Λάζαρος

120 5 0
                                    

Κανείς τους δεν μίλησε μέχρι που προσγειώθηκαν στην Αθήνα. Στο ελικοδρόμιο του λημεριού τους περίμεναν κι αλλά οπλισμένα άτομα εκτός από έναν ψηλό ξανθό άντρα που φόραγε μονάχα τη στρατιωτική στολή του και κρατούσε μια μπύρα. Ήταν επιβλητικός, ο τέλειος Άρυος, γαλανά μάτια, ξανθά μαλλιά, φαρδιά χείλια, έντονα χαρακτηριστικά και ένα αποφασιστικό βλέμμα. Σίγουρα ήταν άντρας που σε τρόμαζε λίγο και αυτό ήταν που τον έκανε να κερδίζει τον σεβασμό όλων.

"Λοχαγός Κάρολος Γκέβχαρτ." Συστήθηκε με μια βαριά γερμανική προφορά και ο Μάνος και ο Βάσα χτύπησαν προσοχή. "Ελάτε μαζί μου." Είπε και ήπιε τη τελευταία γουλιά από τη μπύρα και τίναξε το κουτάκι πίσω από τον ώμο του με αδιαφορία. Ήταν προτόγνωρο στον Βάσα να βλέπει  ανώτερο να πίνει αλκοόλ στη καθήκον, πόσο μάλλον ενώ είχε ξεκινήσει η αντίσταση να τους απειλεί, να πίνει μπύρα τόσο ελεύθερα. Σίγουρα όμως, την ζήλεψε. "Ήρθα από το Βερολίνο όσο πιο σύντομα μπορούσα. Λυπάμαι για το λοχαγό σας και για το στρατόπεδο που καταλήφθηκε."

"Δεν είναι σημαντικές απώλειες, είμαστε σε πόλεμο έτσι κι αλλιώς." Είπε ο Μάνος. Είχε ένα βλέμμα θαυμασμού πρός τον Κάρολο και προσπαθούσε να μετρά τις λέξεις του για να προλάβει μια κακή εντύπωση. Ήταν Γερμανός, ήταν υψηλόβαθμος και τρομακτικός, όσα πράγματα ήθελε πάντα να είναι ο ίδιος. 

"Θα χρειαστεί να κρυφτούμε για λίγες μέρες. Δεν μου αρέσει να κρύβομαι, μα αυτή είναι η μόνη μας επιλογή αυτή τη στιγμή. Πρέπει να δείξουμε πως και καλά έχουμε υποχωρήσει για να γίνει μια έντονη επίθεση εναντίων τους. Μην ανησυχείτε όμως, είμαι εκατό της εκατό σίγουρος πως θα έχουμε το πάνω χέρι σε λιγότερο από μια εβδομάδα." Είπε ο Κάρολος με ένα καθυσηχαστικό χαμόγελο, μπαίνοντας μέσα στο κτήριο και χαιρετήθηκε από κάθε στρατιώτη.

Ο Βάσα παρατηρούσε τον Κάρολο που περπάταγε με ένα ήρεμο βλέμμα λες και δεν συνέβη τίποτα. Αναρωτήθηκε αν απλά ήταν τρελός ή αν ήταν γενναίος. Μπήκαν μέσα σε μια αίθουσα συσκέψεων και μέσα περίμεναν πολλά μεγάλα στελέχη του στρατού και ήταν οι τελευταίοι που μπήκαν.  

Η Κατρίνα ένιωθε όλο το σώμα της πιο βαρύ από ποτέ. Ήταν μουδιασμένη παντού και άρχισε να κουνάει σιγά σιγά τα δάχτυλα της για να συνέρθει. Μόλις κατάφερε να ανοίξει τα μάτια της αντίκρισε ένα χλωμό πρησμένο πρόσωπο με μια παγωμένη έκφραση τρόμου που φωτιζόταν από μακρινά φώτα. Η μύτη της γέμισε με τη μυρωδιά της αποσύνθεσης και γρήγορα τινάχθηκε όρθια και κατάλαβε πως βρισκόταν ξαπλωμένη πάνω σε ένα στρώμα από πτώματα αντρών και γυναικών, μερικά πτώματα φρέσκα και μερικά σε βαθιά αποσύνθεση.

Το Ημερολόγιο ενός ΓελωτοποιούWhere stories live. Discover now