39. Η Αρπαγή

74 14 77
                                    

Στον πλανήτη Ζεντ, οι ήρωες βρίσκονταν πλέoν στην καρδιά της μάχης. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πολεμούσαν τον Ζεντιανό στρατό σε εκείνο το βραχότοπο, και όταν εκείνοι υποχωρούσαν, περπατούσαν την ημέρα μέσα στη ζέστη, ταλαιπωρημένοι, ενώ οι προμήθειες είχαν αρχίσει να τελειώνουν. Όταν νύχτωνε, κατασκήνωναν μέσα σε ειδικές, θερμαινόμενες σκηνές σαν θαλάμους, όμως και πάλι το κρύο ήταν αφόρητο.

Είχαν καταφέρει να τους απωθήσουν ως την πρωτεύουσα, απ' ότι φαινόταν, και τώρα πολεμούσαν ανάμεσα σε κτήρια και σπίτια. Η ομάδα του Οδυσσέα είχε φτάσει σε ένα σημείο κοντά στο παλάτι. Δεν είχαν χάσει κανέναν, δεν βρήκαν όμως ούτε τους υπόλοιπους επίλεκτους. Είχαν βρει και έναν τρόπο, ο οποίος τους έκανε σχεδόν ανίκητους και το έμαθαν και στον υπόλοιπο στρατό.

Αφού κατάφεραν να πηδήξουν το βάλτο του Σμαραγδίου, ο Λεωνίδας ανακάλυψε ότι, εφόσον πιο ελαφριοί από τους Ζεντιανούς, μπορούσαν να πηδούν πολλά μέτρα πιο πάνω τους, κάνοντας το έτσι πιο δύσκολο να χτυπηθούν. Επίσης, ο Αλέξανδρος κατάφερε να αποκαταστήσει την επικοινωνία μεταξύ της ομάδας τους.

Ο Λεωνίδας πολεμούσε κρυμμένος δίπλα απ' τον Οδυσσέα. Γινόταν χαμός τριγύρω τους. Τα σκάφη των εχθρών τους βομβάρδιζαν, και υπήρχαν επίσης πελώρια ρομπότ που έριχναν τορπίλες, βόμβες ή έκαιγαν τον εχθρό.

"Πίσω σου, Λεωνίδα!"

"Κάλυψε με, γεμίζω!" είπε ο Λεωνίδας και φόρτισε πάλι το λέιζερ όπλο του.

Ο Οδυσσέας εξόντωσε τον εχθρό που πλησίαζε.

"Δεν μπορώ να σε σώζω συνέχεια, καθηγητή." του είπε.

"Έχουμε φτάσει έξω απ' το παλάτι. Ραντεβού εδώ. Συντεταγμένες..." ακούστηκε η Ζωή απ' τον ασύρματο.

"Λοιπόν. Με το τρία, ορμάμε και κρυβόμαστε πίσω από εκείνο το όχημα." είπε ο Οδυσσέας στον Λεωνίδα. Κοίταξε έξω απ' την κρυψώνα του.

"Ω, να πάρει! Έχουμε εχθρούς μπροστά. Πάμε, τώρα, τώρα, τώρα! Πυροβόλα εκεί!"

Βγήκαν και οι δύο και, πυροβολώντας στα τυφλά σχεδόν, πέρασαν στην απέναντι κρυψώνα.

"Πάμε από εκεί;" ρώτησε έπειτα ο Οδυσσέας, μα ο Λεωνίδας τον σταμάτησε με το χέρι του.

"Περίμενε." είπε.

"Τι; Βλέπεις τίποτα; Σκατά, εκεί πέρα είναι!" φώναξε ο Οδυσσέας και άρχισε να ρίχνει σε μια ομάδα απέναντι τους.

Ο Λεωνίδας όμως δεν ήθελε να πολεμήσει άλλο... Αυτό που είδε, τον έκανε να αλλάξει γνώμη για όλα αυτά και να τα δει τελείως διαφορετικά. Ένα παιδάκι, ένα μικρό, Ζεντιανό παιδάκι, στεκόταν στο δρόμο,και έκλαιγε τρομοκρατημένο με το χαμό που γινόταν γύρω του. Του θύμιζε τα Γήινα παιδιά, την κόρη του, και ας είχε τεράστια μαύρα μάτια και πράσινο δέρμα.

Μυστικά του Μέλλοντος #scifi2020Où les histoires vivent. Découvrez maintenant