39

488 78 11
                                    

Όταν έμεινε πια μόνη της η Βεατρίκη, αποφάσισε να ενεργοποιήσει το δεύτερο κινητό της. Ήθελε να δει αν είχε στείλει κάποιο μήνυμα ο συνεργάτης της. Βρήκε πράγματι ένα να την περιμένει: «Δεν ξέρω πως έγινε, αλλά με προσέγγισε ο Λεωνάτος, μου ζήτησε πληροφορίες για εσένα και για αυτό που αγόρασες πριν από μερικές μέρες». Φουρκίστηκε η Βεατρίκη και του απάντησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε: «Και πώς γνωρίζει εκείνος τη δική μας τη συνεργασία; Και πώς ξέρει για την αγορά που έκανες για λογαριασμό μου; Λέγε, με πούλησες; Πόσα σου έδωσε αλλά και πού τα βρήκε»; Το άγχος την κυρίευσε, ακόμη εντονότερο σε σχέση με τις προηγούμενες φορές. Τότε ήταν που της τηλεφώνησε ο Ανδρέας στο κινητό της. «Είσαι καλύτερα; Σε πονάει το στήθος σου; Θέλω να ξέρω, μη με αποπάρεις»... «Είμαι καλύτερα Βεατρίκη, η Ξένια επικοινώνησε με την Έλλη Αυγέρη, πηγαίνει στην Αθήνα, θα την περιμένει κι εκείνη να επιστρέψει στο σπίτι της». Η Βεατρίκη κάθισε βαριά στο κρεβάτι της, μα σηκώθηκε σχεδόν αμέσως για να κατευθυνθεί προς το χρηματοκιβώτιο της, εκεί ήταν φυλαγμένος ο κρίκος με το φλασάκι. «Ανδρέα, λες να μας άκουσε η Ξένια και για αυτό να τα μάζεψε και να εξαφανίστηκε; Δε λέει να μου φύγει από το μυαλό αυτή η σκέψη». «Θέλω να ελπίζω πως όχι Βεατρίκη, γιατί αν συνέβη κάτι τέτοιο, τότε αλίμονο μας». Σωριάστηκε πάλι δίπλα στον υπολογιστή της. Αν άρχιζε ο Ανδρέας να την κατηγορεί για όλα, τότε ήταν χαμένη από χέρι. «Ας περιμένουμε, έφυγε η Έλλη με εκείνον τον άνδρα»; «Ναι, μόλις. Θα επικοινωνήσει μαζί μου όταν θα έχει κάτι νεότερο». «Ωραία, θα κάνουμε υπομονή, θέλεις να έρθω εκεί; Δεν κάνει να είσαι μόνος απόψε»... «Όχι, απόψε τη χρειάζομαι τη μοναξιά μου, ξεκουράσου κι εσύ και θα τα πούμε το πρωί». «Καλά, καληνύχτα Ανδρέα'. Έκλεισε το τηλέφωνο και κατάπιε ένα δάκρυ. Όλα θα πήγαιναν καλά... Τη στιγμή που έβαζε το φλασάκι στη θύρα, ο Μακρής λάμβανε ένα γραπτό μήνυμα στο δικό του κινητό στο οποίο κάποιος άγνωστος αποστολέας αναρωτιόταν πόσο καλά ήξερε εκείνος τη γυναίκα με την οποία κοιμόταν εδώ και τόσον καιρό. Το μήνυμα αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να βάλει ακόμη ένα ποτό αυτός, και να βυθιστεί στις σκοτεινότερες σκέψεις του κόσμου. «Είχα καθυστέρηση αλλά δεν τολμούσα να το παραδεχτώ. Βέβαια κάτι είχε αντιληφθεί και η καμαριέρα μου γιατί την είχα πιάσει να με κοιτάει παράξενα μια δυο φορές, φρόντισα όμως αν και τόσο νέα, να της κλείσω το στόμα με τον καλύτερο τρόπο. Η προσωπική μου ζωή δεν ήταν δική της υπόθεση. Πήγα στο γιατρό όταν βεβαιώθηκα πως οι γονείς μου ήταν πια πολύ μακριά. Το μόνο που έκανε εκείνος ήταν να μου επιβεβαιώσει την εγκυμοσύνη