Η Εβελίνα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της για τελευταία φορά. Ήταν ντυμένη με ένα απλό καφέ καθημερινό φόρεμα, το οποίο το είχε συνδυάσει με σανδάλια στην ίδια απόχρωση. Είχε μακιγιαριστεί μόνη της επιλέγοντας μπρονζέ γήινες αποχρώσεις. Για τους τελευταίους μήνες, σπάνια έβγαινε από το σπίτι χωρίς τη συνοδεία του Ανδρέα ή της Βεατρίκης. Η ιδέα της είχε έρθει όσο πάσχιζε να φάει το μεσημεριανό της φαγητό στην τραπεζαρία, παρέα μόνο με τη Βεατρίκη που είχε αργήσει ελαφρώς, αλλά και με την καινούρια ψυχολόγο που της είχε μιλήσει με άνεση και φιλικότητα δυο φορές. Η Ξένια είχε ειδοποιήσει πως δε θα κατέβαινε επειδή ήταν απασχολημένη με κάτι, κι ο Ανδρέας ήταν στο γραφείο του όπως πάντα. Όσο για τον Γιώργο Λεωνάτο, αυτός μπορεί να ήταν σωματικά εκεί, διανοητικά όμως απείχε μίλια από αυτή, κι αυτό ήταν κάτι ασυνήθιστο. Η Εβελίνα προσπαθούσε να μαντέψει τι σκεφτόταν εκείνος αλλά όταν δοκίμασε διακριτικά να τον ρωτήσει δεν έλαβε απάντηση. Έτσι, άρχισε κι εκείνη να βουλιάζει στις δικές της ανησυχίες, καταλήγοντας να αναλογιστεί τα δημοσιεύματα που την ήθελαν να είχε ταξιδέψει στη Βενετία με κάποιον άλλο, λίγο πριν το γάμο της. Αυτό δεν έπρεπε να επαναληφθεί, η ζωή της στη Λευκωσία θα ήταν τέλεια από κάθε άποψη, αρκεί βεβαίως να μην είχε γίνει η απαγωγή της κόρης της. Θα της έδινε λίγο ακόμη χρόνο, θα συνερχόταν, και μετά θα της εξηγούσε πως ένιωθε... Αν εκείνη είχε κάτι για το οποίο θα μπορούσε να την κατηγορήσει, τότε ας της το έλεγε, αρκεί να την άκουγε μετά. Η Εβελίνα έκλεισε το κραγιόν της και πήρε την επίσης καφέ τσάντα της. Δεν είχε ενημερώσει κανέναν πως θα έφευγε για λίγο από τη βίλα, εκτός από τον άνθρωπο που φρόντιζε και τα αυτοκίνητα κι εκτελούσε και χρέη σοφέρ. Τη διεύθυνση στην οποία σκόπευε να πάει δε δυσκολεύτηκε καθόλου να τη βρει. Της πέρασε αρχικά από το νου η ιδέα να τηλεφωνήσει για να ρωτήσει αν θα μπορούσε να τη δει εκείνος για λίγο, μα άλλαξε γνώμη αμέσως μετά. Θα την έβλεπε κάποια στιγμή μέσα στην ημέρα, ακόμη κι αν θα χρειαζόταν να μείνει στο γραφείο του ως αργά. Σε ποιον θα έλειπε στο κάτω- κάτω; Έφυγε από τη βίλα ακριβώς τη στιγμή που ο Γιώργος ετοιμαζόταν να της χτυπήσει την πόρτα, για να της φέρει λίγη από την αγαπημένη της λεμονάδα. Δε μπήκε στον κόπο να ζητήσει από τον σοφέρ να μην πει λέξη σε κανέναν για τον προορισμό της, μόνο του έδωσε σιωπηλά το χαρτάκι με τη διεύθυνση. Εκείνος ξεκίνησε για τα γραφεία του περιοδικού που είχε φιλοξενήσει το συγκεκριμένο δημοσίευμα χωρίς καν να κουνήσει το κεφάλι του σε συμφωνία. Η Εβελίνα δεν ανησυχούσε, τον δημοσιογράφο έπρεπε να προσέξει ιδιαίτερα πως θα τον προσέγγιζε. Είχε διαβάσει στο παρελθόν αρκετά δικά του κείμενα, πολλά από τα οποία της είχαν φανεί ενδιαφέροντα και σωστά τεκμηριωμένα, στην πλειονότητα τους είχαν να κάνουν με την αφρόκρεμα της Κύπρου στον επιχειρηματικό και καλλιτεχνικό χώρο. Ποτέ δε θα μπορούσε να φανταστεί πως κάποτε και η ίδια, κι έπειτα από μια αληθινή οικογενειακή τραγωδία, θα είχε πιαστεί στα δίχτυα του και μάλιστα εντελώς αδικαιολόγητα και λανθασμένα. Η ώρα κόντευε τρεις και μισή όταν στάθμευσε ο σοφέρ έξω από τα γραφεία του περιοδικού. Η Εβελίνα έκλεισε τη βεντάλια που κρατούσε στα χέρια της στη διάρκεια της διαδρομής, και μετά κατέβηκε από το αμάξι ζητώντας του να την περιμένει εκεί. Πήρε τον ανελκυστήρα κι ανέβηκε στον τρίτο όροφο. Το είχε ακούσει από μια φίλη πως εκεί ήταν το γραφείο του. Χαμογέλασε στη γραμματέα του που αναγνωρίζοντας τη, τσακίστηκε να την εξυπηρετήσει. «Καλησπέρα, λυπάμαι που έρχομαι απροειδοποίητα, αλλά το πρόγραμμα μου είναι ιδιαίτερα φορτωμένο. Θα μπορούσα να μιλήσω με τον κύριο Ξάνθου; Αν έχει κάποιο ραντεβού, τότε έχω τη διάθεση να καθίσω εδώ και να τον περιμένω ώσπου να τελειώσει. Η γραμματέας που ήξερε θαυμάσια τι τον ήθελε τον δημοσιογράφο η Εβελίνα Μακρή, δίστασε για λίγο αλλά τελικά την παρακάλεσε να περιμένει και σήκωσε το τηλέφωνο, μιλώντας κατευθείαν σε μια εσωτερική γραμμή. «Περάστε παρακαλώ, στο βάθος, τελευταία πόρτα δεξιά. Θα θέλατε να πιείτε κάτι»; Η Εβελίνα άνοιξε πάλι τη βεντάλια της και την προσπέρασε. «Ναι, λίγο πράσινο τσάι με λεμόνι θα ήταν υπέροχο σας ευχαριστώ». Έφτασε μπροστά από τη δρύινη πόρτα και χαμογέλασε. Κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια για να θυμηθεί τον παλιό της εαυτό αλλά δεν της απέμενε πια άλλη λύση. Χτύπησε απαλά δυο φορές και μετά μπήκε. Ο Νίκος Ξάνθου ήταν ένας άνδρας υπερβολικά λεπτός και ψηλός. Φορούσε μονίμως μαύρα ρούχα και κάπνιζε ασταμάτητα. Μόλις την είδε να μπαίνει, σηκώθηκε να την υποδεχτεί, αν και το χαμόγελο του ήταν κάπως στεγνό. Ελάχιστα δευτερόλεπτα από τη στιγμή που της πρόσφερε μια πολυθρόνα, μπήκε μέσα και η γραμματέας του κρατώντας τον δίσκο με το τσάι. Η Εβελίνα την περίμενε να φύγει προτού αρχίσει να του μιλάει μπαίνοντας στο θέμα χωρίς κανέναν πρόλογο: «Η ευγένεια μου επιβάλει να σας ευχαριστήσω που με δεχτήκατε αμέσως, ωστόσο φοβάμαι πως το συναίσθημα αυτό δε σας διακατέχει γενικότερα». «Τι θέλετε να πείτε κυρία Μακρή; Χαίρομαι πραγματικά που σας βλέπω». «Είναι πιθανό κύριε Ξάνθου, αλλά φρονώ πως χαίρεστε περισσότερο όταν συναντιέστε με αυτόν για τον οποίο δουλεύετε. Το αποκλείω πέρα για πέρα να αρχίσατε να ασχολείστε με την προσωπική μου ζωή χωρίς την προτροπή κανενός». Ο Ξάνθου άναψε τσιγάρο περιστρέφοντας τα δεδομένα και τη στάση της στο νου του. Δεν περίμενε πως θα ερχόταν να τον δει στην κατάσταση της, οι φήμες οργίαζαν πως με το ζόρι έβγαινε να καθίσει στην πισίνα της βίλας της. «Ακούστε με κυρία Μακρή, εγώ κάνω απλά τη δουλειά μου, δεν ήθελα να σας θίξω». «Τότε φροντίστε να την κάνετε καλύτερα κύριε Ξάνθου, διαφορετικά θα κινηθώ δικαστικά. Δε σας αφορά αν πήγα στη Βενετία ή με ποιον πήγα ως εκεί. Δε σας αφορά ο,τιδήποτε συμβαίνει μέσα στο σπίτι μου γενικότερα. Θέλω πραγματικά να μάθω ποιος σας δίνει τόσο φρικτά ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες γύρω από εμένα και την οικογένεια μου, αλλά ξέρω πως δε θα μου αποκαλύψετε την πηγή σας αυτή. Δεν έχω να κρύψω τίποτα, αν όμως δεν αλλάξετε δρόμο στον οποίο θα στρέψετε το περιοδικό σας, θα το πολεμήσω κι αυτό κι εσάς». Ο Ξάνθου σάστισε ακόμη πιο πολύ, αλλιώς του τα είχαν πει εκείνου... Η Εβελίνα τον κεραυνοβόλησε με τα μάτια κι ύστερα σηκώθηκε χωρίς να αγγίξει το τσάι της. Άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε από μέσα έναν φάκελο, τον οποίο του τον πέταξε πάνω στο γραφείο του. «Αυτό δεχτείτε το όχι σαν δωροδοκία, μα σαν ένα απλό δώρο από μια φίλη. Αν επιλέξετε να διακόψετε τη συνεργασία σας με το πρόσωπο που θέλει τόσο πολύ το κακό μου, τότε σας παρακαλώ ενημερώστε με, και ποιος ξέρει; Μπορεί να βρούμε τον τρόπο να αναβαθμίσουμε κάπως το περιοδικό σας ή και τα γραφεία σας. Και τώρα θα μου επιτρέψετε να γυρίσω στο σπίτι και στην κόρη μου. Αν είχατε παιδιά, ποτέ δε θα τολμούσατε να ενεργήσετε έτσι, καλησπέρα σας λοιπόν, και καλή συνέχεια».
YOU ARE READING
Ο χρυσός κρίκος
RomanceΗ ιστορία της Έλλης και του άγγελου που άρχισε στο μυθιστόρημα με τίτλο στο κόκκινο συνεχίζεται... Δεύτερο βιβλίο