Για την Ξένια, αν και φυσικά δε θα μπορούσε να το γνωρίζει, οι λίγες εκείνες ώρες που πέρασε παρέα με τον πατέρα της, θα αποτελούσαν και τις πιο λαμπερές ηλιαχτίδες πριν την καταιγίδα. Πρώτα έκαναν βόλτα παρέα στον ροδόκηπο οι δυο τους, αποτίνοντας έναν άτυπο φόρο τιμής στη μνήμη της Φαίδρας, αφού εκείνη τη χρονιά τα πράγματα δεν είχαν γίνει με τον παραδοσιακό τρόπο. Μετά, και με βήμα δειλό, είχαν κατευθυνθεί προς την παραλία, θέλοντας να κάνουν το ίδιο και για την Εβελίνα. Μόνο που εκεί ο πόνος του τόσο πρόσφατου θανάτου δεν τους επέτρεψε καν να αρχίσουν την προσπάθεια. Κι επειδή ο Ανδρέας Μακρής είχε πια αρχίσει να κατανοεί την εύθραυστη κατάσταση της κόρης του χάρη σε όλες αυτές τις κουβέντες με την Έλλη, την πήρε από το χέρι προτού κυλήσει το πρώτο δάκρυ από τα μάτια της. Μπήκαν μαζί στο αυτοκίνητο του, κι άρχισαν να κάνουν βόλτα στην πόλη. Η Ξένια έτσι όπως κοιτούσε τους ανθρώπους από το παράθυρο, είχε την αίσθηση πως ξαναγεννιόταν, δεν τόλμησε όμως να του το πει, από φόβο μήπως επιστρέψει στο σκοτάδι όταν θα πατούσε το πόδι της στη βίλα. Κατέληξαν να τρώνε σε ένα από τα αγαπημένα τους εστιατόρια. Και μπορεί κανείς τους να μην είχε ιδιαίτερη όρεξη για φαγητό, έκαναν όμως φιλότιμες προσπάθειες για να μη χαλάσουν το κλίμα. Ούτε για την απαγωγή της μίλησαν αλλά ούτε και για τίποτα άλλο δυσάρεστο, μόνο πάνω από το επιδόρπιο, του ανέφερε εκείνη πόσο πολύ συμπαθούσε την Έλλη και πως ήθελε να γίνει φίλη της. Λίγο αργότερα, και μετά από δική της επιθυμία, γύρισαν στη βίλα. Ο Μακρής της χάιδεψε τα μαλλιά για λίγο, κι ύστερα την προέτρεψε να ανέβει στο δωμάτιο της για να ξεκουραστεί, λέγοντας πως εκείνος θα πήγαινε στη βιβλιοθήκη του για να δουλέψει. Αυτό έκανε και η Ξένια. Άλλαξε ρούχα και μετά έψαξε για τα τηλέφωνα της. Βρήκε το μήνυμα της Έλλης και της απάντησε χαμογελώντας. Είχε κάθε δικαίωμα κι εκείνη να αφιερώσει λίγες ώρες στον εαυτό της. Στο μεταξύ, το ροζ χρυσό τηλέφωνο, που το είχε ξεχάσει στο σαλονάκι, βρισκόταν τώρα εκεί που έπρεπε, παρέα με το σημείωμα της Έλλης. Πόσο προνοητική ήταν αλήθεια... Καθώς ξεκλείδωνε την οθόνη κι έβλεπε τις κλήσεις και τα μηνύματα του Στιβ, ούτε για μια φορά δεν ανησύχησε μήπως είχε ψάξει η Έλλη στο μενού του. Άρχισε να τα διαβάζει: «Θα έρθεις; Πες μου ναι, δε μου έφτασε ο χρόνος που είχα μαζί σου χθες, ο πίνακας είναι σχεδόν έτοιμος, για αυτό πες μου, θα έρθεις»; Η καλή της διάθεση δε χάλασε. Ντρεπόταν να το παραδεχτεί αλλά ήθελε και να μάθει τι ήταν αυτό που είχε ζωγραφίσει για εκείνη ο Στιβ. «Θα το σκεφτώ, η διάθεση μου αλλάζει ραγδαία. Μόλις πέθανε η μητέρα μου κι εγώ χαμογελάω, μόνο για να βάλω τα κλάματα το επόμενο λεπτό». «Έλα και δε θα σου ζητήσω τίποτα άλλο, εγώ θα είμαι εκεί από νωρίς, μπορώ ουσιαστικά να έρθω και τώρα στη θάλασσα, τις τελευταίες πινελιές προσθέτω»... «Μη με πιέζεις, θα το σκεφτώ». Έστειλε το μήνυμα και φόρεσε μια μαύρη κορδέλα στα μαλλιά. Μετά, βάλθηκε να ψάχνει για τα βιβλία που είχε φέρει στο δωμάτιο από τη βιβλιοθήκη της. Δεν ήταν πολλά, καλύτερα να πήγαινε να διαλέξει κάμποσα