. Η Έλλη καθώς της χαμογελούσε, δε μπόρεσε να μην αναρωτηθεί πόσο κόστιζε το μαύρο της μεταξωτό φόρεμα. Το κραγιόν που φορούσε σήμερα, ήταν πολύ πιο απαλό από το δικό της, ενώ είχε επιλέξει κι εκείνη να μη βάλει κανένα κόσμημα. Ήρθε κι ο Πέτρος παρά το γεγονός πως ο Άγγελος είχε νομίσει πως ήταν προγραμματισμένη κάποια κατάθεση για εκείνη την ώρα. Ο επιθεωρητής κράτησε μια σεβαστή απόσταση από τη μικρή τους ομάδα, τους είπε όμως πως θα τους περίμενε στο γραφείο του. Η Έλλη καθώς τον κοιτούσε, θα μπορούσε να πάρει όρκο πως είχε γίνει και πάλι κάτι καινούριο που αφορούσε στο θάνατο της Σάντρας Μαρή. Θα έκανε όμως υπομονή αφού σε λίγο θα το μάθαινε αναμφίβολα. Όταν το φέρετρο εξαφανίστηκε, ο Άγγελος πήγε να βρει το Στέφανο ο οποίος δεν τον είχε ενοχλήσει καθόλου. Οι δυο τους συνομίλησαν για λίγο, και μετά ο δικηγόρος έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του έναν σχετικά παχύ λευκό φάκελο και του τον έδωσε διακριτικά. Ο Άγγελος τον ευχαρίστησε και τον έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του ρωτώντας τον αν θα μπορούσε να του πει κάτι περισσότερο. Έλαβε αρνητική απάντηση κι έτσι δεν επέμεινε περισσότερο, μόνο τον ευχαρίστησε που είχε παραστεί στην κηδεία. Όταν άρχισε πια να σκορπίζει ο κόσμος μετά τον καφέ για τα συλλυπητήρια, πήγε η Ερμίνα να του μιλήσει: «Άγγελε το ξέρω πως η στιγμή δεν είναι καλή για αυτό μα πρέπει να σου μιλήσω για ένα λεπτό». «Κανένα πρόβλημα, πες μου, άλλωστε δε μένει να γίνει τίποτα άλλο εδώ». «Λοιπόν, εγώ σε τρεις ώρες πετάω για Θεσσαλονίκη, έχει προκύψει κάποιο θέμα στην οικογένεια μου και θα λείψω ως αύριο το βράδυ ή μεθαύριο το πρωί». «Ελπίζω να είναι όλα καλά εκεί». Αυτό το είχε πει η Έλλη. «Ναι σε ευχαριστώ πολύ Έλλη. Λοιπόν Άγγελε, στο ηλεκτρονικό σου ταχυδρομείο θα βρεις ολοκληρωμένη την πρόταση μου για αυτό που αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε οι δυο μας. Θα σου τηλεφωνήσω αμέσως μόλις επιστρέψω εδώ, γιατί δε σου κρύβω πως θα έχω τεράστια ανάγκη να πιω ένα ποτό μαζί σου στο Μαύρο μαργαριτάρι». Η γυναίκα του έσφιξε τον ώμο κι ύστερα άρχισε να απομακρύνεται με φινέτσα, χωρίς να αφήσει κανένα περιθώριο στους δυο τους για να την αποχαιρετίσουν. «Πάμε κι εμείς»; Ο Άγγελος κοίταξε την Έλλη μιλώντας πολύ βιαστικά. Δεν ήθελε να στραφεί η κουβέντα τους στην Ερμίνα. «Ναι φυσικά, ας μην κάνουμε τον Πέτρο να μας περιμένει, άλλωστε