Μάρτυρας

143 4 0
                                    

Κατάφερα να κοιμηθώ λίγες ώρες ξαπλωμένη στο κρύο πάτωμα, πρίν η πόρτα και τα φώτα που με τύφλωσαν ανοίξουν. Δεν είχα κουράγιο να βρίσω τον Μάνο εκείνη τη στιγμή. Έτσι κάθισα ακίνητη ενώ δένανε τα χέρια μου ξανά απο το ταβάνι. Δύο στρατιώτες με αλεξίσφαιρα και κράνη μπήκαν μέσα στο δωμάτιο και ο ένας τους με κράτησε κεφαλοκλείδωμα.

Έβγαλα μια κραυγή απελπισίας και προσπάθησα να αγκομαχήσω μα και οι δύο τους ήταν γρήγοροι στο να κρατήσουν το βλέφαρο μου ανοιχτό για οποιοδήποτε ήταν το επόμενο βασανιστήριο. 

"Αν κλείσεις τα μάτια σου, θα σου κόψω τα βλέφαρα. Άνοιξε τα, τώρα."

"Υπέκυψες στην απελπισία;" Ρώτησε ο Μάνος καθώς έβαζε άσπρα εξεταστικά γάντια μπροστά απο ένα νιπτήρα στη γωνία.

"Τι θα κάνεις; Αφού πιάσατε τον Βασίλη δεν έχω να σας πώ τίποτα, δεν είμαι χρήσιμη, απλά άφησε με!" Είπα και ο Μάνος χασκογέλασε και κράτησε το κεφάλι μου ακίνητο και άδειασε μια σύριγγα με ένα διάφανο υγρό. Μόλις άγγιξε τη γυμνή κόρη του ματιού μου δεν μπόρεσα να μην ουρλιάξω. Έσταξε ελάχιστο απο το υγρό πάνω στο μάγουλό μου και έκαψε και αυτό. Η κραυγή μου συνέχισε να βγαίνει, σαν χτυπημένο ζώο. Ήταν πόνος που δεν είχα ξανανίωσει ποτέ και ένιωθα το μάτι μου να φλέγεται, Απο το ελέυθερο μάτι μου έβλεπα έναν απο τους φρουρούς να μορφάζει με πόνο. "Τι είναι αυτό;" Φώναξα, με τη φωνή μου να τρέμει.

"Yγρό μπαταρίας. Θειικό οξύ, επιστημονικά." Είπε ο Μάνος και γέλασε σαν να άκουσε ένα καλό αστείο. Έκανε δύο βήματα πίσω για να με παρατηρήσει το σώμα μου να πνίγεται στους σπασμούς.

"Γαμημένε!" Ψέλλισα, και αφήσαν το κεφάλι μου, και μπόρεσα να κλείσω το μάτι μου. Έμεινα όρθια με το ζόρι και συνέχισα να φωνάζω απο τον πόνο. "Θα σε σκοτώσω, στο υπόσχομαι."

"Δεν θα προλάβεις." Είπε καθώς η όραση στο μάτι μου χανόταν. Συνέχισα να σφαδάζω στον πόνο καθώς αυτός καυχιώταν για την εξουσία που είχε πάνω μου.

"Έτσι ένιωσα, Κατρίνα όταν με ακρωτηρίασες. Έμαθα το όνομά σου είναι παρμένο από την θεά του θανάτου στη χώρα σου. Την φώναξες; Της ζήτησες βοήθεια; Σε άκουσε; Ρωτάω για να ξέρω."

"Δεν πιστεύω στον Θεό Μάνο. Δεν έχω θεούς, ούτε αφέντες. Αλλά ξέρω καλά πως όποιος την χλευάζει δεν τη γλιτώνει. Αλλά, πίστεψε με, δεν θα σε προλάβει η Σάντα Μουέρτε. Ό, τι πρόκειται να σου συμβεί θα γίνει από τα δικά μου χέρια!"

Θα μπορούσα να αφηγούμαι το πόσο πονούσα για ώρες. Ο Μάνος και οι φρουροί έιχαν φύγει εδώ και ώρα, και εγώ ακόμα ανάσαινα βαριά μέσα απο σφιγμένα δόντια απο τον πόνο. Υπέφερα, μα τα λόγια του Μπίλυ με κράταγαν ζωντανή. Ένιωθα λες και η ζωή έφευγε απο το σώμα μου απο την οδύνη, αλλά απλά, λιποθύμισα.

Το Ημερολόγιο ενός ΓελωτοποιούTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang