«Όταν έμαθα πως σου είχαν ζωγραφίσει έναν χρυσό κρίκο με διάφορα σύμβολα μέσα του, ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί, διότι το κατάλαβα πως εμένα είχαν βάλει στο στόχαστρο. Μόνο ο Μαρής θα μπορούσε να ξέρει κάτι, δεν ήξερε όπως αποδείχθηκε... Είχα αποφασίσει πως αν σου έκαναν μεγαλύτερο κακό, θα κινούσα γη και ουρανό για να τους βρω και να τους το ανταποδώσω. Όμως γύρισες στο σπίτι σώα, τουλάχιστον στο σώμα. Θα έδινα όλη μου την περιουσία για να σε δω πάλι να χαμογελάς, και ξέρω πως θα το κάνεις μια μέρα, αλλά η ντροπή είναι πολύ βαριά για εμένα. Μόνο οι αμαρτίες των άλλων έχουν βλέπεις τη μεγαλύτερη βαρύτητα από τις δικές μας»... Όταν άνοιξε η πόρτα της Βεατρίκης με πάταγο, είχε μόλις φτάσει στο τέλος το ηχογραφημένο αρχείο της Εβελίνας. Είχε τόσο απορροφηθεί από τις τελευταίες της εξομολογήσεις, που άργησε να καταλάβει τι συνέβαινε. Ο Ανδρέας μπήκε στο δωμάτιο της χωρίς να χτυπήσει, χωρίς να της μιλήσει, χωρίς καν να την κοιτάξει. Το έκανε εκείνη, αφού πρώτα έβγαλε το φλασάκι από τον υπολογιστή. Σηκώθηκε και πήγε κοντά του. Εκείνος, είχε σταυρώσει τα χέρια του περιμένοντας τη να πλησιάσει. «Τι σου συμβαίνει; Μη μου πεις πως τόσο ενοχλήθηκες από τη φυγή του Λεωνάτου, το ξέρεις πως η Ξένια είναι καλά στην υγεία της». Ο Μακρής έγειρε το κεφάλι προς το μέρος της, τη στιγμή που την άδραχνε από τους ώμους. «Σε περίμενα πολύ καλύτερη Βεατρίκη, με απογοήτευσες. Ποτέ μου δε λογάριαζα πως θα κατέφευγες σε τόσο ποταπά μέσα για να με ελέγξεις». Χάθηκε το χρώμα από τα μάγουλα της γυναίκας, αν κι ακόμη αδυνατούσε να καταλάβει τι της έλεγε. «Τι τρέχει; Ποτέ μου δε δοκίμασα να σε ελέγξω Ανδρέα». Ο Μακρής, έβαλε τότε το χέρι του στην τσέπη και της πέταξε το ρολόι κατά πρόσωπο. Την πέτυχε στο δεξί της μάγουλο σχίζοντας το δέρμα. Η Βεατρίκη μόνο τότε έκανε τη σύνδεση ανάμεσα στην πράξη αυτή του άνδρα καθώς και στα τελευταία μηνύματα που είχε λάβει από τον συνεργάτη της. Έπεσε στα γόνατα, τη στιγμή που μια σταγόνα αίμα κυλούσε από το μάγουλο της στο λαιμό και τη μπλούζα της. «Ποιος σου το είπε; Παραδέχομαι πως έσφαλα». Ο Μακρής κλότσησε το ρολόι με το αριστερό του πόδι. «Μακάρι να ήταν αυτή η πρώτη φορά που έσφαλες Βεατρίκη. Το τσιράκι σου τα είπε όλα στον Λεωνάτο». «Τι; Τι λες»; «Θέλεις μήπως να σου τα αραδιάσω κατά λέξη ή μήπως προτιμάς να σου πω ποιο είναι το όνομα του; Έπαιζαν στο ίδιο καζίνο, ο γιατρός κατάλαβε από κάποια μισόλογα του άλλου πως σε ήξερε, τον κέρασε, του έδωσε και όσα μετρητά είχε και δεν είχε, κι αυτό ήταν όλο. Δε σου έφτασε τελικά η αγάπη μου, δεν ήταν αρκετή η αφοσίωση μου, λυπάμαι πολύ Βεατρίκη». Εκείνη τη στιγμή άρχισε να χτυπάει το κινητό του που το έβγαλε αμέσως από την τσέπη του. Η Βεατρίκη στο μεταξύ, παρέμενε πεσμένη στα γόνατα. Έβλεπε όλα όσα είχε πετύχει να γκρεμίζονται μπροστά