θα πρέπει να επικοινωνήσω κι εγώ άμεσα με τον πιλότο του Ανδρέα Μακρή». Άρχισαν να κατευθύνονται προς το αυτοκίνητο του Άγγελου. Η Έλλη έκανε τα πάντα για να κρατήσει κλειστό το στόμα της αλλά δεν τα κατάφερε. «Θα βγαίνεις μαζί της»; «Όπως σου είπα δεν έχω την πρόθεση να εμπλακώ σε ο,τιδήποτε στενό και προσωπικό με την Ερμίνα Μπλέρρη». Ο Άγγελος πήρε κλειστά μια στροφή προς τα δεξιά. «Εκείνη όμως την έχει, τέλος πάντων, το γράμμα της Αλίκης το πήρες από το Στέφανο»; «Ναι ευτυχώς, μακάρι να βρω μια ζεστή λέξη από εκείνη μέσα στις σελίδες αυτές, δε φαντάζεσαι πόση ανάγκη την έχω». Το χέρι της Έλλης γλίστρησε στο γόνατο του. «Κι όμως, το φαντάζομαι». «Θα μου λείψεις Έλλη». «Κι εμένα, αλλά δεν έφυγα ακόμη». «Το ξέρω, αλλά ήθελα να σου το πω». «Θα προσπαθήσω να ξεκλέψω χρόνο για να έρθω να σε δω, αν στο μεταξύ ωστόσο τα καταφέρεις εσύ να έρθεις έστω και για λίγες ώρες πες το μου αμέσως, θα κανονίσω το πρόγραμμα μου, κανείς δε θα μου φέρει αντίρρηση αν πω πως πρέπει να βγω για μερικές ώρες». Όταν έφτασαν στην αστυνομία, η Έλλη κατέβηκε πρώτη για να μπορέσει εκείνος να παρκάρει. Καθώς ετοιμαζόταν να μπει στο κτίριο, ένιωσε τη δόνηση του κινητού της και το έβγαλε από την τσάντα της. Είχε λάβει ένα μήνυμα από την Ξένια. Το άνοιξε νιώθοντας ένα περίεργο μούδιασμα να την κυριεύει: «Έλα». Κοίταξε τη μια και μοναδική αυτή λέξη με μεγεθυμένη υπερένταση. Τι είχε συμβεί; Άρχισε να πληκτρολογεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε την απάντηση της για την Ξένια: «Φυσικά, απόψε θα είμαι εκεί για να μου πεις κάτι ακόμη για τους ψιθύρους των κοχυλιών, μα είσαι εντάξει; Συνέβη κάτι Ξένια»; Είδε πως ερχόταν προς το μέρος της ο Άγγελος, και του έγνεψε να μπει πρώτος στο κτίριο και πως δε θα αργούσε να τον ακολουθήσει. Μετά, βρήκε από το μενού των επαφών της συσκευής το όνομα του πιλότου του Μακρή και του τηλεφώνησε. Κανόνισαν να συναντηθούν στο αεροδρόμιο στις πέντε ακριβώς. Όταν τελείωσε και με αυτό, έβαλε πάλι το κινητό στην τσάντα της και μπήκε στο γραφείο του Πέτρου. Δεν περίμενε πως θα χαιρόταν τόσο όταν θα έβλεπε τους συνεργάτες του αλλά γελάστηκε και έσπευσε να δώσει σε όλους το χέρι της, και στην Ελένη και στην Κάτια που ήταν εκεί, αλλά και στον Στάθη. «Χαιρόμαστε ειλικρινά που σε έχουμε μαζί μας Έλλη κι ας είναι και για τόσο λίγο». Ο νεαρός της χαμογέλασε, ξεκολλώντας για λίγο τα μάτια