35

509 75 20
                                    

Την ίδια ώρα ο Άγγελος καθόταν στην κουζίνα του έχοντας μπροστά του έναν διπλό εσπρέσο και σκεφτόταν τον Γιάννη. Το προηγούμενο βράδυ είχε γυρίσει αργότερα από ό,τι θα ήθελε στο σπίτι του. Όπως αποδείχθηκε, η Ερμίνα Μπλέρρη είχε μαγειρέψει ένα νοστιμότατο κοτόπουλο που του θύμισε έντονα εκείνο που είχαν φάει μαζί με την Έλλη τότε στην αρχή, όταν προσπαθούσαν να καταλάβουν ο ένας τις προθέσεις του άλλου. Τελικά είχαν ανοίξει και δεύτερο μπουκάλι κρασί κι είχαν καταλήξει να κουβεντιάζουν για τη ζωή τους ο καθένας. Κυρίως δηλαδή εκείνη μιλούσε, θέλοντας να του εξιστορήσει γεγονότα και καταστάσεις που την είχαν οδηγήσει στην επιλογή του δρόμου που είχε πάρει. Κάποια στιγμή ο Άγγελος τη ρώτησε και για τον πρώην ερωτικό της σύντροφο, εκείνον που είχε μόλις παντρευτεί, κι εκείνη απάντησε σε όλες του τις ερωτήσεις χωρίς δισταγμό. Όταν σηκώθηκε να φύγει, διάβασε στα μάτια της το ανείπωτο κάλεσμα για να μείνει και να μοιραστεί μαζί της τα πάντα. Έκανε πως δεν το αντιλήφθηκε, παρά το γεγονός πως είχε στο στόμα του ακόμη τη γεύση της, κι ας μην είχαν αγγίξει για τα καλά τα χείλη της τα δικά του. Γύρισε στο σπίτι νιώθοντας μπερδεμένος όσο ποτέ. Από τη μια, κάτι από τη βανίλια της είχε εισχωρήσει μέσα στο δέρμα του περνώντας κάτω από τα ρούχα, κι ας μην τον είχαν αγκαλιάσει καν τα χέρια της, κι από την άλλη η φωνή της Έλλης κουδούνιζε μέσα στο κεφάλι του. Της τηλεφώνησε πριν μπει για μπάνιο, δεν του απάντησε, της έστειλε μήνυμα... Ήταν φανερό πως δεν ήθελε εκείνη να του μιλήσει. Την είχε καλέσει από άλλο νούμερο, ενώ γραπτά της είχε ζητήσει να της τηλεφωνήσει, δε μπήκε στον κόπο να του το αρνηθεί... Έπεσε για ύπνο με την ψυχή του βαριά, αφού της έδωσε να καταλάβει πως γνώριζε την αλήθεια τους, ήξερε πως ούτε κι εκείνη κοιμόταν... Ξύπνησε ξέροντας πως η μόνη που θα τον αναζητούσε σύντομα θα ήταν η Ερμίνα Μπλέρρη. Βρήκε όντως μήνυμα της, φωνητικό αυτή τη φορά, με το οποίο τον ευχαριστούσε για τη μαγευτική βραδιά που της είχε χαρίσει. Έκανε καφέ μειδιώντας, μα πόσο μαγική θα μπορούσε να της είχε φανεί αυτή η βραδιά που δεν είχε γίνει τίποτα ανάμεσα τους; Έστειλε πάλι μήνυμα στην Έλλη ανοίγοντας και όσα αρχεία του είχε προωθήσει ο Πέτρος, που δεν ήταν και λίγα, η Ερμίνα του είχε στείλει κι άλλο, για να του υπενθυμίσει πως δε θα ήταν στην ώρα της για το ραντεβού με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της εταιρείας. Είχαν αποφασίσει να επισπεύσουν τη διαδικασία για την οργάνωση της εκδήλωσης, όσο περισσότερο μπορούσαν. Της απάντησε λακωνικά, και ύστερα είδε την απάντηση της Έλλης, που για άλλη μια φορά τον σόκαρε. Ήξερε τα πάντα, όχι μόνο που ήταν το σώμα του αλλά και που θα ήθελε να βρίσκεται ο λογισμός και η ψυχή του. Ένιωσε να πονάει, δυνατά, στα πόδια και στα χέρια, και βαθιά μέσα στο στήθος. Κάτι έπρεπε να κάνει, δεν υπήρχε άλλη λύση, κάτι έπρεπε να κάνει... Βάλθηκε να ακούει τα σημαντικότερα αποσπάσματα από την κατάθεση της ελπινίκης Δάμου: «Γιατί συναντήσατε τη Λίζα Μαρή στη Γαλάζια τουλίπα και πήρατε από εκείνη τα χρήματα που σας έδωσε»; Ευτυχώς ο χρόνος εδώ έτρεχε πιο γρήγορα σε σχέση με αυτόν της διεξαγωγής: «Επειδή ήθελα να φανώ αντάξια της εμπιστοσύνης της, επειδή ήθελα να ξαναδοκιμάσω να κερδίσω τη Σάντρα. Όλοι το ήξεραν πως αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα