...Μόλις σε είδα ξανά, δεν ήμουν σίγουρη ότι ήσουν εσύ. Με έπιασες από το χέρι καθώς σε προσπερνούσα. Κάπως έτσι δεν ήταν κι η πρώτη μας γνωριμία;
Τελικά, ήσουν εσύ.
Αυτό το πάρτι είναι απαίσιο κι είμαι ξανά μόνη μου. Οι άλλοι έφυγαν και για κάποιο λόγο εγώ έκατσα εδώ γιατί είπες θα' ρθεις. Κολυμπάς ανάμεσα στα άρρωστα φώτα και τις αδιάφορες φάτσες. Η όρασή μου είναι θολή. Σ' ακολουθώ. Γιατί σ' ακολουθώ; Σε κοιτάζω σαν να είμαι το πουτανάκι σου. Σε είδα τελικά στο ύπνο μου ή όχι; Είσαι εδώ μπροστά μου, ή είμαι μόνη μου εδώ μέσα; Σε κοιτάζω σαν να θέλω να με καταστρέψεις. Έτσι είμαι εγώ. Το πουτανάκι των ονείρων μου. Αφήνω τον έρωτα να με πονέσει ίσα για να δω πόσο αντέχω. Σε ένα δωμάτιο γεμάτο από αληθινούς άντρες, εγώ θα διαλέξω αυτόν από καπνό. Τον κινηματογραφικό. Τον ανύπαρκτο.
Το δέρμα στο λαιμό σου είναι ακόμη βελούδινο. Δεν ήμουν τελικά τόσο μεθυσμένη την άλλη φορά. Είσαι ακόμη πιο όμορφος όσο ξεμεθάω. Και με προστατεύεις. Από τι με προστατεύεις;
Καθόμαστε κάπου στον εξώστη.
Παραλίγο να καρφωθώ την ώρα που σου μιλάω για όσα έχω γράψει. Μου λες, έλα δείξε μου. Αρχικά λέω όχι. Μετά σου δίνω εκείνο το ποίημα μου για τους έρωτες και τις βότκες, και την απογοήτευση. Παίρνεις στα χέρια σου το κινητό. Το διαβάζεις προσεκτικά. Ξανά και ξανά.. Προσεύχομαι να μην πατήσεις κάτι λάθος και σου εμφανίσει το επόμενο, που είναι για σένα.
Μου λες, χαίρομαι που σε γνώρισα. Πότε ήταν, προχτές; Σε διορθώνω λέγοντας σου ότι γνωριστήκαμε την περασμένη βδομάδα. Είσαι πολύ ωραία κοπέλα, πολύ ξεχωριστή, αλλά... Περνάω ζόρια, μου λες. Έχω και σχέση, λες. Βλέπεις; Το έχεις σκεφτεί γαμώτο, το έχεις σκεφτεί . Γαμώτο. Ελπίδες. Τις βλέπεις; Σου έχει περάσει απ' το μυαλό. Εμείς. Έχουμε υπάρξει για λίγο σαν ιδέα στο κεφάλι σου. Γι' αυτό μου τα λες αυτά. Γαμώτο. Ελπίδες. Τη γάμησα.
Αλλάζουμε πάρτι και μπαίνουμε σε ένα παλιό κτήριο γεμάτο γκέι που χαμουρεύονται. Ακόμα πιο ασφυκτικό πλήθος. Σκληρές μυρωδιές. Ακόμα πιο άρρωστη μουσική.
Άραγε, γιατί μας φαίνεται τόσο εξωφρενικό το να απατάει κάποιος, και ξαφνικά έρχεται μια μέρα που ευχόμαστε κρυφά να απατούσε για να είναι έστω για λίγο δικός μας; Γιατί ένας πύργος ηθικής ξαφνικά λιώνει κάτω από μια αχτίδα έρωτα; Ποιοι είμαστε όταν ερωτευόμαστε, αν όχι οι εαυτοί που έχουμε χτίσει με τόσα πρέπει; Ίσως μια παράνομη, αυτοκαταστροφική εκδοχή μας, ένα μεθυσμένο υβρίδιο που τρέχει πυροβολώντας στον αέρα μέχρι κάποιος να πεθάνει. Ίσως, απλώς, ένα παιδί. Άραγε γιατί, πάνω που είμαστε καλά, ξαφνικά βρίσκουμε τον εαυτό μας να ερωτεύεται κάτι άπιαστο; Λες κι η καρδιά μας ασφυκτυά από πλήξη και ξαφνικά θέλει να πονέσει. Να μεγαλώσει. Να πάρει μια γεύση από έναν καρπό που θα τη διώξει ξανά απ' τον παράδεισο. Τι διάολο με τραβάει σαν μαγνήτης σε σένα; Με κρατάς από το χέρι μη χαθούμε. Εύχομαι να το νιώθεις όσο μαλακό το νιώθω εγώ.
