Ο Σπύρος ήταν στο μπάνιο και πλενόταν. Έμενε ακόμα στο ίδιο δυάρι σε μια παμπάλαια πολυκατοικία, μα τώρα ήταν ακόμα πιο βρώμικο απο ότι το θυμόμουν. Βγήκε απο το μπάνιο, παραπάνω απο ευχαριστημένος με το οτί συμφώνησα στο να κάνω αυτό που ήθελε, και μου έκανε νεύμα να σηκωθώ ώστε να φύγουμε. Φόρεσα τη ζακέτα μου και εκείνος τη δικιά του, πήρε τα κλειδιά και βγήκαμε απο το σπίτι.
Μέσα στο ασανσέρ, χαμογελούσε σαν χαζός και όσο και να μπορούσα να φανταστώ πως μπορεί κάποιος να την βρίσκει με το να τον κατουράνε, δεν μπορούσα να βρώ άκρη και να το ψυχολογήσω.
"Που έιναι το σπίτι της μητέρας σου;"
"Αγίας Σοφίας 124." Είπα και ανεβήκαμε πάνω στο μηχανάκι, το οποίο έκανε απίστευτα πάρα πολύ ήχο, το οποίο με έκανε να αγχωθώ για τις ματιές που θα πέρναμε απο τον λιγοστό κόσμο που κυκλοφορούσε. Πολύ σύντομα ήμασταν στην οδό και ο Σπύρος σταμάτησε το μηχανάκι.
"Πήγαινε. Πάρε όση ώρα θες, αλλά θα σε περιμένω. Μην περάσει μετά τις τέσσερις." Είπε, και γνωρίζωντας πως ήταν μια η ώρα το μεσημέρι, ήμουν ευχαριστημένη για το πόση ώρα είχα στη διάθεσή μου.
Περπάτησα όσο πιο γρήγορα και πάσης υποψίας μπορούσα, και έφτασα κάτω απο την πολυκατοικία. Στο κουδούνι έγραφε Γιάννης Κανατάς και Άνχελα Βάσκεζ. Αυτή ήταν η μητέρα μου και ο άντρας της. Χτύπησα διστακτικά, και η πόρτα δονήθηκε. Έμενε στο ισόγειο, και είδα την πόρτα να ανοίγει, και εκεί ήταν η μητέρα μου.
"Hola, mama." Είπα και κάλυψε το στόμα της, κοιτόντας με απο πάνω μέχρι κάτω. Στάθηκε εκεί να με κοιτά με δυσπιστία και έκπληξη.
"Κατρίνα μου, εσύ είσαι;" Είπε και έγνεψα ναι, και δάκυρα πλυμήρισαν τα μάτια μου. Άρχισε και αυτή να κλαίει, και έτρεξε προς εμένα, και με έσφειξε στην αγκαλιά της. Ήταν περίεργο, διότι είχα να με πάρουν αγκαλιά εδώ και μήνες, πόσο μάλλον η μητέρα μου, που είχα να την δώ εφτά χρόνια. "Δεν πρέπει να μείνεις εδώ. Σε ψάχνανε κάτι καραφλοί, ήρθαν από εδώ και χτύπησαν τον Γιάννη. Δεν είσαι ασφαλής εδώ Κατρίνα."
"Θα κάτσω πολύ λίγο. Θέλω να σε δω ρε μαμά." Είπα σκουπίζοντας τα δάκρυα μου. "Μου έλειψες παρά πολύ. Πολύ." Με τράβηξε μέσα μαζί της στο σπίτι, και με έβαλε να καθίσω στον καναπέ.
"Τι σου έχουν κάνει, Κατρίνα;" Είπε πονεμένα, κοιτώντας με. "Τι έπαθε το μάτι σου; Κουτσαίνεις, έχεις ουλές στο πρόσωπο σου." Της έπιασα τα χέρια και τα έσφειξα μέσα στα δικά μου. "Σε έβλεπα στις ειδήσεις μωρό μου, όταν φύγατε με τον φίλο σου που δεν έχει μαλλιά. Τον Τζίμη, πως τον έλεγαν. Φοβήθηκα τόσο πολύ για σένα, ειδικά όταν κάνανε το πραξικόπημα, γιατί ήξερα πως θα σε βρίσκανε και θα σου κάνανε κακό. Ο στρατός στα έκανε αυτά;"
"Ναι μαμά, αυτοί. Με είχανε στα στρατόπεδα, και με βασάνισαν, πήγαν να με σκοτώσουν μα επιβίωσα."