της. Τελικά κανείς δε θα στέριωνε ποτέ σε αυτή τη βίλα. Ο Ανδρέας, ευχαρίστησε αυτόν που ήταν στην άλλη μεριά της γραμμής και μετά έβαλε πάλι το τηλέφωνο στην τσέπη του παντελονιού του κουνώντας αργά το κεφάλι, σαν να απαντούσε μόνος του στις ίδιες του τις σκέψεις. «Αυτό που φοβόμαστε συνέβη, τώρα μιλούσα με τον επικεφαλής της έρευνας για την απαγωγή της Ξένιας. Ξέχασες μια στάλα ανοιχτή την πόρτα της βιβλιοθήκης, τα άκουσε όλα όταν ήρθε να πάρει ένα βιβλίο. Μπράβο, τα κατάφερες εκπληκτικά καλά». Τα μάτια της Βεατρίκης τότε, πρώτα γέμισαν δάκρυα και μετά πέταξαν φωτιές έτσι καθώς η τελευταία κουβέντα του Μακρή την έκανε να συνέλθει. «Κατηγόρησε με όσο θέλεις Ανδρέα, μα ούτε κι εσύ είσαι άμεμπτος κι άμοιρος ευθυνών, μαζί μιλούσαμε, μαζί τα σχεδιάσαμε όλα. Για το ρολόι ναι, εγώ φταίω, καθώς και για την αγάπη που σου είχα. Μα για το παιδί δεν αποφάσισα μόνη μου, σου πρότεινα να το ρίξω, εσύ ήσουν που δε με άφησες να το κάνω. Και μου το είχαν πει οι γιατροί την τελευταία φορά, πως ίσως και να μη μπορούσα να ξαναμείνω έγκυος αν έκανα κι άλλη άμβλωση». Πήγε προς τη ντουλάπα της και την άνοιξε. «Τι κάνεις»; «Μαζεύω τα πράγματα μου, ξέρω, δεν τα έχω πληρώσει όλα εγώ, κι αν θέλεις φεύγω κι έτσι όπως είμαι, μα όχι πριν σου δώσω κάτι». Παράτησε όλα τα συρτάρια ορθάνοιχτά, και πήγε κι άρπαξε στο χέρι της τον χρυσό κρίκο της ΕΒελίνας. Του τον έδωσε βλοσυρή. «Τι είναι αυτό»; Ο Μακρής πήρε τον κρίκο κι άρχισε να τον περιστρέφει νευρικά και σαστισμένα ανάμεσα στα χέρια του. «Το τελευταίο δώρο της γυναίκας σου στην Ξένια». «Έναν κρίκο της έφτιαξαν οι απαγωγείς Βεατρίκη». Τώρα ήταν η δική του η σειρά να νιώσει πως όλα έσβηναν από μπροστά του. «Το ξέρω, κάτσε κι άκου όλα όσα λέει η Εβελίνα στην Ξένια, ευτυχώς εκείνη δεν έχει ιδέα για τις πομπές της μητέρας της». Ο Μακρής έχωσε και τον κρίκο με το φλασάκι στην τσέπη του. «Δε σε καταλαβαίνω, άσε κάτω τη βαλίτσα». Η Βεατρίκη έκανε όπως της είπε. «Πολλοί θα πουν πως κοιμήθηκα μαζί σου για τα λεφτά σου μόνο που δεν ήταν έτσι Ανδρέα». «Αυτό μένει να μου το αποδείξεις». «Τι εννοείς»; «Θα πάω να ακούσω αυτά που λες πως περιγράφει στην κόρη μου η Εβελίνα, και μετά θα έρθω πάλι εδώ να κουβεντιάσουμε». «Το μωρό είναι καλά». Η Βεατρίκη πήγε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της. «Δοξάζω το Θεό για αυτό Βεατρίκη. Μα εσύ πώς το βρήκες αυτό το πράγμα»; Εκείνη χαμογέλασε πικρά. «Από το Λεωνάτο το πήρα αφού τον εκβίασα πρώτα. Αυτός ήταν που το είχε κλέψει από την Ξένια, το μουσικό κουτί της εννοώ. Μέσα στα συρτάρια υπήρχαν διάφορα πράγματα, πήγαινε να ακούσεις, κι όταν μπορέσω, θα της στείλω το κουτί της για να χαρεί». Ο Μακρής την κοίταξε για λίγο και μετά βγήκε από το δωμάτιο της χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Η Βεατρίκη κατάλαβε πως έμενε η τελευταία και πιο κρίσιμη