από την οθόνη του τάμπλετ του. «Η χαρά είναι δική μου». «Πολύ ωραία, φτάνουν οι αβρότητες παιδιά, δεν έχουμε χρόνο, για καθίστε, η δεσποινίς Αυγέρη από εδώ δε θα μπορέσει να μείνει για πολύ μαζί μας όπως αναφέρατε, για αυτό καλά θα κάνεις Στάθη να αρχίσεις να την ενημερώνεις κι εκείνη και εμάς για τα τελευταία σου ευρήματα. Όταν θα φύγει η Έλλη, ο Άγγελος κι εγώ θα πάρουμε κατάθεση από τη Μαρίλια Μαρή». «Επιτέλους, ναι Στάθη, σε ακούμε». Ο Στάθης σηκώθηκε και πήγε προς τον υπολογιστή στο γραφείο του Πέτρου, που σηκώθηκε τραβώντας πίσω την καρέκλα του. «Σε προηγούμενη κουβέντα που έγινε εδώ σας είπα πως έψαχνα για την ακριβή ώρα που εγκατέλειψε η Αλεξάνδρα Λάντρη το μαύρο μαργαριτάρι. Τη βρήκα τελικά, η Αλεξάνδρα βγήκε από αυτό λίγο μετά τις δώδεκα. Το ζήτημα είναι πως πριν αφήσει το ξενοδοχείο, πέρασε από τη μπλε σουίτα την οποία και τη βρήκε ξεκλείδωτη». «Δεν είναι δυνατό; Αυτό αποκλείεται, με συγχωρείς που σε διακόπτω Στάθη αλλά είμαι πολύ αυστηρός στο ζήτημα των κλειδιών. Κανένας από το προσωπικό δεν»... «Μην ανησυχείς Άγγελε, δε σε βαραίνει η ευθύνη για τίποτα, άκουσε με και θα καταλάβεις, κανείς από τους ανθρώπους σου δεν έκανε τίποτα κακό. Η Αλεξάνδρα είχε το κλειδί γιατί πολύ απλά το πήρε από το τσαντάκι της ίδιας της Σάντρας. Τη συνάντησε κάποια στιγμή στην τουαλέτα, λίγο πριν τις έντεκα και προφανώς της το πήρε χωρίς καν να το αντιληφθεί. Αφού δεν υπάρχουν κάμερες εκεί μέσα δε μπορούμε να μάθουμε τι το ήθελε, πάντως ό,τι κι αν άγγιξε το έκανε φορώντας γάντια. Δεν έμεινε πολύ στην κρεβατοκάμαρα της κοπέλας, ή σε όποιο δωμάτιο της σουίτας κι αν μπήκε». «Κάτια, θέλω να τη δω αύριο, πριν από τη Δάμου σε παρακαλώ, μίλα μαζί της στο τηλέφωνο αν πρέπει να γίνει αλλαγή στην ώρα». Η Κάτια κούνησε το κεφάλι της κι ο Πέτρος έγνεψε στο Στάθη να συνεχίσει, πράγμα που έκανε πρόθυμα: «Θα περάσω τώρα στην ηλεκτρονική αλληλογραφία της Σάντρας. Βρήκα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα σε αυτή, και θα ήθελα να σας διαβάσω ορισμένα αποσπάσματα από κάποιες συζητήσεις που έκανε, για να μη χάσουμε τη ροή μας, θα αρχίσω από λίγα μηνύματα που αντάλλαξε εκείνη με τη μάνατζερ για την οποία μιλήσαμε, ακούστε». Η οθόνη γέμισε με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της κοπέλας και η Έλλη ένιωσε πως έκανε κάτι κακό έτσι καθώς έμπαινε όλο και πιο βαθιά στην προσωπική της ζωή. Μόλις