από τη συνεργασία της με την Αλεξάνδρα Λάντρη». «Και πώς θα τα καταφέρνατε να την αντικαταστήσετε»; «Ετοιμαζόμουν να διαρρεύσω στον τύπο την ύπαρξη του παιδιού της, το οποίο και είναι εσωτερικό σε κάποιο ειδικό σχολείο αν δεν απατώμαι». «Ποιος είναι ο πατέρας; Είχατε σκεφτεί να δελεάσετε τη Σάντρα με κάτι σπουδαίο για τη δουλειά της»; «Τον πατέρα του παιδιού της δεν τον ξέρω, το άρθρο θα έβγαινε στη Νέα πνοή χωρίς φυσικά να αναφέρεται πουθενά το όνομα μου. Γνωρίζω πως έχει σχέση εδώ και πολλά χρόνια με κάποιον άνδρα λίγο μεγαλύτερο της, αλλά κι αυτό το έμαθα τυχαία. Την είχα δει σε ένα γνωστό θέρετρο κάποιο καλοκαίρι... Επιλέγει να μην εμφανίζεται μαζί του δημοσίως κι έτσι δεν είμαι σε θέση να σας πω ποιο είναι το όνομα του. Αυτό που σκόπευα να προσφέρω στη Σάντρα, ήταν ένα πρόγραμμα λιγότερο σφιχτό, καθώς και η προοπτική συνεργασίας με φρέσκα ονόματα με σπουδαίες περγαμηνές. Είχα φτιάξει μια λίστα με αυτά και θα της την παρέδιδα όταν θα τη συναντούσα». «Τι θέλετε να πείτε»; «Το βράδυ που πέθανε, πήγα να τη συγχαρώ, ήμουν στο Μαύρο μαργαριτάρι. Της ζήτησα να συναντηθούμε όταν θα της το επέτρεπε το πρόγραμμα της, και δε μου το αρνήθηκε. Της είπα πως ήθελα να της ζητήσω συγγνώμη για πολλά πράγματα, και απάντησε πως καταλάβαινε». «Πότε την είδατε για τελευταία φορά δηλαδή»; Λίγο μετά που ξεκίνησε η εκδήλωση, δε μπορούσα να μείνω πολύ, έπρεπε να φύγω, φιλοξενώ στο σπίτι τη μητέρα μου που δεν είναι πολύ καλά. Η Σάντρα υποσχέθηκε να μου τηλεφωνήσει αμέσως μόλις επέστρεφε από τη Μαδρίτη. Εγώ στο μεταξύ, έλεγα να πάω κι εκεί να τη δω, αν έβρισκα κάποια αξιόπιστη επαγγελματία να μείνει μια δυο μέρες με τη μητέρα μου... Ήθελα να της κάνω έκπληξη, και πιστεύω πως θα τα κατάφερνα»... «Το ξεκαθαρίσατε όμως στη Λίζα Μαρή πως εσείς θα είχατε το πάνω χέρι αυτή τη φορά»; Ο Άγγελος πάτησε το stop κι αποτελείωσε τον καφέ του με μια απότομη κίνηση. Είχε ανάγκη από όλη την καφείνη του κόσμου να τρέξει μέσα στο αίμα του, να το κάνει να κοχλάξει, να γίνει ένα με αυτό της Έλλης. Έπιασε το κινητό του και της τηλεφώνησε, κατάλαβε πως η κλήση του ήταν σε αναμονή κι αυτό τον ενόχλησε αδικαιολόγητα πολύ. Άρπαξε τα κλειδιά του και προτού φύγει έκλεισε το λάπτοπ του. Υπήρχαν κι άλλα πράγματα από τον Πέτρο για να δει, αλλά δε γινόταν, θα πήγαινε κατευθείαν στο γραφείο του, άλλωστε το ίδιο μεσημέρι θα είχε ραντεβού με τον καλλιτεχνικό διευθυντή και την Ερμίνα, και μετά... Από το αυτοκίνητο, άρχισε να ψάχνει φρενιασμένα για διαθέσιμα εισιτήρια στις πτήσεις προς Λευκωσία. Μια τρέλα ήταν αυτή, κι ήξερε πως μαθηματικά δε χωρούσε πουθενά στη μέρα του το ταξίδι αυτό, αλλά μια φλέβα που χτυπούσε στο λαιμό του ακατάπαυστα, του προξενούσε δυσάρεστα συναισθήματα. Μπήκε στο γραφείο του Πέτρου, ακριβώς τη στιγμή που έκλεινε η πόρτα. Ολόκληρη η ομάδα ήταν εκεί, και για τον Άγγελο που διέθετε εκπληκτική οξυδέρκεια, έγινε σαφές από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο πως κάτι συνταρακτικό είχε συμβεί. Δεν τόλμησε να ρωτήσει, μόνο πήγε και κάθισε στη θέση του, ενώ με την άκρη του ματιού του έπιανε ένα ελαφρύ συνοφρύωμα του επιθεωρητή, ο οποίος αντί για χαιρετισμό, αρκέστηκε να ανασηκώσει λίγο αδιάφορα τους ώμους. Αυτό δεν του άρεσε, μα δεν ήταν ο σωστός χρόνος να μιλήσει. Ο Πέτρος στρεφόταν προς την Ελένη που έδειχνε εξαντλημένη: «Έσπασε, μου είπε