μου, ήμουν δύο μηνών, κι αν αποφάσιζα να ρίξω το παιδί, τότε δε μου έμενε και πολύς χρόνος για να το κάνω. Θυμάμαι ξεκάθαρα πως δε γύρισα σπίτι, ο γιατρός που είχα επισκεφθεί δεν ήταν ο δικός μου, είχα ζητήσει τη βοήθεια μιας καλής κι έμπιστης φίλης, που δεν τη γνώρισες ποτέ δυστυχώς. Έκανα βόλτες κλαίγοντας. Θα ήταν αδύνατο να το κρατήσω αυτό το μωρό, ο Μακρής δε με είχε αγγίξει ποτέ ενώ ο Μαρής ούτε και για χάρη του δεν επρόκειτο να χωρίσει τη Μαργαρίτα. Ούτε και σήμερα δε μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτό που τον κρατούσε από τότε τόσο σφιχτά δεμένο μαζί της... Κατάλαβα πως όσο πιο γρήγορα έδινα τέλος στο μαρτύριο μου αυτό, τόσο καλύτερα θα εξελισσόταν η ζωή μου. Γύρισα στο ιατρείο και παρακάλεσα να γίνει η άμβλωση το ταχύτερο δυνατό. Μετά, επέστρεψα στο σπίτι και προσπάθησα να φάω και να κοιμηθώ. Η γραμματέας του γιατρού μου τηλεφώνησε το ίδιο απόγευμα για να μου πει πως την μεθεπομένη θα έπρεπε να βρίσκομαι στο ιατρείο ακριβώς στις οχτώ. Την ευχαρίστησα. Δεν πρόλαβα ούτε να αναλογιστώ τι πήγαινα να κάνω. Λίγο αργότερα μου τηλεφωνούσε ο Μαρής. Ήθελε να με δει, δεν του το αρνήθηκα, αν κι εκείνη ήταν η πρώτη φορά που μπήκα πραγματικά στον πειρασμό να το κάνω. Πήγα και τον βρήκα στο ξενοδοχείο που διέμενε. Η σουίτα ήταν πάλλευκη, το ίδιο και το ριχτό μου φόρεμα, το ίδιο και η επιδερμίδα μου... Κατάλαβε από την πρώτη στιγμή πως κάτι δεν πήγαινε καλά, κι έτσι, μου έβαλε ένα ποτό, και με πήρε στην αγκαλιά του. Δεν άρχισε τα χάδια, μόνο μου ζήτησε να του πω τι συνέβαινε. Για τους γονείς μου και τα προβλήματα μας τα είχε ήδη μάθει όλα και μας ευχόταν ό,τι καλύτερο μέσα από την ψυχή του. Του μίλησα για την εγκυμοσύνη και περίμενα να δω πως θα αντιδρούσε όταν θα άκουγε για την επικείμενη άμβλωση. «Είναι δικό σου μα ξέρω πως δε γίνεται να το κρατήσω, είσαι παντρεμένος, είμαι αρραβωνιασμένη»... Μου έσφιξε τα χέρια και με έβαλε για ύπνο, όχι όμως χωρίς να μου κάνει έρωτα, πράγμα που του γύρεψα εγώ η ίδια, ψάχνοντας καταφύγιο μέσα του. Το πρωί εκείνο δεν έφυγε όπως είχε αρχικά προγραμματίσει, μόνο με ρώτησε αν μπορούσα να του διαθέσω μια μέρα. Χάρηκα αν και κατάλαβα πως κάτι διαφορετικό θα γινόταν. Τον άφησα να με πάει όπου ήθελε. Καταλήξαμε στη θαλαμηγό της Μαργαρίτας Μαρή. Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν την είδα να μας περιμένει, και μάλιστα να μας χαιρετάει και τους δυο. Εντάξει, δεν ισχυρίζομαι πως μαζί μου ήταν διαχυτική και πώς θα μπορούσε άλλωστε; Μα με κέρασε γλυκό και φαγητό και μου είπε πως τα πάντα συνέβαιναν για έναν συγκεκριμένο λόγο. Δε μπόρεσα να αντιληφθώ τι πάσχιζε να μου πει, μα δε θα αργούσα και να το μάθω. Θαύμαζα την ομορφιά της, καθώς επίσης και την εκπληκτική