εκείνη τη στιγμή δονήθηκε πάλι το κινητό στην τσάντα της. «Πρέπει να καταλάβεις πως είναι αδύνατο να αποδώσω έτσι, πρέπει να αφήσουμε τη συναυλία που ακολουθεί αυτή της Μαδρίτης. Δεν αντέχω, είναι ανάγκη να ξεκουραστώ». «Θα ξεκουραστείς αργότερα καλή μου, η ευκαιρία αυτή που μας παρουσιάστηκε είναι χρυσή, γιατί δεν το καταλαβαίνεις»; «Δεν είναι πως δεν το καταλαβαίνω απλά δεν αντέχω, έχω ανάγκη να κάνω κι άλλα πράγματα». «Όπως; Να φλερτάρεις; Θα τα κάνεις όλα αργότερα, θα έχεις όλο το χρόνο στη διάθεση σου, μα αυτό το τρίμηνο πρέπει να κλείσει με το σωστό τρόπο». «Με πιέζεις πολύ Αλεξάνδρα κι αυτό δε μου αρέσει». «Σε φροντίζω, δε σε πιέζω». «Θέλω να βγω απόψε, μπορείς να ακυρώσεις την εμφάνιση μου στο γκαλά»; «Όχι λυπάμαι, αυτό δε μπορεί να γίνει, μα δε θα μείνεις εκεί πάνω από ένα τέταρτο, καλό θα σου κάνει». «Δε θα πάω». «Φυσικά και θα πας». «Όχι, απόψε θα βγω». «Με ποιον»; «Αυτό δε σε αφορά». «Σάντρα, στις οχτώ ακριβώς να είσαι έτοιμη, θα έρθω να σε πάρω». «Το επόμενο σαββατοκύριακο θα σε περιμένω στη θαλαμηγό μου Αλεξάνδρα, πρέπει να μιλήσουμε από κοντά οι δυο μας, και χωρίς την παρουσία οποιουδήποτε άλλου». «Εντάξει, θα ακυρώσω την εμφάνιση σου απόψε μα ηρέμησε». «Μα αυτό δεν αλλάζει κάτι, θα σε περιμένω στη θαλαμηγό το επόμενο σαββατοκύριακο». Ο Στάθης πάγωσε τη ροή των μηνυμάτων και στράφηκε να κοιτάξει πρώτα τον Πέτρο και μετά όλους τους υπόλοιπους. Ωστόσο, δεν ήταν ο Πέτρος που του μίλησε αλλά ο Άγγελος: «Ακόμη ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να έχει δυσαρεστηθεί από κάτι που έκανε η Σάντρα Μαρή, μα δε νομίζω πως θα τη συνέφερε τη Λάντρη να φτάσει μέχρι το φόνο. Έτσι θα έχανε την κότα με τα χρυσά αβγά, δε θέλω να μιλάω έτσι μα»... «Μα έχεις δίκιο Άγγελε να το κάνεις». Ο Πέτρος ήπιε λίγο από τον φρέσκο καφέ που είχε μόλις ετοιμάσει η Ελένη κι έγνεψε ανεπαίσθητα στον Στάθη που άρχισε να χαιδεύει τα πλήκτρα του υπολογιστή του επιθεωρητή. «Ακούστε, αρχίζω να σας διαβάζω αποσπάσματα από μια συνομιλία που είχε η Σάντρα με τον Άρη Αλεβίζο, ο οποίος είχε φτιάξει ένα άλλο mail άγνωστο για οποιονδήποτε άλλο. Πριν αρχίσει την ανάγνωση και πάλι, πρόφτασε η Έλλη να ανοίξει και το δεύτερο μήνυμα που είχε λάβει από την Ξένια, έγραφε ξανά μόνο τη λέξη έλα. «Έκανα κάτι κακό, κάτι που δεν ξέρω πώς να σου το πω». «Με απλά λόγια, εσύ δε μπορείς να κάνεις τίποτα τόσο κακό άλλωστε». «Χτύπησα