πως κάθε φορά που μιλούσε στο τηλέφωνο με αυτό τον άνδρα, ακουγόταν από μέσα βιολί, πως δυο φορές ενώ του εξηγούσε κατά λεπτώς τι ήθελε να κάνει, διέκοψε την κουβέντα για να φωνάξει σε κάποιον άλλο προφανώς, εντάξει αγόρι μου, και ναι αγόρι μου»... Ο Πέτρος μόρφασε, χτυπώντας παράλληλα το γραφείο του με το στυλό. «Επιβεβαίωσε πως η φωνή του άνδρα ήταν παράξενη, κι έβγαινε με έναν αλλόκοτο συριγμό... Τον ρώτησε πολλές φορές ποιο ήταν το όνομα του αλλά εκείνος απέφυγε να του απαντήσει, μόνο του έδωσε έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου στον οποίο του είπε να τον αναζητήσει μα μόνο όταν δε μπορούσε να γίνει διαφορετικά». Ο Πέτρος συγκατένευσε, και μετά κοίταξε τον Στάθη, με μια πραγματική μανία. Εκείνος έκανε ένα βήμα μπροστά. «Το κινητό αυτό παραμένει ανοιχτό ως και σήμερα Πέτρο, δοκιμάσαμε να το καλέσουμε αρκετές φορές από χθες το βράδυ που πήραμε την πληροφορία μα χωρίς αποτέλεσμα, αφού καμία από τις κλήσεις μας δεν απαντήθηκε. Στο μεταξύ, όπως το ζήτησες, πετύχαμε την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου για την Αλεξάνδρα Λάντρη. Όταν φύγω από εδώ, θα ασχοληθώ διεξοδικά με τον έλεγχο των κλήσεων που έκανε και δέχτηκε μέσα στο τελευταίο διάστημα». Ο Πέτρος δεν είπε τίποτα, μόνο κούνησε το κεφάλι του κοιτώντας μετά τον Άγγελο που ένιωσε πως κάτι ήθελε να του πει, δεν το έκανε. Ο Στάθης συνέχισε να μιλάει, μα όχι προτού ελέγξει το κινητό που είχε δίπλα του. Ήταν φανερό πως διακατεχόταν κι αυτός από μια παράξενη νευρικότητα, η οποία δεν αποτελούσε ένα από τα βασικά γνωρίσματα του χαρακτήρα του. «Συγκεντρώνω πληροφορίες για τους τέσσερις συνδιαχειριστές της περιουσίας του Ερρίκου Τζανή. Όλοι τους επιλέγουν να παραμείνουν στην αφάνεια, αλλά είναι άνδρες με πολλές σπουδές και προσόντα, αν και ζουν σκορπισμένοι σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο ένας διαμένει στη Γερμανία, ο άλλος στην Ιταλία, ο τρίτος στην Αγγλία κι ο τέταρτος στην Κύπρο, ναι, κι εγώ αυτόν σκέφτηκα αλλά για να μπορέσω να εξακριβώσω ο,τιδήποτε θα πρέπει να περάσει αρκετός καιρός, εκτός κι αν βρω ατράνταχτες αποδείξεις». Το μπιπ του τάμπλετ του που το είχαν πια όλοι συνηθίσει, δεν προμήνυε τίποτα καλό. «Λυπάμαι για αυτό που ετοιμάζομαι να σας πω, μα μόλις επικοινώνησε μαζί μου ο συνάδελφος μου από τη δίωξη του ηλεκτρονικού εγκλήματος της Κύπρου. Ο Άρης ΑΛεβίζος είναι κλινικά νεκρός. Πριν από λίγες ώρες τον επισκέφθηκε ο νευρολόγος που είχε καλέσει ο Μαρής πληρώνοντας τον αδρά. Ο γιατρός ισχυρίζεται πως δε μπορεί να γίνει τίποτα για να βελτιωθεί η κατάσταση του. Είναι μάλιστα θέμα ωρών να σταματήσει και η καρδιά του να χτυπάει». Και πάλι δε μίλησε κανείς από τους υπόλοιπους, και πάλι κοίταξε το τηλέφωνο του ο Στάθης προτού πει και τα υπόλοιπα: «Δουλεύω πάνω στο προφίλ της Γαλάζιας δροσοσταλίδας στο facebook. Έχω αρχίσει ήδη να ανακτώ μερικά μηνύματα από τις συνομιλίες της Ξένιας αλλά αυτά είναι πολύ λίγα, τέλος πάντων, ακούστε»... «Καλημέρα». «Καλημέρα, μα μη στέλνεις». «Πώς όχι; Έχω ανάγκη να σε ακούσω, κι ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη να βεβαιωθώ πως είσαι καλά. Σου αρέσει η πλατίνα; Και το λουλούδι»; «Σου είπα, μη στέλνεις». «Θα έρθεις; Εγώ θα είμαι εκεί»... Ο Στάθης έκανε μια παύση και στράφηκε εντελώς απροκάλυπτα να δει τις αντιδράσεις του Πέτρου. «Ο συνομιλητής της έχει επίσης κάποιο