ακόμη. Βγήκε από το δωμάτιο αρχίζοντας κιόλας να σκέφτεται μια σειρά μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας, για την οποία της είχε μιλήσει ο πατέρας της στο εστιατόριο. Μπήκε στη δική της βιβλιοθήκη κι άρχισε να ψάχνει για ένα αντίτυπο του πρώτου της βιβλίου. Δεν κατάφερε να το βρει, πήρε ωστόσο το δεύτερο από εκεί. Καλύτερα να του ζητούσε να της δανείσει το δικό του, μπορεί και να χαιρόταν εκείνος αν έβλεπε πως προσπαθούσε να διαβάσει, όπως είχε χαρεί και όταν του μίλησε για τα κοσμήματα που ήθελε να φτιάξει. Πήγε τρέχοντας στη βιβλιοθήκη του κι άπλωσε το χέρι της με σκοπό να χτυπήσει την πόρτα, όταν συνειδητοποίησε πως εκείνος ήταν μέσα μα όχι μόνος, καθώς επίσης και πως η πόρτα δεν είχε κλείσει καλά. Να γιατί μπορούσε με τόση άνεση να τον ακούει να μιλάει... Την έσπρωξε κι άλλο προσεκτικά κι αθόρυβα, όταν κατάλαβε πως η γυναικεία φωνή που του εξηγούσε κάτι ανήκε στη Βεατρίκη. Μα τι είχαν να πουν οι δυο τους; Για να κλείστηκαν εκεί μέσα, τότε κάτι σημαντικό θα τους απασχολούσε. Προσπέρασε τις αρχές της κι έστησε αφτί. Ήταν τυχερή κι άτυχη μαζί, κι αυτό επειδή πρόλαβε ουσιαστικά να ακούσει ολόκληρη σχεδόν την κουβέντα τους. Μέσα σε ένα τέταρτο της ώρας, η σειρά επιστημονικής φαντασίας είχε ξεχαστεί, κι ο κόσμος της είχε γκρεμιστεί, με τρόπο πολύ χειρότερο από την προηγούμενη φορά, και τούτο επειδή την είχαν προδώσει οι δικοί της άνθρωποι, αυτοί που είχαν στείλει χωρίς ντροπή και τη μητέρα της στο θάνατο. Γύρισε στο δωμάτιο της περπατώντας σαν κουρδιστή. Άρχισε να πετάει ρούχα σε μια μικρή βαλίτσα, ενώ την ίδια στιγμή που άνοιγε συρτάρια, έστελνε κι ένα γραπτό μήνυμα στον Στιβ. «Να που άλλαξα διάθεση ξανά, δε θέλω να διαβάσω, θέλω να σε δω, τώρα όμως. Αν δεν είσαι στην παραλία μέσα σε δέκα λεπτά, τότε μη μπεις στον κόπο να έρθεις». «Θα έρθω, είμαι ήδη στον δρόμο, μα τι έπαθες»; Δεν του απάντησε, θα ξεθύμαινε πάνω του αλλά όχι μέσα από το αναθεματισμένο το προφίλ αυτό. Πήρε βαθιά ανάσα και σκούπισε τα μάτια της που άρχισαν πια να τρέχουν. Κι ύστερα διέγραψε όχι μόνο την τελευταία τους συνομιλία μα και το προφίλ της Γαλάζιας δροσοσταλίδας. Θα έφτιαχνε άλλο όταν θα έμενε και πάλι μόνη. Έριξε στην τσάντα της τραπεζικές κάρτες και διαβατήριο κι όσα άλλα αντικείμενα θα της ήταν απαραίτητα για τις επόμενες κινήσεις που ήθελε να κάνει. Μετά, πήρε μαζί της και την καρφίτσα από πλατίνα, και βγήκε από τη βίλα, χωρίς να στρέψει το κεφάλι της προς τα πίσω. Μόνο στην Έλλη χρωστούσε μια εξήγηση, μα θα της την έδινε πολύ σύντομα. Έφτασε στην παραλία όταν έπεφτε πια το σούρουπο, μερικά μόλις λεπτά πριν την αναχώρηση της Έλλης και του Άγγελου από εκεί. Τον είδε να κάθεται σε ένα βραχάκι και να κρατάει κάτι στην αγκαλιά του. Τον πλησίασε. Δεν ένιωθε τίποτα για κανέναν εκείνη την ώρα. «Θέλω να δω τον πίνακα». Της έδωσε το πακέτο που είχε στα χέρια του και της έγνεψε να το ξετυλίξει. Κι εκείνη έκανε ακριβώς αυτό. Βρέθηκε να κρατάει ένα μικροσκοπικό πορτρέτο του εαυτού της. Ήταν ντυμένη στα λευκά, και είχε περασμένα στα μαλλιά της ρόδα και