Δίχως Νόημα

61 2 0
                                    

"Βασίλης Καρυωτάκης αν δεν κάνω λάθος." Είπε μια φωνή γυναικεία που ακουγόταν βουλωμένα πίσω από τη πόρτα. Έσταξε κρύος ιδρώτας στη πλάτη μου και κάθισα ακίνητη έξω από το δωμάτιο του Κάρολου.

"Και ποιός άλλος;" Ρώτησε προσηλωμένα η φωνή του Κάρολου.

"Εβελίνα Ανθούση και Χρήστος Τριανταφυλλόπουλος. Α, και Ιορδάνης Γκάλης." Προσθέσε η γυναίκα και μετά ακολούθησε το πούστικο γελάκι του Κάρολου.

"Αυτόν τον τρώνε τα σκουλήκια τώρα. Εντάξει είμαστε. Φύγε." Είπε ο Κάρολος και άκουσα βήματα και η Δάφνη βγήκε. Απομακρύνθηκα από τη πόρτα και έκανα πως περπατάω προς αυτούς. Την κοίταξά με το πιο αγριεμένο βλέμμα που μπορούσα και την είδα να ξεροκαταπίνει μιας και κατάλαβε πως άκουσα. Άνοιξα τη πόρτα και πέταξα τα λεφτά πάνω στον Κάρολο.

"Διακόσια εξήντα. Με τα δέκα πιες κάνα ποτάκι." Κορόιδεψα και ο Κάρολος γέλασε εγκάρδια πριν βγω από το δωμάτιο και ακολουθήσω τη Δάφνη.

Ήταν στο μπαλκόνι του δωμάτιου μας και την πλησίασα. Κάθισα δίπλα της και της πήρα ένα τσιγάρο.

"Ξέρεις από πού είμαι;" Τη ρώτησα. Με κοίταξε με άγχος.

"Από το Μεξικό;" Είπε διστακτικά. Έγνεψα ναι με ένα ειρωνικό χαμόγελο.

"Ακριβώς. Από το Γκερέρο. Έχουμε από τα πιο υψηλά ποσοστά ανθρωποκτονιών παγκοσμίως. Εκεί, τους ρουφιάνους, τους αποκεφαλίζουμε και κρεμάμε τα κεφάλια τους έξω από τα σπίτια τους. Ή βάζουμε άγρια σκυλιά να τους φάνε. Γενικά, δεν τους φερόμαστε όμορφα." Είπα συνεχίζοντας το τσιγάρο μου.

"Δεν με τρομάζεις." Είπε τρέμοντας και με έκανε να γελάσω. Πέταξα το τσιγάρο από το μπαλκόνι και την άρπαξα από τη μπλούζα και την έφερα χιλιοστά από το πρόσωπο μου.

"Άκου με λίγο. Θα έπρεπε να σου κάνω πολύ κακό που είπες τα ονόματα των δικών μου. Να σε κουρέψω γουλί και να σε σαπίσω στο ξύλο. Να σου σπάσω τα γόνατα."

"Δεν με τρομάζεις." Επανέλαβε με ένα βλέμμα που έλεγε το αντίθετο. Ρούφηξα δυνατά τη μύτη μου και την έφτυσα πάνω στο πρόσωπο και την έσπρωξα πίσω.

"Θα σου κάνω τη ζωή κόλαση. Έκανες το μεγαλύτερο λάθος της ζωής σου να προκαλέσεις εμένα. Στο μουνί μου αν είσαι το χαιδεμένο του Κάρολου, το ξέρεις καλά πως ούτε καρέκλα δεν μπορείς να σηκώσεις και πως αν θέλω θα σου κάνω πολύ, πολύ κακό, ξανθούλα. Τώρα πάρε το πούλο και αν ξανακάνεις μαλάκια θα σε θάψω κάτω από τις πετούνιες." Είπα και την έσπρωξα.

"Κάνω ότι χρειάζεται για να ζήσω, κορίτσι." Μου είπε στο κατώφλι τις μπαλκονόπορτας με ένα καυστικό χαμόγελο.

"Κλειστά πόδια δεν ταΐζονται." Μιμήθηκα τον τόνο της και της σήκωσα το μεσαίο μου δάχτυλο. "Επόμενη φορά, δεν τη γλιτώνεις τη πτώση από το πρώτο." Έφυγε γρήγορα και αναθεώρησα το αν ήταν καλή ιδέα να την αφήσω να φύγει μιας και ήμουν σε βολικό μέρος για να την πετάξω από το μπαλκόνι.