ψευδώνυμο, πιο συγκεκριμένα ακούει στο όνομα Ονειροταξιδευτής». «Μας υποχρέωσε, βρες ποιος είναι, και πού θα πάνε, και πότε, και τι σημαίνουν η πλατίνα και το λουλούδι... Γιατί αν αφήσεις εμένα να αρχίσω να κάνω εικασίες, τότε θα σου πω πράγματα που θα ηχήσουν σαν καμπάνες θανάτου». «Για όνομα του θεού». Αυτό το είχε πει ο Άγγελος. «Εσύ τώρα γιατί μιλάς έτσι; Πρώτη φορά είναι που έρχεσαι σε επαφή με καθάρματα»; Τα νεύρα του επιθεωρητή ξεχείλιζαν ξεκάθαρα από μέσα του, μα πάλι ο Άγγελος τα αγνόησε όλα. Θα κουβέντιαζε μαζί του αργότερα που θα έμεναν μόνοι αν προλάβαιναν. Τότε πια χτύπησε το προσωπικό τηλέφωνο του Στάθη. Κανονικά, θα έπρεπε να ενεργοποιήσει την ανοιχτή ακρόαση αν η κλήση αυτή σχετιζόταν με την υπόθεση, μα αντί για αυτό, άρπαξε το κινητό και το κόλλησε στο αφτί του, σφίγγοντας το τάμπλετ του με το άλλο του χέρι. Τόσο ο Πέτρος όσο κι ο Άγγελος τον κοίταξαν ακόμη πιο ανήσυχοι. «Ναι, ναι Έλλη, σε ακούω, και βέβαια μπορώ να μιλήσω, μη σε απασχολεί αυτό, ναι, είσαι εντάξει; Από εκεί θέλω να αρχίσουμε». «Τι λες»; Ο Άγγελος βούιξε την ερώτηση πηγαίνοντας προς το μέρος του, μα ο Πέτρος τον έφτασε με δυο μεγάλα βήματα σταματώντας τον. «Εσένα τι σε νοιάζει; Το αν ήταν εντάξει θα έπρεπε να το σκεφτόσουν χθες που πήγαινες στο σπίτι της άλλης». «Τι ξέρεις εσύ για την άλλη»; «Τα πάντα». «Για αυτό δε με χαιρέτισες καν όταν μπήκα»; 'Έχω δουλειά, θα τα πούμε μετά αυτά». Ο Πέτρος τον κοίταξε με τέτοια σταθερότητα στα μάτια, που τον ανάγκασε να γυρίσει στην καρέκλα του για να καθίσει. Στο μεταξύ, ο επιθεωρητής, έγνεφε στον Στάθη να πάει και να καθίσει στο δικό του γραφείο για να είναι πιο άνετα, πράγμα που έκανε.
Ναι Έλλη, ναι, εδώ είμαστε όλοι, μαζί με τον Πέτρο». Άνοιξε η πόρτα και στην είσοδο εμφανίσθηκε ο Σταύρος, συνοδευόμενος από το νεαρό αστυνομικό που έλειπε από το γραφείο. Και οι δυο δεν είχαν καλή όψη. Ο Πέτρος άγγιξε τα χείλη με τα δάχτυλα του κι έτσι δε μίλησαν, μόνο περίμεναν υπομονετικά να ολοκληρώσει ο Στάθης την κλήση του με την Έλλη, αλλά εκείνος ήταν φανερό πως δε βιαζόταν να βάλει τέλος στο τηλεφώνημα. «Ναι, δώσε μου μια στιγμή, τώρα αμέσως δηλαδή... Τις βλέπω και τις δυο, θέλεις να τις μεγεθύνω; Ωραία, ναι, φυσικά και μπορώ, θα τις έχεις σε πέντε λεπτά. Δε νιώθεις άσχημα έτσι; Ωραία, τώρα σου τις στέλνω και ξαναμιλάμε... Ευχαριστώ Έλλη, χίλια ευχαριστώ, είσαι σπάνια». Επιτέλους, άγγιξε τον τερματισμό της κλήσης και στράφηκε να κοιτάξει απολογητικά τον Πέτρο. 'Δεν ξέρω αν μου έχεις θυμώσει, αλλά μου ήρθε μια ιδέα πολύ νωρίς, κι αποφάσισα να τη βάλω μόνος μου σε εφαρμογή. Μα για να την υλοποιήσω χρειαζόμουν τη βοήθεια της Έλλης, που δε μου την αρνήθηκε». «Πού είναι η Έλλη Στάθη»; Ο Άγγελος παρέμεινε στη θέση του με δυσκολία. «Στην Κύπρο, μην ανησυχείς, είναι μια χαρά ειλικρινά». «Τι ιδέα ήταν αυτή; Λέγε και δε θα θυμώσω, το αντίθετο, θα σου δώσω και συγχαρητήρια». Ο Στάθης ανακουφίστηκε κι άρχισε να εξηγεί σε όλους τη σκέψη του και την προσπάθεια του για να ετοιμάσει δυο λίστες με όλους όσοι δούλευαν για τον Ερρίκο Τζανή. Τους είπε πως ίσως και να ήταν παράτολμο αυτό και πως μπορούσε η Έλλη να ταραχτεί βλέποντας όλες αυτές τις φωτογραφίες που συνόδευαν τα τόσα ονόματα... «Και τώρα τι κάνει»; «Ελέγχει δυο από τις φωτογραφίες. Μου είπε πως ενενήντα εννιά τοις εκατό, ο βιαστής είναι ένας από τους δυο. Αν μας δώσει με