παρτίδα να παιχτεί ανάμεσα τους κι ήθελε να προετοιμαστεί όσο καλύτερα μπορούσε για αυτή. Θα έφευγε στα αλήθεια αν δε γινόταν διαφορετικά, μα όχι χωρίς να του αποκαλύψει τη διπροσωπία της Εβελίνας. Σηκώθηκε και πήγε να βρει το μουσικό κουτί. Πήρε από μέσα όλα τα υπόλοιπα φλασάκια, κι άρχισε να τα κοπανάει για να τα καταστρέψει. Το κουτί θα το επέστρεφε όντως στην Ξένια, μα θα της το έδινε άδειο κι εντελώς απαλλαγμένο από τους νεανικούς της εφιάλτες. Έβαλε φωτιά προσπαθώντας να χαλάσει τις μικρές μονάδες αποθήκευσης. Αν δεν πετύχαινε κι αυτή η μέθοδος, τότε θα πήγαινε να τις πετάξει στη θάλασσα, έτσι που κανείς δε θα τις έβρισκε ποτέ. Έκανε τις λιγοστές φλόγες να σβήσουν, δεν υπήρχε κανένας λόγος να παιδεύεται έτσι. Πήρε το κινητό της κι έστειλε ένα φωνητικό μήνυμα στην Ξένια μιλώντας όσο πιο ήσυχα μπορούσε: «Ξένια, γεια σου, ξέρω πως με μισείς τώρα και πως ίσως και να με μισείς για πάντα. Όμως κάποτε υπήρξαμε φίλες αγαπημένες, αδερφές σχεδόν, κι αυτό εγώ δε θα το ξεχάσω ποτέ. Βρήκα το μουσικό σου κουτί και θα φροντίσω να το έχεις πολύ σύντομα στα χέρια σου. Μα όσα φυλακίσαμε μέσα του, θα πεθάνουν μια για πάντα, και κανείς δε θα τα ακούσει ποτέ. Θα ελπίζω πως κάποια μέρα θα μου μιλήσεις ξανά». Όταν έφυγε το μήνυμα, έριξε σε μια ψάθινη τσάντα τα τέσσερα φλασάκια όπως επίσης και το ρολόι με την κρυμμένη κάμερα κι έφυγε από τη βίλα. Δε στάθηκε στον ροδόκηπο, μόνο περπάτησε με γρήγορα βήματα ώσπου έφτασε στην υπέροχη παραλία. Εκεί, άρχισε να τα πετάει ένα- ένα όλα στο νερό, βάζοντας όλη της τη δύναμη. Αυτά δε θα τα άκουγε ποτέ ο Μακρής να του εξομολογούνται παλιά μυστικά. Θα έπαιρνε τις αποφάσεις του έχοντας μέσα στα αφτιά του αποκλειστικά και μόνο τη φωνή της αγαπημένης του Εβελίνας. Όταν ξεμπέρδεψε μαζί τους, πήγε και κάθισε στο ίδιο βραχάκι που καθόταν κι ο Στιβ όταν τον συνάντησε η Ξένια, αλλά βεβαίως αυτό η Βεατρίκη δε μπορούσε να το ξέρει. Έκλεισε τα μάτια της και βάλθηκε να αφουγκράζεται τα κύματα μετρώντας τα. Άρεσε τόσο στην Ξένια να το κάνει αυτό... Την ίδια στιγμή, ο Μακρής πληροφορούταν την ανάμειξη του Στιβ στην οργάνωση της απαγωγής της κόρης του και κόρωνε από θυμό που τον είχε αγκαλιάσει βάζοντας τον μέσα στο σπίτι του. Παρακάλεσε τον Πέτρο Γεωργίου να βάλει ένα τέλος στην υπόθεση, κι ευχήθηκε μετά τις συλλήψεις που λογικά δε θα αργούσαν, η δικογραφία που θα σχηματιζόταν για όλους τους εμπλεκόμενους να ήταν καταπέλτης. Μετά, έκλεισε το κινητό του, και σωριάστηκε στην πολυθρόνα της βιβλιοθήκης. Συνέδεσε το φλασάκι στην ειδική θύρα του υπολογιστή κι αναστέναξε προτού ακόμη ακούσει την πρώτη πρόταση να γλιστράει από τα ήδη νεκρά και παγωμένα χείλη της Εβελίνας.
YOU ARE READING
Ο χρυσός κρίκος
RomanceΗ ιστορία της Έλλης και του άγγελου που άρχισε στο μυθιστόρημα με τίτλο στο κόκκινο συνεχίζεται... Δεύτερο βιβλίο