διαρρύθμιση της θαλαμηγού, δεν έκρυψα το θαυμασμό μου για κανένα από τα δυο, της μίλησα με ειλικρίνεια και για μια στιγμή τα μάτια της γλύκαναν, μα μετά μετατράπηκαν και πάλι σε δυο πετράδια που έκρυβαν μέσα τους προειδοποιήσεις και ισχύ. Ο Μαρής κοιτούσε πότε τη μια και πότε την άλλη καπνίζοντας ασταμάτητα. Η σιωπή βάθυνε και τότε εκείνη, άλλαξε θέση περπατώντας αγέρωχα. Φορούσε ένα λευκό μακρύ φόρεμα συνοδευμένο με μαργαριτάρια, μεγάλα και ιδιαίτερα στο σχήμα. Πήγε και κάθισε σε μια πολυθρόνα απέναντι μου, που ήταν φορτωμένη με σκαλίσματα. «Δεν υπάρχει λόγος να μακρηγορούμε Εβελίνα, εγώ ήμουν που ζήτησα από τον άνδρα μου να σε φέρει εδώ, μην τρομάζεις, δεν είναι για κακό που σε κάλεσα, δε θα σου συμβεί τίποτα απολύτως». Κούνησα το κεφάλι νιώθοντας πως αποτελούσα ξαφνικά κομμάτι σουρεαλιστικής θεατρικής παραγωγής. Η Μαργαρίτα σταύρωσε τότε τα καλλίγραμμα μαυρισμένα της πόδια, και μίλησε ξανά τη στιγμή που άρχισε να περιστρέφει τα μαργαριτάρια στον αριστερό καρπό της. «Έχεις κάτι που το θέλω πολύ Εβελίνα, κάτι που δε μπορώ να το αποκτήσω ούτε κι αν πληρώσω όλα τα εκατομμύρια του κόσμου». Ενστικτωδώς έκανα το σφάλμα να αγγίξω το στομάχι μου. Το χαμόγελο της μου έδωσε να καταλάβω πως αυτό περίμενε να κάνω. «Σωστά, κουβαλάς το παιδί του άνδρα μου, εγώ ως και σήμερα που μιλάμε δεν τα έχω καταφέρει. Κάποτε ναι, έμεινα έγκυος αλλά το έχασα πριν περάσουν έξι εβδομάδες». «Πώς το ξέρεις»; «Εγώ της το είπα, δε θέλω να χαθεί αυτή η ζωή, φτιάχτηκε από το αίμα μου». Τώρα τα μάτια μου μετατοπίστηκαν πάνω του. «Τι θέλεις να πεις»; «Κράτα το μωρό, εμείς θα σε βοηθήσουμε να το γεννήσεις με ασφάλεια. Οι γονείς σου λείπουν, δε θα το μάθουν, μπορείς να τους πεις πως πας ταξίδι, πως θα κάνεις κρουαζιέρα πολύμηνη... Δε θα προκύψει πρόβλημα». «Κι όταν το γεννήσω»; «Τότε θα μας το δώσεις κι όλοι θα πιστέψουν πως η Μαργαρίτα είναι η μητέρα του, Θα προσποιηθεί εγκυμοσύνη μα θα την πάρω κι εκείνη από την Αθήνα». Είχα χάσει τη μιλιά μου, ήταν δυνατό να τα είχαν οργανώσει όλα με κάθε λεπτομέρεια; «Θέλω χρόνο να το σκεφτώ».. «Θα τον έχεις, εσύ είσαι που κανόνισες για αύριο την άμβλωση, μπορείς πάντα να την ακυρώσεις. Μα αν δεχτείς να το φέρεις στον κόσμο αυτό το μωρό, τότε θα είσαι υποχρεωμένη να αποποιηθείς κάθε δικαιώματος σου πάνω του. Δε θα το δεις ποτέ, δε θα το αποκαλέσεις παιδί σου... Άλλωστε, θα κάνεις οπωσδήποτε κι άλλα παιδιά με τον Ανδρέα, τι λες»; Τι θα μπορούσα να πω; Από τη στιγμή που ο Μαρής δεν είχε καμιά πρόθεση να εγκαταλείψει τη σύζυγο του ούτε και για χάρη ενός παιδιού, τότε κι εγώ από την πλευρά μου δε σκόπευα να προκαλέσω άλλη μια καρδιακή προσβολή στον πατέρα μου διαλύοντας τους αρραβώνες μου με τον Ανδρέα Μακρή. «Και