σιγουριά το όνομα του, τότε όλοι μαζί θα κινήσουμε γη και ουρανό για να μάθουμε αν ο βιαστής είναι κι ο δολοφόνος». Ο Πέτρος έγνεψε και σαν να το θυμήθηκε μόλις εκείνη τη στιγμή, άπλωσε το χέρι για να πιει μια γουλιά από τον καφέ του. Ο Άγγελος χωρίς να του ζητήσει την άδεια, βγήκε στο μπαλκόνι για να καπνίσει. Ο Πέτρος δεν τον σταμάτησε, μα δε μίλησε και σε κανέναν άλλο επειδή το τάμπλετ του Στάθη έπαιξε τρεις διαδοχικές νότες. Εκείνος το κοίταξε: «Αυτό ήταν, ο Άρης ΑΛεβίζος είναι νεκρός, τελείωσε, ό,τι κι αν ήξερε δε θα μας το πει ποτέ». Όλοι σταυροκοπήθηκαν, με πρώτο και καλύτερο τον Πέτρο που βιάστηκε να ακουμπήσει πάλι τον καφέ στο γραφείο του. Με μια ξαφνιασμένη έκφραση στο πρόσωπο του, γύρισε να δει τον Σταύρο και τον νεαρό που εξακολουθούσαν να μένουν αμίλητοι. «Με συγχωρείτε, τι συνέβη»; Ο Σταύρος ήταν που μίλησε. «Ήρθαμε σε επαφή με τις τρεις οικογένειες των γυναικών που είχε παρακολουθήσει η δεσποινίς Αυγέρη κάποτε. Είναι όλες τους μια χαρά, μα μάθαμε πως μέσα στα προσωπικά τους αντικείμενα υπάρχει κι από ένα κόσμημα με κάποιο χρυσάνθεμο πάνω του. Πιο συγκεκριμένα, και στις τρεις, το κάθαρμα άφησε μεγάλες καρφίτσες φτιαγμένες από πλατίνα με χρυσάνθεμα από ρουμπίνια και κοχύλια από ζαφείρια». Ο Πέτρος έβρισε, και σηκώθηκε. «Θέλω να τα δει όλα ο Λίνος, τι στην ευχή εργαστήρια διαθέτει; Ας κάνει κάτι... Πώς τα πήραν; Δεν τις ρωτήσατε»; Ο Σταύρος κοίταξε το νεαρό που άνοιξε πια το στόμα του. «Εγώ μίλησα και με τις τρεις, τις προσέγγισε όλες με μέθοδο σχεδόν φρικαλέα». «Τι θες να πεις τώρα»; «Τη μια τη βρήκε σε λέσχη για απεξαρτημένους αλκοολικούς, την άλλη σε ένα βιβλιοπωλείο που σύχναζε και καθόταν εκεί να ψάχνει βιβλία με τις ώρες... Την Τρίτη την προσέγγισε σε κάποιο κινηματογράφο που επισκεπτόταν δυο φορές την εβδομάδα... Άλλη μας είπε πως ήταν ξανθός, άλλη μελαχρινός, η Τρίτη πως φορούσε γυαλιά»... Έσκυψε το κεφάλι με πραγματική θλίψη που δεν ήταν σε θέση να τους διαφωτίσει περισσότερο κι ο Πέτρος το κατάλαβε. «Δε φταις εσύ, τη Λευκή άραγε πώς τη γνώρισε»; «Το έμαθα κι αυτό, στο νοσοκομείο τη γνώρισε, είχε νοσηλευτεί κάμποσες φορές πριν μπει τελικά για να γεννήσει, της είπε πως ήταν εκεί και η σύζυγος του, μα πως δεν ήταν εύκολο να της τη συστήσει επειδή δεν της επέτρεπαν να σηκωθεί από το κρεβάτι για να μην πάθει αποκόλληση». «Δεν υπάρχει ίχνος της γυναίκας αυτής, σωστά»; Πιο πολύ ρητορικά την έκανε αυτή την ερώτηση ο Πέτρος, παρά για να λάβει μια πραγματική απάντηση. Ο Άγγελος δεν έχανε λέξη πάντως, αφού η μπαλκονόπορτα παρέμενε ανοιχτή. Κάπνιζε με τόση ζέση, που κόντευε να βουρκώσει. Αυτή τη νύχτα είχε διαλέξει για να πειραματιστεί με το μοιραίο και το γλυκόπικρο; «Δυστυχώς όχι». «Και τι κάνουν όλοι; Ούτε και ξέρω πόσους έχουμε στείλει έξω από χθες». «Μα δεν έχουμε ονόματα, δεν»... «Να τα βράσω τα ονόματα, τη Λευκή Σίμου ζωντανή θέλω». Το κινητό του Στάθη άρχισε πάλι να χτυπάει. Ο Άγγελος ασυναίσθητα, πίεσε με το δεξί του χέρι το στήθος. Ο Πέτρος τον είδε, και τον πλησίασε. «Τι στ'ανάθεμα σε έπιασε τώρα; Μπορείς να μου πεις'; «Τίποτα, τίποτα, σταμάτα να δούμε τι λέει ο Στάθης». «Ναι Έλλη, ναι, τώρα μπαίνω, τώρα, συνδέομαι αμέσως... Ναι το βλέπω, μη σε νοιάζει, ήρθε. Για το άλλο είσαι βέβαιη; Με μεγάλο ποσοστό σιγουριάς... Ναι, καταλαβαίνω, θα τα τρέξω όλα μαζί... Ναι, έχω ήδη αρχίσει να ανακτώ τα μηνύματα της Ξένιας, μα