Σε κοιτάζω, θυμάμαι τι έχω τραβήξει, πόσο έχω μισήσει εκείνον... Θυμάμαι παλιούς εαυτούς μου, θυμάμαι όλους όσους ήταν κάποτε ο, τι είσαι για μένα τώρα. Πόσες εγώ, για τον καθένα τους. Πόσα κομμάτια μου πεταμένα κάπου στα αγορίστικα δωμάτιά τους, φορεμένα, σιχαμένα... Τους θυμάμαι να φεύγουν, όπως θα φύγεις κι εσύ. Σκατά. Χτυπάω σε κοκτέιλ τις πληγές μου πάλι. Κι ας ξέρω πως θα μεθύσω μόνο εγώ. Παλεύω να φανταστώ εκείνη που σε έχει. Άραγε σου μοιάζει; Είναι κι αυτή αδύνατη, ανεπιτήδευτη, με όμορφο ώριμο πρόσωπο και ένα άρωμα εφηβείας στο βλέμμα; Είναι καμία χοντρή πιεστική καριόλα με κρεατοελιές; Δεν έχεις αναφέρει το παραμικρό γι' αυτήν. Μου φαίνεται τόσο περίεργο. Είσαι μαζί της χρόνια και δεν έχεις να πεις κάτι γι' αυτήν, κι εγώ σε έχω δει δύο φορές και μου γεννάς ένα χείμαρρο λέξεων που δε μπορώ να μπαλώσω από πουθενά. Θέλω να μιλήσω για σένα σε όλους. Θέλω να σου γράψω διθύραμβους. Θέλω να χαράξω την ιδέα σου για πάντα στην ψυχή οποιουδήποτε διαβάζει για σένα. Θέλω να σε μετατρέψω σε κάτι που κανείς σίγουρα δεν σου έχει πει ότι είσαι: Τέχνη.
Με ρωτάς αν κουράστηκα. Όχι, σου λέω. Όχι, δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς. Εγώ είμαι απλά εδώ, στην άκρη του πάρτι, και σε ερωτεύομαι αργά αργά, την ώρα που όλα τρέχουν με ταχύτητα γύρω μου, να προλάβουν το ξημέρωμα. Γλώσσες συναντάνε άλλες. Τα ηχεία ξεχαρβαλώνονται. Οι ορμόνες στάζουν απ' τα ταβάνια. Κανείς δε σταματάει για λίγο, να δει... Εμένα δε με νοιάζει. Εμένα, κάνεις να γράφω. Μου δίνεις τις κατάλληλες λέξεις. Πώς διάολο το κάνεις αυτό; Με κάνεις να νιώθω. Να παίρνω φωτιά.
Φύγαμε.
Καθώς ανεβαίναμε στη μηχανή, μου ήρθε, χωρίς λόγο, το τραγούδι απ' την Τοσοδούλα. "Πάρε με αγκαλιά, κι έλα πάμε πιο μακριά... Κι απ' τα αστέρια ακόμα πιο ψηλά...". Γιατί όλα είναι τόσο σωστά μα ταυτόχρονα τόσο λάθος; Γιατί η ζωή είναι δομημένη από ένα μάτσο ασυγχρόνιστα λαβ στόρι; Αυτή η σαχλή ζωή, που σου υπόσχεται σωστούς ανθρώπους ακριβώς όταν πρέπει, και πάντα κάτι πάει λάθος και το χρεώνεσαι εσύ. Ενώ εγώ σε ονειρευόμουν, εσύ ήσουν ήδη μαζί της. Έχασα το γαμημένο τρένο πριν καλά καλά αρχίσω να τρέχω.
Με άφησες στη στάση μου. Παραλίγο να σε ρίξω απ' τη μηχανή σου καθώς σε αγκάλιαζα. Συγνώμη. Ήθελα τόση ώρα... Αλλά πες απλά ότι δεν ήμουν αρκετά μεθυσμένη. Αρκετά μικρή.
Όταν μπήκα στο λεωφορείο, άνοιξα την τσάντα μου και βρήκα το άδειο πακέτο απ' τα πουράκια, που το χα παρατήσει δίπλα σου στον καναπέ. Το είχες βάλει εσύ μέσα. Νόμισες πως τα ξέχασα... Γαμώτο. Δεν έχεις καν σκοπό να με βλάψεις. Αυτό είναι το χειρότερο. Είσαι καλός. Με προσέχεις. Όμως χωρίς καν να το ξέρεις, μου έχεις ήδη κάψει την ψυχή σαν τσιγαρόχαρτο.
Ξέρεις κάτι; Δε με νοιάζει.
Τώρα που σε γνώρισα, θέλω να κλαίω για σένα όλες τις υπόλοιπες νύχτες της ζωής μου.
Είσαι ο πιο όμορφος κι ο πιο μακρινός πλανήτης που έχω δει ποτέ με γυμνό μάτι.
~2019
DU LIEST GERADE
Γράμματα για τους Εκείνους της ζωής μου
SachbücherΤα ονομάζω "παράπλευρα". Γιατί αυτό είναι. Παράπλευρες απώλειες στον έρωτα. Εσφαλμένοι κωδικοί. Άντρες που δεν ήταν ποτέ δικοί μου, που πάλεψαν να με χωρέσουν στην παλάμη τους, κι εγώ σαν άγρια άμμος, ξεγλίστρησα κι έπεσα πάνω σε δύο σελίδες καλοκαί...