Δρόμοι της Φωτιάς

53 2 0
                                    

Τρίτη φορά που γύρισα τη τσακμακόπετρα και ο αναπτήρας δεν δούλευε. Προσπαθούσα να ανάψω το κεράκι για να το στηρίξω μέσα στο χώμα δίπλα από τη πλακέτα με το πρόσωπο του.

Ήταν η πρώτη μου χρονιά στην επέτειο του θανάτου του Στεφάνου που είχα τους επιδέσμους με τις ουλές και η πρώτη μου χρονιά που ενώ άφηνα κερί και λουλούδια, ο Ιορδάνης δεν ήταν μαζί μου αλλά ήταν πίσω από κάγκελα.

Η επόμενη μου προσπάθεια να ανάψω το κεράκι απέτυχε ξανά και πέταξα τον αναπτήρα με όλη μου τη δύναμη στην άλλη άκρη του δρόμου νευριασμένη. Ο αναπτήρας πέρασε ξυστά από έναν ο οποίος ήδη φορούσε κουκούλα για να καλύψει τα χαρακτηριστικά του, εφ όσον υπολόγιζα ένα τέταρτο της ώρας για να ξεκινήσουν οι συγκρούσεις στη γύρω περιοχή. Γύρισε να με κοιτάξει με ένα ενοχλημένο βλέμμα κάτω από τη κουκούλα.

"Άραξε λίγο κορίτσι μου." Είπε με υπεροπτικό ύφος λες και με ειρωνευόταν. Παρέμεινα γονατισμένη μπροστά από το μνημείο και γύρισα να τον κοιτάξω.

"Δεν είμαι κορίτσι σου." Είπα και συγκεντρώθηκα πάνω του ελπίζοντας να το συνεχίσει για να ξεσπάσω κάπου.

"Απλά πρόσεχε που πετάς τον αναπτήρα." Είπε.

"Ξέρεις ποιά είμαι εγώ και μου μιλάς με υφάκι;" Είπα και σηκώθηκα. Γέλασε και τον πλησίασα.

"Και ποιά είσαι εσύ;" Είπε με ειρωνεία.

"Ξέρεις ρε;" Είπα και τον έσπρωξα. Από μηχανής θεός, ο Χρήστος ήρθε και μας χώρισε.

"Είναι η κοπέλα του ρε αρχίδι." Είπε και με τράβηξε πίσω μπαίνοντας στη μέση. Ο κουκουλοφόρος φάνηκε να ντροπιάζεται και αμέσως άλλαξε τον τόνο του. Είχαμε προσελκύσει τη προσοχή όλων και δεν μου άρεσε να νιώθω σαν σόου.

"Δεν το ήξερα ρε φίλε."

"Ε, ακριβώς. Μάθε πρώτα και μετά μιλά με ύφος." Είπε ο Χρήστος και τύλιξε το χέρι του γύρω από τον ώμο μου και με ξαναπήγε στο μνημείο. Ξεφύσηξα και στήριξα τους αγκώνες μου στα γόνατα μου όταν έκατσα κάτω. "Δεν μπορείς να αποφεύγεις λίγο τις μανούρες; Άμα σε κοπανήσουν θα σου ανοίξουν τα ράμματα και άσε αυτή τη μέρα για να τον θυμόμαστε." Είπε ο Χρήστος και πήρε το ρεσό που ακόμα κράταγα στο χέρι μου και το άναψε.

Το μάρμαρο το είχε γυαλίσει ο αδερφός του Στέφανου, ο Αντεμπάγιο, σήμερα το πρωί. Είχα καθαρίσει το χώμα μέσα στη γλάστρα και είχα βάλει όσα λουλούδια μπορούσα να χωρέσω μέσα σε μια ανθοδέσμη και την είχα αφήσει μέσα στη μέση. Τα λουλούδια ξεχειλίζαν από το μνημείο και τα κεριά φώτιζαν το πρόσωπο του που ήταν αποθανατισμένο για πάντα πάνω στο μάρμαρο.

Το Ημερολόγιο ενός ΓελωτοποιούNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