μια πόρτα πολύ σκοτεινή, θυμάσαι πως πήγα να βρω έναν ιδιωτικό ερευνητή για την κάμερα που βρήκα στη θαλαμηγό»; «Και βέβαια, θυμάμαι όλα όσα μου λες, λοιπόν; Θυμάμαι και τι σου απάντησε, πως δεν ήταν σίγουρος για το αν η κάμερα αυτή μπήκε πρόσφατα στη θαλαμηγό ή όχι». «Ναι, ακριβώς, δε μπορούσα να ησυχάσω κι έτσι χτύπησα τη σκοτεινή πόρτα που σου ανέφερα. Ξέρω κάποιον που δε θα σου πω το όνομα του γιατί δεν είναι και το αληθινό του, που για μερικά χαρτονομίσματα των πενήντα ευρώ μπορεί να κάνει πολλά. Του εξήγησα την κατάσταση και τον παρακάλεσα να ψάξει για εμένα στα κρυφά μονοπάτια. Το έκανε. Η κάμερα δεν τοποθετήθηκε καθόλου παλιά στη θαλαμηγό». «Είσαι σίγουρη»; «Πόσες τέτοιες υπάρχουν στην Αθήνα και μάλιστα με το ίδιο όνομα; Τρεις μήνες πάνε από τότε που την έβαλε κάποιος πάνω από το κεφάλι μου. Του έταξα κι άλλα χρήματα για να μου δώσει το όνομα του ανθρώπου για τον οποίο δούλεψε ο άλλος μα δε βγήκε τίποτα». «Παράτα τα Σάντρα, αυτές οι δουλειές είναι βρώμικες, σε παρακαλώ παράτα τα και σβήσε όλα αυτά τα μηνύματα. Τώρα έχεις απαλλαγεί από την κάμερα, κανείς δε θα ξέρει τι κάνεις όταν πας να μείνεις εκεί για να βρεις την ησυχία σου, σε ικετεύω παράτα τα». Και πάλι σταμάτησε να διαβάζει ο Στάθης, και πάλι κοίταξε τον Πέτρο, ο οποίος χωρίς να βγάλει λέξη από το στόμα του σηκώθηκε κι άνοιξε τη μπαλκονόπορτα για να μπει λίγη δροσιά στο γραφείο, μα η δροσιά που αναζητούσε δεν επρόκειτο να μπει αφού η μέρα εκείνη ήταν ηλιόλουστη και καυτή. «Να ανάψω το κλιματιστικό»; Η Κάτια βρήκε το χειριστήριο χωρίς να περιμένει να της απαντήσει ο επιθεωρητής. «Ποιος της τη φύτεψε μου λες; Αλήθεια, τα διέγραψε τα μηνύματα»; «Ναι, τα βρήκα αλλιώς. Δυστυχώς Πέτρο δεν είναι εύκολο να σκάψω πιο βαθιά γύρω από αυτό το κομμάτι γιατί μιλάμε για κάτι παράνομο». «Ξέχνα το Στάθη, θα τον βρούμε αλλιώς αυτόν που πλήρωσε για να της τη φυτέψουν. Τι άλλο έχεις»; Ο Στάθης ανακουφισμένος άρχισε να κάνει κάμποσα διαδοχικά κλικ με το ποντίκι του. Η Έλλη είχε αρχίσει να ιδρώνει τόσο από τη ζέστη όσο κι από την αγωνία για την Ξένια. Της πέρασε από το νου να βγει έξω για πέντε λεπτά και να τηλεφωνήσει στον Ανδρέα Μακρή αλλά απέρριψε την ιδέα. «Θα σας διαβάσω κι άλλο απόσπασμα από κάποια συνομιλία της Σάντρας πάλι με τον Άρη Αλεβίζο που έγινε λίγες μόνο μέρες πριν την επίσκεψη της στην Αθήνα»: «Επιμένεις ακόμη να τη νοιάζεσαι; Ξέρεις