πού θα μείνω; Θα χρειαστώ φάρμακα και»... «Εδώ δεν είναι όμορφο μέρος για να περάσεις εφτά περίπου μήνες; Εγώ συχνά αφήνω όλα μου τα σπίτια για να ζήσω σε τούτη τη θαλαμηγό, είναι τεράστια κι εξοπλισμένη με όλα όσα σου βάζει και δε σου βάζει ο νους. Και γιατροί θα σε παρακολουθούν καθημερινά, και τίποτα δε θα σου λείψει». Η Μαργαρίτα δεν αστειευόταν, το ήξερα, τη διάβασα στις πέτρες που είχε για μάτια την επιθυμία της να κρατήσει στην αγκαλιά της το μωρό μου. Δεν άργησα να το αποφασίσω, έτσι, ακόμη κι αν εγώ δε θα μπορούσα να ακούσω το κλάμα του, εκείνη που θα το μεγάλωνε, θα γνώριζε πως ήταν ο καρπός της απιστίας του άνδρα της, και της ένωσης του μαζί μου. Τους έδωσα τον λόγο μου πως θα κρατούσα το παιδί, και πως δε θα το διεκδικούσα ποτέ. Τότε, για πρώτη ίσως και τελευταία φορά στη ζωή της, η Μαργαρίτα Μαρή γονάτισε μπροστά μου και μου φίλησε τα χέρια. Όσο για τον Αντώνη, με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε στο στόμα μπροστά της, τέσσερις φορές κατά τη συνήθεια του. Δε ντράπηκα, εκείνη θα τον είχε για πάντα, όλοι κερδισμένοι βγαίναμε, αυτός θα είχε τον διάδοχο και κληρονόμο του... Γύρισα στο σπίτι μου κι όσο πιο ήσυχα μπορούσα, άρχισα να τακτοποιώ όσες εκκρεμότητες μπορούσα προκειμένου να γίνουν όλα πιστευτά. Μέχρι και εισιτήριο έβγαλα για την κρουαζιέρα εκείνη. Το Ελίζαμπεθ έφευγε μετά από δύο εβδομάδες βλέπεις. Οι γονείς μου όχι μόνο δεν ανησύχησαν αλλά χάρηκαν κιόλας. Δεν ήθελαν να με νιώθουν μόνη στο τεράστιο σπίτι μας. Τους διαβεβαίωσα πως θα ήμουν εντάξει, κι έβαλα μερικά πράγματα σε μια μεγάλη βαλίτσα, κι ας ήξερα πως σε λίγες εβδομάδες δε θα μου έκαναν πια τα ρούχα μου. Η θαλαμηγός της Μαργαρίτας, ήταν υπέροχη, κι ούτε για μια φορά δε δυσανασχέτησα που έμεινα κλεισμένη σε αυτή για τόσους μήνες. Βρήκα πια την ευκαιρία να μείνω μόνη με τον εαυτό μου. Διάβαζα κι άκουγα μουσική με τις ώρες, κι όποτε γινόταν, μιλούσα και με τον Ανδρέα στο τηλέφωνο. Ήταν πάρα πολύ μακριά για να ανιχνεύσει ο,τιδήποτε περίεργο στον τόνο της φωνής μου. Δεν ξέρω αν το έκανε με τη συγκατάθεση της ή όχι, πάντως ο Μαρής ερχόταν κάθε βράδυ στη θαλαμηγό για να μου κρατήσει συντροφιά. Συνήθως του έβαζα ένα ποτό και μετά δειπνούσαμε μαζί. Καμιά αμηχανία δεν υπήρχε ανάμεσα μας, και όταν μου έλεγε ευχαριστώ για αυτό που έκανα, ξέρω πως ήταν βγαλμένο κατευθείαν από την ψυχή του. Στην αρχή απέφευγα να το κουβεντιάσω, μα σταδιακά ξεθάρρεψα κι άρχισα να τον ρωτάω για τη γυναίκα του. Έμαθα πως ήταν κάπως ασταθής ψυχολογικά αλλά και πως και η σωματική της υγεία δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή, κι ακόμη, πήρα την πληροφορία πως εκείνη τον ήθελε από τότε που ήταν παιδιά και οι δυο, τότε που αυτός