Η Κατρίνα είχε ξεκινήσει να περπατά μέσα στη βαθιά νύχτα, κοιτώντας την πυξίδα της συνεχώς. Ήταν μια μικρή, ίσως χαλασμένη πυξίδα που βρήκε σε ένα μπρελόκ του Βάσα. Την εμπιστευόταν, μιας και δεν είχε άλλη επιλογή και προσπαθούσε να ακολουθά την Εθνική Οδό σε ασφαλή απόσταση. Έκρινε απο της εξόδους το που έπρεπε να πάει, μα δεν ήταν και πάρα πολύ σίγουρη. Δεν είχε όμως καμία άλλη επιλογή.
Ήταν πολύ μακριά από το στρατόπεδο και ήταν ήδη πολύ βόρεια. Αν και ήταν βράδυ, η ζέστη ήταν αφόρητη. Είχε μπει μέσα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη που ήταν ερημωμένη, ή έστω όλοι ήταν κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους. Κάποια μικρά φώτα έβγαιναν απο κάποια παράθυρα, μα φαινόταν και πάλι πως οι μόνοι κάτοικοι ήθελαν να κρατήσουν ότι ήταν έξω, μακριά.
Λερωμένα και σκισμένα υπήρχαν διάφορα φυλλάδια που διέταζαν τους πολίτες να παραμένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους μετά τις εννέα το βράδυ, έως τις πέντε το πρωί. Ήταν αρκετά βράδυ για να είναι σίγουρη πως πρέπει να είναι προσεκτική. Άκουσε ένα φορτηγό να πλησιάζει και κοίταξε τριγύρω. Δεν υπήρχαν μέρη να κρυφτεί, έτσι πέταξε την τσάντα της κάτω από ένα αμάξι και κρύφτηκε απο κάτω.
Δυο στρατιώτες περπατούσαν πεζοί δίπλα απο το όχημα και το πόσο οπλισμένοι ήταν την έκανε να σκεφτεί ξανά αν μπορούσε να ανταπεξέλθει. Όταν ήταν σε αρκετή απόσταση περίμενε λίγο για να σηκωθεί, ώστε να είναι σίγουρη πως θα απέφευγε πάση αναγνώριση. Κάποιος έκανε να της αρπάξει τη τσάντα και σίγουρα δεν ήταν στρατιώτης. Στο μηρό της είχε στερεώσει ένα μαχαίρι επιβίωσης, που σίγουρα ήξερε να χρησημοποιεί. Χωρίς σκέψη τον μαχαίρωσε στο πόδι.
Πετάχτηκε πίσω με μια λεπτή τολυπή αίματος να φεύγει από το πόδι του και το κράτησε σφιχτά. Φορούσε ρούχα φαντάρου μα ήταν πολύ παραμελμημένος για να έχει συμμετάσχει σε πρόσφατη δράση. Είχε ατημέλλητα μούσια και ήταν πενταβρόμικος και το χειτώνιό του ήταν προσαρμοσμένο στην υψηλή θερμοκρασία που είχε εκείνες τις ημέρες. Είχε κατάμαυρα μαλλιά, σχεδόν σαν να τα είχε βάψει, και γαλάζια μάτια.
"Με ποιούς είσαι;" Είπε δυνατά η Κατρίνα με το όπλο της στραμμένο πάνω του. Την κοίταξε με ένα χαμόγελο πολύ ήρεμο για άνθρωπο που ματώνε και κοίταξε το τατουάζ του μαυροκόκκινου αστεριού στο χέρι της και κατάλαβε αμέσως.
"Με κανέναν. Μισθοφόρος είμαι." Ανακοίνωσε ματώνωντας πολύ. Μόρφασε απο τον πόνο και ασχολήθηκε λίγο παραπάνω με το τραύμα παρά με την κάννη μπροστά στο κεφάλι του. "Θα μπορούσες να μου χτυπήσεις αρτηρία. Είσαι αρχάρια σε αυτά ε;" Είπε ήρεμα. Γελούσε αμήχανα κοιτώντας την πληγή του, μα μόλις έστρεψε το βλέμμα του σε εκείνη, χαμογέλασε πιο πλατιά. "Μισό λεπτό. Κατρίνα;"
YOU ARE READING
Το Ημερολόγιο ενός Γελωτοποιού
ActionΗ ζωή της Κατρίνα ήταν πάντα μια μάχη της σκλαβιάς και της ελευθερίας. Των κελιών που σε βάζουν οι σκέψεις και ο πόνος σου, και η ελευθερία της επιλογής μιας γυναίκας του εικοστού πρώτου αιώνα. Καθώς εκείνη κρέμεται μεταξύ της αιχμαλωσίας και της λε...