δυστυχώς έχω πρόσβαση μόνο στα πιο πρόσφατα αλλά θα πάω και πιο πίσω, ναι, θα σου τηλεφωνήσω... Ναι, κι ο Άγγελος εδώ είναι. Θέλεις να του πω κάτι; Όχι, καλώς, θα είμαστε σε επαφή, να προσέχεις πολύ». Ο Στάθης έκλεισε, κι έβγαλε έναν τόσο βαθύ αναστεναγμό που τους έκανε όλους να απορήσουν μα όχι για πολύ. Μόνο εκείνος ήξερε πόσο πολύ είχε αγχωθεί εξαιτίας της ίδιας του της πρωτοβουλίας, αφού ως εκείνη τη μέρα δούλευε εκτελώντας τις εντολές άλλων. «Έχουμε δύο ονόματα, Νίκος Αργυρίου, και Αποστόλης Ζανίδης». Ο Πέτρος εξακολουθούσε να κοιτάει τον Άγγελο ο οποίος άκουγε τον Στάθη με σκυμμένο το κεφάλι. «Ποιοι είναι αυτοί»; «Ο ένας ανήκει στους διαχειριστές της περιουσίας του Ερρίκου Τζανή, ο άλλος όχι». «Και τι είναι αυτός ο δεύτερος δηλαδή»; «Δούλευε στο σπίτι του Ερρίκου, τον είχα βάλει στη δεύτερη λίστα». Ο Πέτρος πετάχτηκε στο κέντρο του γραφείου του αναζητώντας με τα μάτια του την Κάτια που δεν άργησε να του ανταποδώσει το βλέμμα. «Ξέρω, φεύγω, ξεκινάω, μην ανησυχείς καθόλου». «Ανησυχώ πάρα πολύ, μα αυτό δε θα αλλάξει πολύ σύντομα, μη χάνεις καθόλου χρόνο». Ο Πέτρος την είδε να βγαίνει, και μετά άναψε τσιγάρο αδιαφορώντας για το που βρισκόταν. «Στάθη, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, έτσι δεν είναι»; «Και βέβαια, πάω κι εγώ στο γραφείο μου». «Μια στιγμή, θέλω τις φωτογραφίες αυτών των δύο στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο». Ο νεαρός επιτέθηκε στο τάμπλετ του. «Τις έχεις ήδη Πέτρο, μα αν απορείς γιατί δε μας είπε ξεκάθαρα η Έλλη ποιος από τους δύο είναι ο άνθρωπος που τη βίασε, θα καταλάβεις αν τις δεις. Αυτοί οι δυο μοιάζουν πολύ». Ο Πέτρος κάθισε στην καρέκλα από την οποία σηκώθηκε μόλις ο άλλος, και συνδέθηκε στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο. Ο Άγγελος πήγε να σταθεί πάνω σχεδόν από το κεφάλι του. «Έχει δίκιο ο Στάθης, μοιάζουν, χώρια που έχουν περάσει κι αρκετά χρόνια από τότε». Μια στιγμή πριν εγκαταλείψει το γραφείο ο άσος των υπολογιστών, ο Άγγελος τον σταμάτησε: «Κάνε μια προσπάθεια να βρεις δημοσιευμένες φωτογραφίες τους που τραβήχτηκαν πριν από χρόνια, έτσι ίσως να βοηθηθεί η Έλλη». «Ναι, το σκέφτηκα κι εγώ, πάω και θα τα πούμε». Όταν έμειναν μόνοι, σηκώθηκε πάλι ο Πέτρος κι έκλεισε την πόρτα κλειδώνοντας την. Κοίταξε τον Άγγελο γνέφοντας του να καπνίσει. Εκείνος άναψε τσιγάρο χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση. «Κοντεύουμε λες»; «Αυτό κανείς δε μπορεί να το ξέρει και να το πει. Βλέπεις πως μεταμφιέζεται το κτήνος». «Είχε καλό δάσκαλο». «Έναν από τους καλύτερους δυστυχώς μα δε σε κλείδωσα εδώ μέσα για να μιλήσουμε για μασκαρέματα, εκτός αν πρόκειται για τα δικά σου». «Δε σε κατάλαβα». «Γιατί έτρεξες πίσω από την Ερμίνα; Λίγη σου πέφτει η Έλλη»; Ο Άγγελος σηκώθηκε με το τσιγάρο στο χέρι. «Πάντα το μέρος της παίρνεις, ποτέ σου δε λογάριασες πόσους δικούς μου ανθρώπους έχασα κι εγώ εξαιτίας του»... «Εσένα δεν κόντεψε κανένας να σε βιάσει, ούτε και σε παρακολουθούσε για χρόνια αυτή που ετοιμαζόσουν να παντρευτείς». Ο Άγγελος χαμήλωσε τα μάτια. «Με την Έλλη έχουμε κάποιες δυσκολίες, αυτό είναι όλο». «Στο διάβολο οι δυσκολίες που λες πως έχετε». «Κρίμα που δε σου περνάνε από το νου οι στιγμές που με κρατάει σε απόσταση σαν να είμαι ξένος». «Εκείνη χάραξαν με σπαθιά και μαχαίρια, όχι εσένα, εκείνη παλεύει να αναστήσει την ψυχή και το