Chapter 30

359 41 5
                                    

«Πόση ώρα έχουμε ακόμα?» ρώτησα τον Μάνο ο οποίος σιγοτραγουδούσε ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο.

«Σε μισή ώρα θα είμαστε εκεί.»

«Μίλησες με τον Κύριο Αντώνη τελικά? Θα είναι εκεί σήμερα?»

«φυσικά αυτός θα μας υποδεχτεί στο μαγαζί του. Μετά θα μας πάει στο διαμέρισμα μας.» Ο Κύριος Αντώνης ήταν ένας παλιός φίλος του πατέρα του. Είχε ένα εστιατόριο με θαλασσινά στο Ναύπλιο. Ο Μάνος είχε κανονίσει με τον Κύριο Αντώνη να δουλέψει εκεί. Υπήρχαν και δυο διαμερίσματα πιο πέρα που νοίκιαζε ο Κύριος Αντώνης. Ήταν δικά του. Θα μέναμε σε ένα από αυτά.

«Λές να είναι ωραία στο Ναύπλιο?»

«Φυσικά και θα είναι ωραία. Θυμάσαι όταν ήμουν μικρός που ερχόμουν κάθε καλοκαίρι με τους γονείς μου και σου έλεγα πόσες παρέες είχα εδώ πέρα και πόσο όμορφα περνούσα?»

«Πως δεν θυμάμαι? Ζήλευα πάρα πολύ. Πάντα ήθελα και εγώ ένα εξοχικό καπου μακριά εκτός Αθηνών, σε κάποιο νησί ίσως...»

«Έλα και το χωριό σου ωραίο είναι»

«Ναι δεν μπορώ να πω η Κεφαλονιά είναι πολύ όμορφη. Όμως σαν τα κυκλαδίτικα νησιά δεν έχει.»

«Άρχισες πάλι τα ίδια για την Σαντορίνη?»

«Ξέρεις πολύ καλά πως πάντα ήθελα να πάω Σαντορίνη. Μια φορά είχαμε πάει με τους γονείς μου και από τότε δεν μπορώ να την βγάλω από το μυαλό μου. Και η Πάρος είναι ωραία πάντως.»

«Ναι. Αν δεν ήταν ο Γιώργος από εκεί.»

«Μην αρχίζεις τώρα τις ζήλιες!»

«Αλήθεια δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί πήγες σε αυτόν να κλαφτείς?»

«Πας καλά?» είπα τσαντισμένη.

«Μα είναι δυνατόν? Στον Γιώργο?» Απάντησε καθώς βγήκαμε από την Εθνική και στρίψαμε μέσα σε ένα στενό.

«Ξέρεις όταν το αγόρι σου πηδιέται με την κάθε μια λογικό να θες να τον εκδικηθείς με τον πρώτο που θα βρεις μπροστά σου!»

«Τι εννοείς με αυτό Αμαλία?» Είπε γεμάτος ένταση καθώς έτρεχε.

«Χαμήλωσε ταχύτητα Μάνο. Πολύ τρέχεις!»

«Πες μου τι έγινε με τον Γιώργο!»

«Τίποτα δεν έγινε με τον Γιώργο! Ηρέμησε και κοίτα μπροστά σου» Άρχισα να φοβάμαι. Ο Μάνος έτρεχε πολύ.

«Πήγες με τον Γιώργο έτσι?» φώναξε και ανέβασε ταχύτητα.

«Μάνο σε παρακαλώ πήγαινε πιο σιγά με τρομάζεις!»

«Όπως θέλω θα πηγαίνω!» φώναξε και πέρασε το φανάρι με κόκκινο.

«Μάνο. Σύνελθε θες να σκοτωθούμε?»

«Γιατί δεν μου είπες τίποτα Γαμώτο ρε Αμαλία! Γιατί??» με κοίταξε, πέρασε πάλι με κόκκινο. Φώναξα και τότε ένα μεγάλο φορτηγό ήρθε με φόρα από την μεριά του Μάνου κατά πάνω μας.

Άνοιξα τα μάτια μου. Βρισκόμουν εγκλωβισμένη σε ένα αναποδογυρισμένο αμάξι. Άρχισα να φωνάζω από τον πόνο, σειρήνες ακουγόντουσαν. Κάποιος πλησίασε κοντά στο αμάξι. Αίματα υπήρχαν παντού.

«Είναι κανείς εκεί?» άκουσα μια αντρική φωνή να φωνάζει.

«Βοήθεια!!!» φώναξα. Και 2 μαύρες μπότες εμφανίστηκαν μπροστά μου.

«Μην κουνηθείς. Φέρνω βοήθεια.!» απάντησε και μετά από 5 λεπτά 3 αστυνομικοί με βοήθησαν να βγω από το αμάξι. Άρχισα να κλαίω. Δεν μπορούσα να περπατήσω. Τα πόδια μου ήταν γεμάτα με αίμα και εγώ ίσα που τα έβγαζα πέρα. Κρατήθηκα από κάποια δέντρα που υπήρχαν δεξιά μου και προχώρησα προς τον κόσμο που είχε μαζευτεί πιο πέρα. 2 γνώριμα παπούτσια βρισκόντουσαν στο έδαφος. Περπάτησα άλλο λίγο και είδα τον Μάνο να βρίσκετε μέσα στα αίματα αναίσθητος στην άσφαλτο. 

Το Πρώτο ΚαλοκαίριWhere stories live. Discover now