διάφορα άλλα γαλάζια λουλούδια που είχαν την ίδια ακριβώς απόχρωση με το νερό της παραλίας εκείνης. Για μια στιγμή, ο πάγος που είχε αγκαλιάσει ηθελημένα για να μπορέσει να κρατηθεί, απείλησε να ραγίσει, αλλά δεν του το επέτρεψε. Τι κι αν έτρεμαν τα χέρια της; «Πες κάτι»... «Διέγραψα το προφίλ μου». Ο Στιβ δεν αντέδρασε καν. «Θα βρω όπως σου είπα κι αυτό που θα φτιάξεις». «μου αρέσει, θα τον κρατήσω». Στον πίνακα, το νερό κυλούσε στα πόδια της, αλλά η βίλα του πατέρα της που δεν ήταν πλέον δική της δε φαινόταν πουθενά. «Χαίρομαι». «Δεν έχεις λόγο. Άκου, θα σου κάνω κάποιες ερωτήσεις, αν μου απαντήσεις ειλικρινά, τότε μπορεί και να ξανασυναντηθούμε κάποτε». Την κοίταξε γνέφοντας καταφατικά. «Τους βοήθησες να με παρακολουθήσουν και να με πάρουν»; «Ναι». Το ψιθύρισε όσο χρειαζόταν για να το ακούσει. Ούτε η δική της έκφραση άλλαξε, ούτε σκλήρυνε ούτε και μαλάκωσε. «Ήσουν μαζί τους τότε»; «Όχι, δεν ήρθα ποτέ να σε δω». «Ήξερες κάποιον από αυτούς»; «Ναι, ήταν σχέδιο ζωής, έτσι μου είπε. Τον αγάπησα από όταν ήμουν παιδί, μα το μετάνιωσα». «Αυτό δε με αφορά Στιβ». «Μπορείς να μου πεις το όνομα του»; Εκείνος άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει μα δεν τα κατάφερε. Πάλι πετρωμένο παρέμεινε το πρόσωπο της κοπέλας. «Απέτυχες μα ας είναι, έχεις άλλη μια ευκαιρία, αυτόν θα τον βρουν εκείνοι που πρέπει αργά ή γρήγορα, αλλά εμένα δε με ενδιαφέρει η ταυτότητα του. Θέλω να με βοηθήσεις να φύγω από εδώ, κρυφά όμως και ήσυχα». Σηκώθηκε και την πλησίασε. «Αυτό μπορώ να το κάνω». «Και χωρίς να το πεις σε αυτόν για το χατίρι του οποίου με προσέγγισες ερωτικά; Διότι αυτός δεν ήταν που σου ανέθεσε να το κάνεις»; «Ναι και στις δυο σου ερωτήσεις. Για αυτόν το έκανα, και για εσένα τώρα θα τον αγνοήσω βοηθώντας σε να φύγεις, τον έχω τον τρόπο». «Ξεκινάμε τότε». «Πού θέλεις να πας»; «Στην Αθήνα, μετά η αποστολή σου θα λήξει. Χρόνο θέλω να κερδίσω μόνο, εγώ η ίδια θα φροντίσω να μαθευτεί το που είμαι». «Είσαι καλά»; Έκανε να της πιάσει το χέρι αλλά εκείνη τον έσπρωξε. «Ποτέ δεν ήμουν χειρότερα Στιβ, μα μη διανοηθείς να με αγγίξεις ποτέ, και μη μου κάνεις άλλες ερωτήσεις αν έχεις την καλοσύνη, γιατί θα συλληφθείς μέσα σε λίγα λεπτά». Άρχισαν να περπατάνε κι εκείνη έβαλε και τον πίνακα στη βαλίτσα της. «Γιατί δεν τους τηλεφωνείς»; «Επειδή αυτός που σε έμπλεξε θα καταλάβει πως η αστυνομία θα τον προσεγγίσει και θα φύγει για να καλύψει τα ίχνη του». «Μα το ίδιο θα συμβεί κι αν του το πω εγώ». «Καρφί δε μου καίγεται, κάνε ό,τι θέλεις». «Ξένια, δεν»... «Φτάνουν οι κουβέντες, θέλω απλά να φύγω από εδώ». Κοίταξε το τιρκουάζ που άλλους τους ένωνε κι άλλους τους χώριζε για μια τελευταία φορά, κι έπειτα σήκωσε τη βαλίτσα της πιο ψηλά κι άρχισε να τρέχει παρά το βάρος της, αναγκάζοντας τον Στιβ να κάνει το ίδιο. Είχε ήδη βραδιάσει όταν χάθηκε από μπροστά της το φονικό νερό που το νόμιζε δικό της από τότε που γεννήθηκε.
YOU ARE READING
Ο χρυσός κρίκος
RomanceΗ ιστορία της Έλλης και του άγγελου που άρχισε στο μυθιστόρημα με τίτλο στο κόκκινο συνεχίζεται... Δεύτερο βιβλίο