δεν ήταν τίποτα ουσιαστικά... Κατάλαβα, δε ζήλεψα, δεν ενοχλήθηκα... Και κάπως έτσι κύλησαν οι μήνες, χωρίς καθόλου προβλήματα στην εγκυμοσύνη. Οι γιατροί ήταν οι καλύτεροι και τα τρόφιμα που δοκίμαζα καθημερινά εξαιρετικής ποιότητας. Όταν μάθαμε πως θα γεννούσα δίδυμα, εγώ δε μπόρεσα να κρύψω ένα χαμόγελο, η Μαργαρίτα όμως κι ο Αντώνης κόντεψαν να τρελαθούν από τη χαρά τους. Όσο πλησίαζε η καταληκτική ημερομηνία που μου είχαν δώσει για τον τοκετό, εντείναμε και τις προετοιμασίες για τη μεταφορά μου στην ιδιωτική γυναικολογική κλινική. Ο Αντώνης είχε φύγει εκτάκτως για το εξωτερικό μα θα επέστρεφε όταν θα τον ειδοποιούσε η Μαργαρίτα. Μου είχε παραχωρήσει τη Mercedes της για να μπορώ να κυκλοφορώ ανά πάσα στιγμή, αφού ούτε φυλακισμένη ήμουν βεβαίως όπως δεν παρέλειπε να μου λέει, αλλά ούτε και θα ήταν καλό να βασιστώ σε κάποιο μέλος του υπηρετικού της προσωπικού. Τους είχε διώξει όλους από τη θαλαμηγό της για να μη γίνει κανένα λάθος, κι αυτό άλλωστε ήταν και το λογικό πράγμα να κάνει. Οι πόνοι με έπιασαν τρεις εβδομάδες νωρίτερα από το αναμενόμενο, ακριβώς τη μέρα που είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι με υπερένταση σχεδόν πώς θα μπορούσαν οι γιατροί να βοηθήσουν με τη γέννα κι αμέσως μετά να ξεχάσουν αυτό που είχαν κάνει. Φυσικά τα χρήματα που θα έπαιρναν σε αντάλλαγμα για τη σιωπή τους μόνο λίγα δε θα ήταν αλλά και πάλι... Έσπασαν τα νερά και συνειδητοποίησα πως έπρεπε να δράσω. Ντύθηκα και κουβάλησα τη βαλίτσα στο αμάξι της Μαργαρίτας. Μετά, της τηλεφώνησα και ξεκίνησα για την ιδιωτική κλινική. Την πέτυχα ολομόναχη στο σπίτι, μου είπε να παραμείνω ψύχραιμη και πως ξεκινούσε κι εκείνη αμέσως. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, έπειτα όμως από λίγο, άρχισαν να πυκνώνουν οι κράμπες και οι πόνοι κι αυτό δε μπόρεσα να το διαχειριστώ όπως θα έπρεπε. Άρχισα να οδηγώ κάπως πιο απρόσεκτα με αποτέλεσμα να μου κορνάρουν κάμποσοι οδηγοί που τους έβαζα σε κίνδυνο. Έβρισα δυνατά τον εαυτό μου και πάσχισα να ηρεμήσω, άλλωστε δεν έμενε και πολύ μέχρι την κλινική... Η σουβλιά εκείνη δεν είχε καμία σχέση με όλες τις προηγούμενες, το κορμί μου τραντάχτηκε ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε εμένα, και κόντεψε να εκτοξευθεί προς τα μπροστά. Ούρλιαξα κι άρχισα να πατάω το φρένο με όση δύναμη ήμουν ικανή να επιστρατεύσω. Το άλλο αυτοκίνητο ήταν πολύ μικρότερο, δεν το είδα, ούτε και τον οδηγό αντιλήφθηκα που μου αναβόσβηνε τα φώτα... Μόνο το φρικιαστικό στρίγκλισμα από τα λάστιχα πρόλαβα να ακούσω πριν χάσω τελικά τις αισθήσεις μου. Είχα τουλάχιστον μπορέσει να φτάσω μέχρι την κλινική, το τροχαίο είχε γίνει στο parking της.

Ο χρυσός κρίκοςWhere stories live. Discover now