Φυγή

264 7 0
                                    

Οι ώρες μέσα το αμπάρι του καικού ήταν ατελείωτες. Το στομάχι μου πονούσε απο το άγχος και ήμουν έτοιμη να βγάλω το ένα ξερό κομμάτι ψωμί που βρήκα στα σκουπίδια του λιμανιού και η μια ντομάτα που κατάφερα να αγοράσω. 

Απέναντί μου, κρυμμένος και φυγάς και αυτός, καθόταν ένας ταλαιπωρημένος μεσήλικας που με κοιτούσε συνεχώς, με οίκτο. "Πόσο είσαι;" 

"Εικοσί δύο." Είπα και μου χαμογέλασε.

"Τι θα κάνεις στην Αθήνα;"  

"Δουλειά." Είπα και μου έγνεψε. Μου φάνηκε σχεδόν αστείο, το πόσο μικρές ήταν οι πιθανότητες του να γυρίσω σπίτι, στην αγκαλιά του Μπίλυ. Ήξερα τι Γολγοθάς με περιμένει. Κάτι μέσα μου προμύνηε τις μάυρες ώρες που θα ακολουθούσαν πίσω στη πατρίδα.

Απο τη στιγμή που φυγαδέψαμε τον Ιορδάνη, γνωρίζαμε τα δύσκολα που ερχόντουσαν. Το τρέξιμο, το φόβο του να μας πιάσουν, τις κακουχίες. Αλλά δεν ήξερα τίποτα για το χαμό του Σαλάχη και του Γιόχαν, το πραξικόπημα που έσκισε τη χώρα στα δύο και τον Μπίλυ να με περιμένει.

Περίμενα να ακούσω χίλια κακά μαντάτα τη στιγμή που θα έβλεπα ξανά ότι είχε απομείνει απο τους συντρόφους μου, μα περισσότερο περίμενα τις κρύες χειροπέδες να τυλίγουν τα χέρια μου. Το σώμα μου δεμένο και χέρια, πόδια, ζώνες και γκλόπ να το χτυπούν. Τα βασανιστήρια που θα υπέφερα μέχρι να πεθάνω, γιατί προτιμώ ακόμα τον θάνατο απο τη σκλαβιά. Ήλπιζα για ένα σύντομο και ένδοξο τέλος. 

Έγειρα το κεφάλι μου πάνω στο σακίδιό μου και λαγοκοιμήθηκα. Εικόνες απο πόνο, χαρά, λύπη, ελευθερία και φυλακή πέρασαν αργά απο μπροστά μου. Το λαιμό του Σαλάχη να κρέμεται απο καλώδια, τις σφαίρες μέσα στο σώμα του Στέφανου, το τελευταίο αντίο μου με το Ιορδάνη και την Εβελίνα. 

"Ξύπνα πριγκιπέσα." Είπε ο καπετάνιος και εγώ τινάχτηκα όρθια. 

"Φτάσαμε;" Ρώτησα ταραγμένη απο τον ύπνο και μου έγνεψε ναί. Κοίταξα έξω απο το παραθυράκι του καικού τον Πειραιά. Κάποτε, κοσμοπολίτικη περιοχή, μες τις καφετέριες και τα γιότ τώρα πόλη φάντασμα. Με ξεχαρβαλωμένες πινακίδες, καλλυμένες τζαμαρίες και σπίτια με τα στόρια κατεβασμένα. Και μέσα στο άδειο τοπίο, μια ομάδα στρατιωτών που μιλούσαν και κάπνιζαν. Ο καπετάνιος με κοίταξε και έβαλε μέσα στη χούφτα μου κλειδιά μιας μηχανής. 

"Φύγε. Σε παρακαλώ, όσο πιο μακριά. Δεν θα τα καταφέρεις." Με διέταξε. Του έγνεψα ένα τελευταίο ευχαριστώ, και βγήκα στο κατάστρωμα. Πήδηξα στο λιμάνι, πήρα μια βαθιά ανάσα και είδα τη μοναδική παρκαρισμένη μηχανή. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και άναψα τη μηχανή. Έφυγα όσο πιο γρήγορα άντεχε, και είδα απο το καθρέφτη δυο μηχανές αστυνομικών. 

Το Ημερολόγιο ενός ΓελωτοποιούWhere stories live. Discover now