τι έκανε»; «Πολλά κάνει η Μαρίλια, σε ποιο από αυτά αναφέρεσαι»; «Πήγε και βρήκε τον Κώστα Θέρμη, έχεις ιδέα ποιος είναι αυτός»; «Ο πρώτος της έρωτας αν θυμάμαι καλά, και λοιπόν; Εγώ εσένα θέλω, χίλιες φορές σου είπα να της αποκαλύψουμε την αλήθεια». «Σκέφτομαι και τον πατέρα μου, δεν είναι τόσο απλό το θέμα, θα ξεσπάσει σκάνδαλο». «Μου λείπεις, θέλω να σε δω, να σε κρατήσω στα χέρια μου». «Κι εγώ το θέλω αυτό, αν δεν ήταν η Αλεξάνδρα... Τέλος πάντων, ξέρεις γιατί πήγε να τον βρει»; «Δε φαντάζομαι για να θυμηθούν τα παλιά πάντως, γιατί ανέφερες την Αλεξάνδρα»; «Ξέχνα την για την ώρα, του έδωσε λεφτά, δεν ξέρω πόσα αλλά δε μιλάμε για μικρό ποσό». «Κι εσένα τι σε νοιάζει; Για όνομα του θεού Σάντρα, ποιους πληρώνεις για να σε βοηθάνε και να σου γεμίζουν το μυαλό με όλες αυτές τις πληροφορίες»; «Δεν είναι αγία η αδερφή μου, ο Θέρμης έκανε χρήση απαγορευμένων ουσιών, για αυτό τα ήθελε τα λεφτά και προφανώς δεν είχε σε ποιον να στραφεί για να τα ζητήσει». «Δε με νοιάζει, παράτα τα». «Η Μαρίλια μπορεί να τον θέλει ακόμη». «Τόσο το καλύτερο για εμάς τους δυο, εγώ εσένα θέλω, παράτα τα και πες μου πως με θέλεις κι εσύ». «Και βέβαια σε θέλω, και ακόμη κι αν αυτό που θα κάνω θα έχει συνέπειες στην καριέρα μου, σου υπόσχομαι πως θα περάσουμε λίγες μέρες μαζί και μάλιστα πολύ σύντομα». «Μακάρι, μα μην κάνεις βιαστικές κινήσεις, πρέπει να λάμπεις πάντα, εδώ θα είμαι εγώ». «Μπορεί κάποιος να μου πει τι στα κομμάτια έχει γίνει ανάμεσα στις δυο αδερφές; Από τη Λίζα Μαρή δε μπόρεσα να βγάλω τίποτα περισσότερο χθες που την είδα, κι ομολογώ πως δε θέλησα να την πιέσω γιατί φοβήθηκα μήπως λιποθυμούσε πάλι, κι αυτή τη φορά κανείς δε θα με γλίτωνε από τον άνδρα της. Δε νομίζω όμως πως γνωρίζει και πάρα πολλά ακόμη». «Υπάρχουν κι άλλα μηνύματα, και μάλιστα αρκετά από αυτά είναι ανάμεσα στις δυο αδερφές, απλά επειδή η κοπέλα τα είχε διαγράψει από παντού, χρειάζομαι παραπάνω χρόνο για να τα ανακτήσω, θα σου τα έχω έτοιμα όμως άμεσα Πέτρο». «Αυτό το πιστεύω, πήγαινε να συνεχίσεις τη δουλειά σου αφού ξεκουραστείς για λίγο όμως. Θα τη βρούμε την άκρη Στάθη». Ο νεαρός του χαμογέλασε και βγήκε από το γραφείο του παίρνοντας μαζί και το τάμπλετ και τον φρέσκο καφέ. «Η Λάντρη κάτι κρύβει, αυτό δε χωράει αμφιβολία, όπως επίσης και η Μαρίλια, και η Δάμου». Ο Πέτρος ανασήκωσε τους ώμους. «Για τη Δάμου δεν ανησυχώ, πιστεύω πως