πνεύμα μιας νέας κοπέλας ενώ η δική της η καρδιά νεκρώνει κάθε τόσο». «Εγώ προφανώς ούτε περνάω τίποτα ούτε κι αξίζω κάτι, να είσαι καλά». «Είσαι ηλίθιος αφού αυτό κατάλαβες». Ο Πέτρος έδωσε μια, και πέταξε στο πάτωμα μια γεμάτη μολυβοθήκη και κάμποσα άλλα μικροπράγματα, ανάμεσα σε αυτά κι ένα κουτάκι συνδετήρες κι ένα γεμάτο συρραπτικό. «Το δημοσίευμα το είδες, είπαμε με την Ερμίνα να ετοιμάσουμε μια εκδήλωση για να την αφιερώσουμε στη Σάντρα και στην Αλίκη, για να κλείσουμε τα στόματα όλων... Κάποιοι πελάτες ήδη προχωρούν σε ακυρώσεις κρατήσεων»... «Σου είπα πως δε θα σε ξαναενοχλήσει κανείς, όσο για την εκδήλωση καλά θα κάνετε να τη στήσετε, εκεί θα είμαι κι εγώ... Μα εσείς ετοιμάζεστε να στήσετε κι άλλα πράγματα». «Κάνεις λάθος». «Σοβαρά; Ορκίσου πως δε δοκίμασε να σε φιλήσει». «Το παραδέχομαι, δεν προχώρησε τίποτα μεταξύ μας». «Γιατί άραγε»; «Γιατί εξακολουθώ να λαχταράω την Έλλη, αλλά όταν ήρθε εδώ για την κηδεία της Αλίκης»... Ο Άγγελος άφησε μισή την πρόταση του, μα ο Πέτρος ούτε χαζός ήταν ούτε χθεσινός. «Ωραία και τι έγινε; Υπομονή δεν ξέρεις να κάνεις; Δεν είσαι δα και κανένας έφηβος». «Δεν είναι αυτό, τη μια με ζεσταίνει ενώ την άλλη με στέλνει στην άβυσσο». «Καλά κάνει, βρες τρόπο να τη ζεστάνεις εσύ». Ο Άγγελος άρχισε να του τακτοποιεί τα πράγματα πάνω στο γραφείο. «Σε λίγο θα πρέπει να φύγω, μας περιμένει ο καλλιτεχνικός διευθυντής». «Να πας και να κάνεις το καλύτερο, το χρωστάς στην Αλίκη αυτό». Τώρα σαν να είχε ξεφουσκώσει και ο θυμός του Πέτρου. «Δεν είναι το σώμα μου που φωνάζει για κάτι Πέτρο, η ψυχή μου είναι». «Τότε να της τη δώσεις». «Αυτό ήθελα κι εγώ να κάνω». «Απόδειξε το». «Πώς»; «Αυτό εσύ θα το κρίνεις». Το κινητό του Πέτρου άρχισε να χτυπάει κι εκείνος βγήκε έξω για να απαντήσει. Τότε, κάλεσε ξανά κι ο Άγγελος την Έλλη ανάβοντας κι άλλο τσιγάρο. Αυτή τη φορά του απάντησε κοφτά: «Είσαι καλά; Είδα τις φωτογραφίες του Στάθη πριν από λίγο». «Μια χαρά είμαι, πάω να βρω την Ξένια, είχα χρόνο επειδή άργησε να ξυπνήσει». «Έχεις ένα λεπτό»; «Όχι λυπάμαι». «Σε παρακαλώ, μη μου το κάνεις αυτό». «Άκου Άγγελε, δεν είμαι θυμωμένη, απλά κουρασμένη». «Από εμένα»; «Κι από εσένα κι από εμένα και κυρίως από εμάς». «Είναι επειδή έχουμε ευθύνες, επειδή χάνονται κι άλλοι άνθρωποι»... «Δεν ψάχνω πια άλλες δικαιολογίες, είναι δροσερή η Ερμίνα, με πρεστίζ και θαυμαστές, είναι καλλιεργημένη»... «Σταμάτα το». «Τίποτα δε σταματάει από τη στιγμή που αρχίζει, εγώ μια άχαρη ψυχολόγος είμαι». «Δεν πήγα να κοιμηθώ μαζί της Έλλη». Ο Άγγελος είχε αρχίσει να ιδρώνει. «Εκείνη το θέλει, δοκίμασε το, μπορεί να της σταθεί πιο εύκολο από ό,τι σε εμένα, πρέπει να κλείσω, όλα καλά, δε σου κρατώ κακία». «Έλλη»... Η γραμμή κόπηκε, ακριβώς όταν επέστρεφε ο Πέτρος στο γραφείο. Του έριξε μια πλάγια ματιά και κατάλαβε. Κάθισε βαρύς στην καρέκλα του κι αναζήτησε τον καφέ του που είχε κρυώσει. Ο Άγγελος κατάπιε σκληρά πάνω από δέκα φορές μέχρι να μπορέσει να μιλήσει άτονα: «Πρέπει να φύγω κι εγώ, σε παρακαλώ ενημέρωσε με για ο,τιδήποτε». «Αυτό θα το έκανα έτσι κι αλλιώς, πήγαινε στο καλό». Ο Άγγελος πήρε τα πράγματα του και πήγε προς την πόρτα, κοντοστάθηκε όμως όταν την άνοιξε. «Τι ήταν αυτό που είπε ο Στάθης στην Έλλη; Κάτι του προώθησε εκείνη, έτσι δεν είναι»; Ο Πέτρος έτριψε τα ζυγωματικά του. «Μη με ρωτάς, ο Στάθης τα χειρίζεται αυτά τα πράγματα». «Εντάξει, τα λέμε». Ο Άγγελος τον κοίταξε πάλι κι ύστερα έφυγε από την αστυνομία. Σε όλη τη διαδρομή ως το γραφείο του καλλιτεχνικού διευθυντή, το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να τηλεφωνήσει ξανά στην Έλλη. Πάλι ένιωθε σαν να τον είχαν σκοτώσει, πάλι ήξερε πως κι εκείνη ήταν τσακισμένη, και πως απλώς συνέχιζε να κρατάει τα βλακώδη της προσχήματα... Αχ πότε θα της τα ξερίζωνε κι αυτά από μέσα της; Όταν έφτασε, έσβησε τη μηχανή και βεβαιώθηκε πως η Ερμίνα δεν ήταν εκεί. Του είχε στείλει ακόμη ένα μήνυμα για να τον ενημερώσει πως θα αργούσε γύρω στα δέκα λεπτά. Τηλεφώνησε στην Έλλη, έβρισε από μέσα του, η απερίσκεπτη, είχε κλείσει το κινητό της. Της άφησε ένα φωνητικό μήνυμα στον τηλεφωνητή της. «Σε ικετεύω, άνοιξε το, βρήκα το βιβλίο που ενδιαφέρει την Ξένια, ρώτησε την αν μπορώ να της το στείλω σήμερα... Έλλη, μη με κάνεις να περάσω τα ίδια βασανιστήρια με αυτά του παρελθόντος, μην το διασχίζεις ολομόναχη αυτό το μονοπάτι... Δεν είπαμε πως θα πέσουμε μαζί χαμηλά για να μπορέσουμε να ανέβουμε ξανά στην επιφάνεια; Έλλη»... Κοπάνησε το κινητό του πάνω στο ταμπλό νιώθοντας κάτι βαρύ να του πιέζει τον λαιμό, κι αυτό δεν ήταν άλλο από τις ίδιες του τις ενοχές. Είδε την Ερμίνα να φτάνει και βιάστηκε να ανασυνταχθεί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη του και κατέβηκε από το αμάξι κλειδώνοντας το. Την είδε να τον πλησιάζει. Χαμογελούσε, ήταν ντυμένη με ένα καθημερινό μα πολύ κομψό μπεζ φόρεμα, που ήταν διακοσμημένο με τρία κίτρινα τριαντάφυλλα. Τα μαλλιά της τα είχε αφήσει λυτά, ενώ ευωδίαζε ολόκληρη ξανά βανίλια και περγαμόντο. Το κραγιόν της είχε μια απόχρωση που έφερνε στο νου το μέλι, ενώ από τον αριστερό της καρπό κρεμόταν μια πέρλα από ένα βραχιόλι που είχε την ίδια απόχρωση. «Καλησπέρα, είσαι καλά; Συγγνώμη που άργησα, έπρεπε να μιλήσω στο τηλέφωνο μου με την ξαδέρφη που σου έλεγα». «Ναι, είμαι εντάξει Ερμίνα, έρχομαι κατευθείαν από την αστυνομία». Το βλέμμα της πάνω του ήταν διερευνητικό μα και τρυφερό. «Συμβαίνει κάτι χειρότερο από όσα γνωρίζω εγώ ήδη»; «Αγνοείται από χθες μια κοπέλα, που πολύ φοβάμαι πως δε ζει». «Όχι»... Άπλωσε το χέρι της με την πέρλα μα δεν άγγιξε το δικό του, γιατί κάτι στα δικά του τα μάτια τη σταμάτησε. «Κατάλαβα, δεν έχεις κέφι, έλα, πάμε μέσα, ανυπομονώ να ακούσω τις σκέψεις του καλλιτεχνικού σου διευθυντή». Προχώρησε πρώτη προς το εσωτερικό του κτιρίου κι ο Άγγελος την ακολούθησε. Προτού μπουν στον ανελκυστήρα τον οποίο τον κάλεσε εκείνη, τηλεφώνησε πάλι στην Έλλη μα δε στάθηκε τυχερός. Το κινητό της ήταν ακόμη κλειστό. 'Τι τρέχει; Πες μου». «Τίποτα, ας δουλέψουμε, ένα ρολόι χτυπάει το κάθε δευτερόλεπτο μέσα στο κεφάλι μου». «Ναι μα δε δείχνεις καλά, έκανα κάτι εγώ χθες; Κάτι που σε πείραξε»; Οι πόρτες του ανελκυστήρα άνοιξαν μα εκείνη δε μπήκε, μόνο τον περίμενε να της απαντήσει: «Όχι, εσύ είσαι εντάξει, μην προβληματίζεσαι, έλα, μπες». Το έκανε με βαριά καρδιά, αρχίζοντας να σφίγγει την πέρλα στο βραχιόλι της. Τι του είχε συμβεί; Χθες ήταν αλλιώτικος, λίγο πιο προσιτός, δεν την είχε ενθαρρύνει μα δεν την είχε απωθήσει κιόλας, σήμερα τι είχε αλλάξει; Αφού δεν του ζητούσε τίποτα, μόνο να του δώσει ήθελε... Και θα του έδινε, θα του έδινε τα πάντα, αρκεί να καταλάβαινε ποια από αυτά χρειαζόταν περισσότερο εκείνος.

Ο χρυσός κρίκοςWhere stories live. Discover now