"Ρειμούντο!" Φώναξε η μάνα μου και σηκώθηκα όρθια, καταλαβαίνωντας πως προς δευτερόλεπτα θα δώ ξανά τον ξάδερφό μου. Ο Ρέι ήρθε απο τον διάδρομο, χωρίς μπλούζα, μόνο με βερμούδα και κάλτσες -όπως πάντα- με ένα τσιγάρο στο χέρι του. Με κοίταξε και κάθισε ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα, σαν να προσπαθούσε να επεξεργαστεί την παρουσία μου.
"Ρε χαζούλα!" Είπε και γέλασε, τρέχοντας πρός εμένα. Σηκώθηκα να τον αγκαλιάσω, και με έσφειξε. "Έχεις να μας δώσεις πολλές εξηγήσεις." Είπε και χαμογέλασε. "Πρώτα απο όλα, που ήσουν όλο αυτό τον καιρό;"
"Αυτό θέλω να μάθω και εγώ." Είπε η μητέρα μου, που τώρα χαμογελούσε. "Πες μας, Κατρίνα. Τι έπαθε το μάτι σου;"
"Μου έριξαν κάποιο χημικό και τυφλώθηκα. Δεν ξέρω αν μπορώ πια να κάνω κάτι για αυτό. Με άρπαξαν όταν γυρνούσα στην Ελλάδα και με πήγαν στα στρατόπεδα. Εκεί είχαν και τον Χρήστο και την Εβελίνα, την κοπέλα που είχες δεί το βράδυ που με δείρανε, Ρειμούντο."
"Κατάλαβα." Είπε συλλογισμένος. "Ξέφυγες στην απελευθέρωση;"
"Όχι, δεν πρόλαβα. Με είχαν ρίξει σε κόμα τότε, έτσι δεν με βρήκαν. Ήμουν σε ομαδικό τάφο μερικά μέτρα μακριά από το στρατόπεδο." Είπα και η μήτερα μου κάλυψε το στόμα της και άρχισε να κλαίει. "Έλεγα συνθήματα και χτυπούσα τους τοίχους στο κελί. Τραγούδαγα, μάνα. Δεν τους άφησα να με σπάσουν. Ξέρεις ποιό τραγούδι έλεγα; Το αγαπημένο σου." Είπα και η μητέρα μου γέλασε.
"El pueblo unido, hamas sera vencido?" Είπε και έγνεψα. Μου έπιασε το χέρι και το φίλησε. Της φίλησα το δικό της και την κράτησα στην αγκαλιά μου.
"Δεν έκλαψα ούτε μια φορά. Σας ορκίζομαι πως δεν με υποτάξαν. Νόμιζαν πως με σκότωσαν, αλλά έκαναν λάθος. Τώρα γύρισα και είμαι πιο δυνατή από ποτέ. Θα βρώ τους φίλους μου και σας το ορκίζομαι σε όποιον αγαπώ, πως θα πέσει αυτή η δικτατορία. Θα γίνει, και ας είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω."
Συνεχίζεται στο Το Δίκιο το Έχουν οι Εξεγερμένοι...
YOU ARE READING
Το Ημερολόγιο ενός Γελωτοποιού
ActionΗ ζωή της Κατρίνα ήταν πάντα μια μάχη της σκλαβιάς και της ελευθερίας. Των κελιών που σε βάζουν οι σκέψεις και ο πόνος σου, και η ελευθερία της επιλογής μιας γυναίκας του εικοστού πρώτου αιώνα. Καθώς εκείνη κρέμεται μεταξύ της αιχμαλωσίας και της λε...