Έφυγα και εγώ για το δωμάτιο μου και ήλπιζα να μην με φωνάξει κάνεις στο σαλόνι, γιατί ήταν το τελευταίο πράγμα που μπορούσα να κάνω το να ευχαριστήσω αυτά τα ζώα. Και ήξερα καλά πως ο καιρός μου εκεί μέσα θα ήταν πολύς ακόμα. Κάθισα στο πάτωμα και έκλεισα τα μάτια μου και προσευχήθηκα με όλη μου την ελπίδα, να μην πειράξουν ούτε μια τρίχα από τους, γιατί ήμουν βαθύτατα ανίκανη να τους προστατεύσω εδώ που βρισκόμουν. Άρχισα να κλαίω, πολύ δυνατά και δεν με ένοιαζε αν με άκουγε κάνεις γιατί ότι υπόλοιπο ντροπής είχα ποτέ είχε εξαφανιστεί.

Θυμήθηκα πριν από μερικά χρόνια, όταν πέθανε ο Στέφανος που πήγαινα στον τάφο του και οριώμουν κλαίγοντας, χωρίς καμία απολύτως έγνοια αν με ακούει ή με βλέπει κανείς. Ούρλιαζα από το κλάμα και βράχνιαζα αλλά ο λαός μου πάντα ενθάρρυνε το δυνατό κλάμα. Είναι δύναμη να κλαις και τα δάκρυα μας ξεπλένουν τη ψυχή. Ήθελα μια φορά έστω στη ζωή μου να κλάψω από ευτυχία, μια φορά έστω, και ήξερα πως θα τα κατάφερνα, γιατί το να τα παρατήσω δεν ήταν επιλογή.

"Κάνε ησυχία." Μου φώναξαν από τη κλειστή πόρτα και σταμάτησα να κλαίω. Τη πόρτα άνοιξε η Τία, με ένα κουτί χαρτομάντιλα.

"Είμαι εδώ για σένα. Κλάψε όσο θες." Είπε και κάθισε δίπλα μου. "Θες μια αγκαλιά;" Ρώτησε και έγνεψα ναι μυξοκλαίγοντας και ακούμπησα το κεφάλι μου στα πόδια της.

"Θέλω να γυρίσω σπίτι μου." Ψιθύρισα και γέλασε λυπημένα καθώς μου χάιδευε τη πλάτη.

"Αδυνατώ στο να σου πω κάτι που θα σε καθησυχάσει. Θες τουλάχιστον να μου πεις τι έγινε;"

"Η ασπρουλιάρα, η Δάφνη. Ήξερε τα ονόματα των δικών μου και τα είπε στο Κάρολο." Ψιθύρισα με τα φρύδια μου σμιγμένα απο οργή.

"Δεν θα πειράξει ούτε μια τρίχα τους. Ξέρω τι λογής άτομο είσαι, και ξέρω πώς οι φίλοι σου δεν διαφέρουν. Θα είναι καλά. Στο υπόσχομαι. Ξέρουν να προστατεύουν τους εαυτούς τους, όπως και εσύ. Αλλά ο Κάρολος, όλο μιλάει. Στο Βιετνάμ λέμε: Nguoi biet chang noi, nguoi noi chang biet. Αυτός που μιλάει λιγότερο, ξέρει τα περισσότερα. Και ο Κάρολος ξέρει μόνο τι θα πιεί με το φαΐ." Γέλασε, και γέλασα και εγώ.

"Έχεις χάπια μαζί σου;" Ρώτησα δειλά.

"Είσαι τόσο χάλια;" Είπε ψάχνοντας στη τσέπη της ρόμπας της. Την κοίταξα έντονα με ντροπή και μου έδωσε στο χέρι ένα hipnostedon.

"Ευχαριστώ." Ψέλισσα και το κατάπια χωρίς νερό. Ξάπλωσα κάτω από το σεντόνι πάρα τη τραγική ζέστη και δεν μίλησα. Η Τία βγήκε έξω και μου έκλεισε το φως.

Το Ημερολόγιο ενός ΓελωτοποιούDonde viven las historias. Descúbrelo ahora