Chapter 16

492 51 2
                                    

24/12

«είσαι σίγουρος πως αυτό το emailτο έγραψε η Σοφία?»

«Προφανώς ρε Αμαλία. Η Σοφία ήταν η τελευταία κοπέλα που είχα πάει».

«Το ελπίζω..» είπα και μου χαμογέλασε.

« Ξέρεις μου αρέσεις πολύ όταν ζηλεύεις».

«εμένα πάλι δεν μου αρέσει όταν ζηλεύω». Σταύρωσα τα χέρια μου.

Με φίλησε απαλά καθώς περπατάγαμε σε ένα μεγάλο πράσινο πάρκο.

«Οπότε τις γιορτές θα τις περάσουμε μαζί φέτος».

«ναι απ΄οτι φαίνεται. Αν και είναι παράξενο που η μητέρα μου πήγε χωρίς εμένα Γερμανία»

«Γιατί το λες αυτό?»

«Κοίτα μου είπε πως ο μπαμπάς δεν ένιωθε πολύ καλά και πως της έλειψε. Απο την άλλη όμως ο μπαμπάς και η μαμά δεν τα πήγαιναν καλά τα τελευταία 3 χρόνια.  Ο πατέρας μου έφυγε για Γερμανία τότε για επιχειρήσεις αλλά ποιος μου είπε εμένα πως δεν πήγε να βρει καμία?»

«Έλα ρε Μάνο, υπερβάλλεις!»

«Υπερβάλλω? Δεν νομίζω Αμαλία. Όταν ήμουν Γερμανία είδα μέσα σε ένα συρτάρι την φωτογραφία μιας γυναίκας».

«Θα αστειεύεσαι».

«Όχι. Και μου έκανε εντύπωση αλλά δεν έδωσα σημασία γιατί ήμουν μικρότερος και ασχολιόμουν με άλλα εκείνη την περίοδο.»

«Οπότε δεν πιστεύεις πως της έλειψε…»

«Όχι δεν είπα αυτό.. Η μάνα μου τον αγαπάει τον μπαμπά απλά αυτός δεν την αγαπάει όπως τότε.»

« Λες βλακείες τώρα. Ο έρωτας φεύγει με τα χρόνια αλλά η αγάπη μένει για πάντα. Άσχετο αν δεν το δείχνει ο ένας στον άλλον.  Και εμείς όταν γεράσουμε τι νομίζεις? δεν θα είμαστε έτσι. Σιγά μην κάθομαι να σου κάνω τα νάζια που σου κάνω τώρα» γέλασα

«Δεν θα μου κάνεις νάζια?» είπε με σοβαρό ύφος.

«Δηλαδή πιστεύεις 60 χρονών γιαγιά να κάθομαι και να παίζω μαζί σου λές και είμαστε 20 χρονών? Θα πάθω κανένα λουμπάγκο και μετά θα τρέχουμε» βάλαμε τα γέλια και συνεχίσαμε την βόλτα μας μέσα στο κρύο καθώς τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια μου θύμιζαν πόσο υπέροχα είναι τα Χριστούγεννα. Πήγε 7 η ώρα και άρχισα να ετοιμάζομαι αφού γυρίσαμε σπίτι για να πάμε σε ένα καλό εστιατόριο να φάμε με τον Μάνο. Φόρεσα ένα μαύρο απλό φόρεμα ώστε να με κόβει και έβαλα ένα ωραίο κολιέ. Ήμουν έτοιμη για μια πανέμορφη βραδιά. Ο Μάνος ήρθε και με πήρε με το αμάξι του και παρκάραμε έξω απο αυτό το πανέμορφο εστιατόριο. Η Απαλή μουσική και ο χαμηλός φωτισμός με έκαναν να ενθουσιαστώ. Ένας ηλικιωμένος κύριος μας πήγε ως το τραπέζι μας και ο Μάνος μου τράβηξε την καρέκλα να κάτσω. Κάθισε απέναντι μου με το ωραίο του χαμόγελο. Ο Μάνος φόραγε ένα ωραίο ανθρακί σακάκι και ένα άσπρο πουκάμισο από μέσα. Του πήγαινε τόσο πολύ. Νόμιζα πως έπαιζα σε μια από αυτές τις ασπρόμαυρες παλιές χολιγουντιανές ταινίες. Μιλήσαμε για τόσα πολλά θέματα ώσπου η συζήτηση ήρθε για τις διακοπές των Χριστουγέννων.

Το Πρώτο ΚαλοκαίριWhere stories live. Discover now