Η γροθιά της ήρθε σε επαφή με το γυαλί αυθόρμητα και ο καθρέφτης ράγισε. Εξέπνευσε άγρια, σαν ανήμερο άλογο και χτύπησε ξανά. Αυτή τη φορά το γυαλί αποχώρησε από το πλαίσιο και το κρύσταλλο έγινε χίλια κομμάτια. Ολόκληρος ο κόσμος γύριζε και η μυρωδιά από θειάφι της επιτέθηκε. Κράτησε ένα αιχμηρό κομμάτι θραύσματος στη παλάμη της, το βλέμμα της θολωμένο. Ύστερα, το κάρφωσε με μανία στο σχέδιο, βάφοντας το πορφυρό. Κατέβασε την αυτοσχέδια λεπίδα ενάντια στο δέρμα της ξανά και ξανά. Το ουρλιαχτό της έσκισε το δωμάτιο, καθώς το κατακόκκινο υγρό έτρεχε ανεξέλεγκτα από τη πληγή της, κυλούσε κατά μήκος του μπράτσου της και κατέληγε στα κατάλευκα πλακάκια. Κάθαρμα. - Φως (/fɔs/) < ουσ. ουδετερο. > Ακτινοβολία που εκπέμπει ένα σώμα στο ορατό φάσμα και που διακρίνεται με τον οφθαλμό > Η Ελπίδα. Σκοτος (/ˈskɔ.tɔs/)< ουσ. ουδετερο. >Σκοταδι, έλλειψη ή απουσία φωτός. >Ο χώρος των δυνάμεων του Κακού.