είναι ένα απλό θύμα του ζεύγους Μαρή». «Βρήκαμε και τη Βανέσα, την ξαδέρφη της Σάντρας, έπαθε σοκ αλλά θα έρθει να μας μιλήσει όποτε θέλουμε». «Μπράβο Ελένη, θα τη δούμε μέσα στις επόμενες μέρες, μπορείτε να φύγετε όλοι για την ώρα, τα λέμε εδώ μετά το μεσημεριανό φαγητό». Βγήκαν όλοι τους ήσυχα έτσι που έμειναν οι τρεις τους στο γραφείο. «Έλλη τι λες»; «Ένας είναι που απλά εκμεταλλεύεται όλες τις καταστάσεις Πέτρο, το θέμα είναι να μάθουμε την ταυτότητα του». «Ποιος ξέρει τόσο καλά και τις δυο οικογένειες; Για τον χρυσό κρίκο τι έχεις να πεις»; Η Έλλη δε δίστασε. «Αμαρτίες γονέων Πέτρο, η Ξένια τουλάχιστον δεν έχει κάνει τίποτα κακό στη ζωή της, εκτός ίσως από το να ερωτευτεί τον λάθος άνθρωπο». «Ναι, η έρευνα για τον Μαρτινίδη συνεχίζεται. Θέλω ένα προφίλ Έλλη, για τον απαγωγέα και το βιαστή που μπορεί να είναι κι ο δολοφόνος, μα ακόμη κι αν δεν ήταν αυτός που έβαλε το αρσενικό, είναι οπωσδήποτε ο ηθικός αυτουργός, ο άνθρωπος που σχεδίασε τα πάντα». «Θα το έχεις άμεσα». «Άγγελε τι σκέφτεσαι»; «Το γυναικείο άρωμα και το ταλκ και το πετρέλαιο Πέτρο. Εντάξει, για το πετρέλαιο η απάντηση είναι η προφανής, Μαρής και Μακρής βγάζουν ένα σωρό χρήματα από αυτό, ειδικά ο Μακρής, αλλά για τα υπόλοιπα; Ποιο είναι αυτό το άρωμα εδώ που τα λέμε; Θα πρόκειται για κάποιο επώνυμο προφανώς». «Αυτό δεν το ξέρω, η Ελένη το ψάχνει». Τότε μίλησε ξανά η Έλλη. «Αμαρτίες γονέων Πέτρο, το επαναλαμβάνω, κάπου στο παρελθόν άρχισαν όλα». «Ναι, όπως και την άλλη φορά, μα πόσο πίσω πρέπει να πάμε»; «Μακάρι να ήξερα, πρέπει να φύγω, θα πάρω ένα ταξί». «Όχι, εγώ θα σε πάω, όλοι θα σταματήσουν τη δουλειά για λίγο, δεν πρόκειται να καθυστερήσω καθόλου, τι λες Πέτρο»; «Να την πας, δε θα αρχίσω χωρίς εσένα, για αυτό ξεκινήστε. Έλλη, σε χρειαζόμαστε κι εδώ, αλλά μη σταματάς κι εκεί την προσπάθεια». Η γυναίκα χαμογέλασε με την αντικρουόμενη προτροπή του, και πήγε να τον αποχαιρετίσει. «Θέλω να μπεις στην ομάδα κάποτε Έλλη, μην απαντήσεις τίποτα τώρα, αλλά γιατί θαρρείς πως δεν πήρα καινούρια ψυχολόγο να αντικαταστήσει την άλλη»; «Θα δούμε Πέτρο, χίλια ευχαριστώ, θα μιλάμε συχνά». Η Έλλη του έστειλε ένα τελευταίο χαμόγελο, και μετά ακολούθησε τον Άγγελο έξω από το γραφείο. Το κινητό στην τσάντα της δονήθηκε για Τρίτη φορά, πριν ακόμη εκείνος ξεκλειδώσει τις πόρτες του αυτοκινήτου: «Έλα».

Ο χρυσός κρίκοςWhere stories live. Discover now